Tumgik
#μονολογος
theos-kai-kratos · 2 months
Note
Fav poem and love poem?
Bluebird- Charles Bukowski
Crave- Sarah Kane αν και τεχνικα ειναι μονολογος
1 note · View note
Text
Άκου, φίλη, δύσκολα χωρίς αυτόν. Αλλά ούτε με αυτόν. Τον διεκδίκησα όσο κανέναν. Μου τα άργησε τα χατίρια μου. Πολύ. Άκου, φίλη, εγώ χωρίς αυτόν πεθαίνω, πνίγομαι. Και δεν με νοιάζει τίποτα. Δεκάρα δεν δίνω. Μην εκτεθώ στα μάτια σου. Να εκτεθώ. Γι’ αυτό και τόσο ανοιχτά. Παντού να το πω. Φώναξέ τες όλες. Να μάθει όλος ο Χορός τα λόγια. Και πως το μεγαλειωδέστερο πράγμα στον κόσμο της γυναίκας είναι να διεκδικεί και να εκτίθεται. Τα έκανα και τα δύο. Μου άργησε το χατίρι μου. Δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. Κάποιος άλλος. Που δεν θα τον αγαπώ. Που θα μπορώ να κάτσω μαζί του δέκα χρόνια. Γιατί έτσι γίνεται όταν δεν αγαπάς. Μπορείς και μένεις. Αυτό είναι όλο. Σημασία έχει να είσαι ήρεμη. Ψέματα. Σημασία έχει να αγαπάς. Δεν ξέρω. Μπερδεύτηκα. Φθινόπωρο σε λίγο, φίλη. Εξαγνιστική βροχή, σώμα που πάλι θα άπτεται. Με ό,τι το ανατριχιάζει. Και ένα βράδυ θα κρυφτώ μόνη μου στο κρεβάτι, θα είμαι ήρεμη σαν πεθαμένη. Τότε θα ανοίξω τα κλειστά του γράμματα. Αδύνατον ακόμα. Η παιδική του φωτογραφία στο κομοδίνο μου. Θα τη γυρίσω για λίγο ανάποδα. Να μη με δει να κλαίω.
Μαλβίνα Κάραλη | Του έρωτα μέγα κακό | Σαββατογεννημένη | εκδόσεις της Lifo |
104 notes · View notes
Text
Tumblr media
Το χρεώνω σε 'μένα, αφού είχα πάρει χαμπάρι
Εξ αρχής τι θα γίνει κι όλο αυτό που θα βγάλει
Δεν βαριέσαι, μάλλον δεν θα στεναχωριέσαι...
Μονόλογος - Πάνος Φριαγκιαδάκης
183 notes · View notes
thoughtsandthecity · 4 years
Text
Ο μονόλογος της Καλοσύνης
Tumblr media
Περπατάω στο δρόμο. Είναι καλυμμένος με τσιμέντο. Κάπου, κάπου δίνουν τη μάχη τους ,σιωπηλά, λουλούδια και χορταρικά. Ξεφυτρώνουν, σκαρφαλώνουν στους στύλους της Δ.Ε.Η αγκομαχώντας, και πορεύονται για τον ουρανό, να ξεφύγουν, να γλιτώσουν. Εκεί λοιπόν στους δρόμους που διασχίζω, έχουν χτίσει τα παλάτια τους οι άνθρωποι. Ο καθένας έχει το δικό του τσιμεντένιο παλάτι. Έχουν υψώσει πέτρινους τοίχους, έχουν φυτέψει δέντρα και θάμνους, έχουν κατεβάσει πανιά σαν πειρατές και κρύβονται, κάπου εκεί μέσα βρίσκονται σε νάρκη. Όχι χειμερινή, η δική τους, είναι νάρκη ολόκληρης ζωής.
 Εκεί που τυγχάνει να συναντιούνται με τον γείτονα γιατί τυγχάνει να μοιράζονται το ίδιο παλάτι, χτίζουν τοιχάκια ή βάζουν τζαμάκια για να χωρίσουν την αυλή και κυρίως να μη βλέπονται. Ανάθεμα και αν θυμάται ο ένας το πρόσωπο του άλλου, μένουν μαζί και δε μιλιούνται. Στρέφονται στις μηχανές που έχουν αντικαταστήσει κάθε ανθρώπινη ανάγκη, από την επικοινωνία μέχρι τη συνάντηση. Και αυτοί οι ανόητοι αρκούνται στις ψευδαισθήσεις, προσκυνούν το Πλαστικό και το Διαδίκτυο. Τα πρόσωπα τους σκλήρυναν, ξεθώριασαν. Λειτουργούν και αυτοί σαν μηχανές. Δεν υπολογίζουν πια τον άλλο σαν προσωπικότητα μόνο μετράνε την θέση του στη κοινωνία και τι έχει να τους προσφέρει αυτή. Στρέφουν το δάκτυλο τους δεξιά για να δεχτούν και αριστερά για να απορρίψουν έναν άλλο άνθρωπο. Ζητούν φωτογραφίες κούφιων σωμάτων μέσα από τη προστασία την οθόνης, προωθούν τη κρεαταγορά. Κάθε πρωί φορούν τα προσωπεία τους, είναι καλά σμιλευμένα, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Παρουσιάζονται καλοί και αθώοι ο ένας στον άλλο, μα στη πρώτη ευκαιρία βγάζουν νύχια ακονισμένα και ξεσκίζουν ψυχές, σάρκα, προσωπικότητα, πρόσωπα και όνειρα . Καραδοκούν και προετοιμάζονται, με τη πρώτη αφορμή να επιτεθούν, ο άλλος είναι ο εχθρός, μόνο μη τους πιάσει στον ύπνο. Με ξεχάσανε...
Το πρόβλημα είναι ότι δε ξέρουν ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός, δε ξέρουνε που πάνε, μόνο μη δούνε τον άλλο να πετυχαίνει. Και τι να πει κανείς για εκείνους που έχουν τα παραπάνω, που ευνοήθηκαν από μια τυχαία μοίρα, ή που τα απέκτησαν με τη βία, παρουσιάζονται ανώτεροι θεοί και ποζάρουν με φίλτρο στο φακό της ζήλειας, του μόχθου και της σαπίλας. Προσποιούνται οι σπιούνοι ότι όλα τα έχουν και από μέσα τους η ψυχή τους διψά να βιώσουν λίγη από την αγάπη των φτωχών. Σπρώχνουν με αγκώνες, βρίζουν και χειρονομούν, δεν έχουν υπομονή και όλο αναστενάζουν. Δακτυλοδείχνουν και κρίνουν σαν δικαστές το λάθος και το σωστό λες και η δική τους συνείδηση είναι καθαρή. Με ξεχάσανε...
Στους καιρούς της σήψης παραμελήσανε τα σώματα τους, βυθίζονται σε φτηνή ηδονή, επιθυμούν το γρήγορο και το εύκολο, ένα ψήγμα ευτυχίας να πάρουν, να γευτούν, ίσα ίσα για να συνεχίσουν τις εξαντλητικές τους μέρες. Παχύνανε και ξεχείλωσαν οι σάρκες τους, γίνανε δυσκίνητοι, σέρνονται αγκαλιά με ένα χαρτοφύλακα και τη λαχτάρα του πράσινου χαρτιού. Άλλοι πάλι χτίζουν μύες με καραμέλες που καταπίνουν χωρίς δεύτερη σκέψη, αυτό τους απέμεινε μονάχα, εκεί τους βγάζει, μπας και αισθανθούν ένα χάδι, μπας και φοβίσουν τον εχθρό, μπας και κερδίσουν μια στάλα θαυμασμού, ψοφάνε για τη προσοχή του άλλου. Ναρκισσιστές και εγωκεντρικοί γίνανε. Θέλω τόσο πολύ να τους φωνάξω’’ Δε θα σας σώσουν οι μύες από τα προβλήματα της ζωής, κατακαημένοι.’’ Παραμελούν το πνεύμα τους και γίνανε ευκολοχείριστοι. Καταπίνουν και μασάνε ότι τους σερβιστεί, και καταλήξανε να εμφανίζουν θανατηφόρα καρούμπαλα .Με ξεχάσανε...
Άλλοι παρουσιάζονται σαν Σωσίες πίσω από μια κάμερα, επιτελούν το ρόλο του δήθεν φιλελεύθερου κερδίζοντας εξωφρενικά ποσά. Υφαίνουν και γαζώνουν συνειδήσεις, όνειρα και ηθική. Γίνανε πρότυπα για τα παιδιά μας. Μα δε βλέπουν ότι τα κάνουν να θέτουν εξωπραγματικούς στόχους; Δε τα βλέπουν που μαραζώνουν και πικραίνονται επειδή δε μπορούν να επιτύχουν τέτοιους στόχους; Δε τα βλέπουν που συγκρίνουν τον εαυτό τους και το σώμα τους με μια φιλτραρισμένη πραγματικότητα; Μασούν αναμασημένη τροφή. Στην εποχή του “ Yes Queen’’ και του  ‘’ Bad bitch’’ δεν είδα καμία Queen και καμία Bad Bitch γιατί η αυτοπεποίθηση τους έγινε μαλλιά κουβάρια. Είδα ψεύτικη αυτοπεποίθηση και μαξιλάρια που απορρόφησαν τα δάκρυα τους τα βράδια, σαν σφουγγάρια. Με ξεχάσανε...
Βιάζονται συνεχώς και δε ξέρουνε τον λόγο, δεν ξαποσταίνουν ποτέ, στο βωμό του χρήματος θυσιάζουν την οικογένεια. Είναι πολλές οι ανάγκες τους, που καιρός για συναισθήματα και καλλιτεχνική μόρφωση; Μα είναι όντως τόσες πολλές οι ανάγκες τους ή μήπως είναι πλασματικές; Βομβαρδίζονται με υλικιστικές ανάγκες συνεχώς. Τρέχουν λοιπόν, τρέχουν, συνεχώς δε τους φτάνει ο χρόνος,  δε τους φτάνουν τα χρήματα θένε κι’άλλα θένε πιο πολλά, ‘’ ο χρόνος είναι χρήμα’’. Που καιρός για εθελοντισμό; Που καιρός για θυσίες; Δεν ασχολούνται με τη πολιτική αφήνονται στο έλεος του Θεού. Αθεόφοβοι, τίποτα δεν φοβούνται τα καταπατούν όλα, τα θέλουν όλα δικά τους, κατέστρεψαν τη φύση, ρουφήξανε κάθε απομεινάρι και μετά τη πετάξανε σαν στημένη λεμονόκουπα. Στενόμυαλοι, ύπουλοι, μοχθηροί, και μυστικοπαθείς κατάντησαν. Το βράδυ γυρνάνε στο τσιμεντένιο παλάτι και εξαθλιωμένοι πια συνειδητοποιούν τη κατάληξη της ανθρωπότητας. ‘’Τι να κάνουν όμως εκείνοι;’’, κλείνουν ένα βλέφαρο, λαγοκοιμούνται και ξεχνάνε για να συνεχίσουν την επομένη. Δεν είναι καιρός για εξεγέρσεις άστα αυτά για τους τρελούς που θέλουν να χάσουν την ευκαιρία να ευτυχήσουν. Με ξεχάσανε...
Στους καιρούς της Σήψης, με ξεχάσανε, αλλά ευτυχώς υπάρχουν ακόμη εκείνες οι λίγες ευγενικές ψυχές που πιστεύουν ακόμη στον άνθρωπο, που χρησιμοποιούν την επιστήμη σωστά, που διαβάζουν, γράφουν, ενημερώνονται, αμφισβητούν και ψάχνονται. Που παραδέχονται τα λάθη τους και παλεύουν για ένα καλύτερο μέλλον, που καταπίνουν την υπερηφάνεια τους, που βγαίνουν εκεί έξω και κυνηγάνε τη περιπέτεια, που τολμούν να ονειρεύονται και να μάχονται για το ‘’άπιαστο’’ και το ‘’αδύνατο’’, που δίνουν χωρίς να περιμένουν επιστροφή, που σέβονται τη φύση, που δε φοβούνται να είναι ευάλωτοι, να πουν τη λέξη ‘’Σαγαπώ’’΄, που επιδιώκουν την αυτοβελτίωση και ενδιαφέρονται για τον συνάνθρωπο. Εκείνες οι λίγες ευγενικές ψυχές που κοιτάνε τα άστρα και προσεύχονται, που μαγεύονται από τα πιο απλά και ρωτάνε συνεχώς, που αγαπάνε τη τέχνη επειδή γνωρίζουν ότι μόνο εκεί θα βρουν τη πραγματική λύτρωση, μιλάω για εκείνους τους λίγους, τους ρομαντικούς, που ξέφυγαν από την εποχή της Σήψης. Παρόλα αυτά γίνονται όλο και πιο λίγοι, όλο και πιο απόμακροι γιατί πως αλήθεια να ανθήσει το τριαντάφυλλο ανάμεσα στα ζιζάνια; 
Με ξεχάσανε, καμπούριασαν και χλώμιασαν, από την αρρώστια της μοχθηρότητας, τον πυρετό της κακοβουλίας, τα αντιγόνα της ζήλειας και τη ψύχρα της μοναξιάς. Ωστόσο εγώ ακόμη ελπίζω, ελπίζω πως μιας μέρα θα καταλάβουν, θα δουν, η ομίχλη του εγωισμού και του συμφέροντος θα παρασυρθεί από τον άνεμο της αγάπης , της αλήθειας και της απελπισίας. Θα με ξανά θυμηθούν, δεν το ελπίζω τελικά, το πιστεύω, γιατί αυτό είμαι εγώ η Κυρά Καλοσύνη, πιστεύω ακόμη στους ανθρώπους, πιστεύω ακόμη στο καλό, δε μπορεί όλο και κάποιος εκεί έξω θα με έχει ακουστά, όλο και κάποιος θα μπουχτί��ει και θα διαλαλήσει το πόσο τελικά πίσω πήγαν ενώ καφιούνται για πρωτοπορία και εξέλιξη.
22 notes · View notes
cjajiki · 4 years
Text
Ενας εσωτερικος μονολογος / το τελος του έρωτα.
Πότε καταλαβαίνεις πως παύεις να εισαι ερωτευμένος;
Μια ερώτηση με μια πολύ εύκολη απάντηση αλλά αυτή θα την κρατήσω για το τέλος.
Κάποιοι λένε πως το τέλος ενός κεφαλαίου είναι πιο δύσκολο από την αρχή του. Με τον έρωτα, θεωρώ πως λειτουργεί διαφορετικά. Ή μάλλον, διαφορετικά βλέπουν οι άλλοι το τέλος ενός έρωτα.
Ένας χωρισμός δεν αποτελεί το τέλος ενός έρωτα. Κάποιοι έρωτες· ούτε που είχαν την αρχική σύνδεση, για να υπάρξει ένας χωρισμός. Απλά σε κάποιες περιπτώσεις ο χωρισμός αποτελεί την αρχή του τέλους ενός έρωτα.
Θεωρώ πως όταν ερωτεύεσαι, η αρχή είναι πάντα δύσκολη. Σαν να κατεβαίνεις μια κατηφόρα στον Λυκαβυττό πάνω σε ένα ποδήλατο με τα μάτια κλειστά, δεν ξέρεις τι θα συμβεί και πότε. Δεν ξέρεις πότε θα στρίψει ένα αυτοκίνητο από κάποιο στενό, έχοντας ως αποτέλεσμα τον θάνατο σου. Μεταφορές και παρομοιώσεις αηδίας, αλλά τέτοιες ωρες μόνο με αηδία λειτουργεί το κεφάλι μου.
Που ήμουν; Α ναι. Η δύσκολη αρχή του έρωτα. Προχωράς με ανασφάλεια πάνω στο ποδήλατο σου, εκτός αν είναι ο πρώτος σου έρωτας. Αν είναι ο πρώτος σου έρωτας, η πρώτη φορά που κατεβαίνεις μια κατηφόρα με το ποδήλατο σου, κανεις πετάλι μέχρι να σου φύγουν τα πόδια, μέχρι να συγκρουστεις εσυ ο ίδιος πάνω σε ένα δέντρο ή πάνω σε ένα αμάξι της αντίθετης φοράς. Πάντα στον πρώτο έρωτα θα καταλήξεις σε μια πλαστική σύγκρουση στο τέλος της κατηφόρας. Και το φταίξιμο είναι όλο δικό σου.
Πότε καταλαβαινεις λοιπόν, πως παύεις να εισαι ερωτευμένος; Η απάντηση είναι η εξης: όταν εισαι πιο ερωτευμένος με τις αναμνήσεις, παρά με τον άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά σου.
67 notes · View notes
to-koritsi-tou-mah · 4 years
Text
Ειι επέστρεψα..
Με κάτι οχι τόσο χαρούμενο.
Ήρθε ξανά η μέρα που επιστρέφω στο μέρος που γνωριστήκαμε.
Όλα σε θυμίζουν..
Και εσύ. Λείπεις..
Ο τρόπος που φέρθηκες ήταν απαίσιος και καλύτερα που δεν είσαι εδώ.
Θα έκλαιγα με το που σε έβλεπα.
Τουλάχιστον τώρα κλαιω μόνο με άψυχα αντικείμενα και γεγονότα που σήμαιναν κάτι μόνο για εμένα.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ στην ζωή σου..
Που έιναι οι υποσχέσεις σου για το φετινό καλοκαίρι και τα φιλιά σου; Η αγκαλιά σου; Η ζέστη θαλπωρή που μόνο εσύ έχεις προσφερει.
1 χρόνος και ολα θυμίζουν εσένα.
Είδα 100 χλμ μακριά..
Μου λείπεις ακόμα και... μου χρωστάς 1 χρόνο από τη ζωή μου..
20 notes · View notes
anapolwstigmess · 4 years
Text
Πρώην
Και τι γίνεται όταν ξανάρχεται ;
Και τι γίνεται όταν υπάρχουν ακόμα συναισθήματα;
Τα καταπολεμάς ή παραδινεσαι;
Σε λίγες μέρες έρχεται ο δικός μου πρώην
Το μεταξύ μας ότι και αν ήταν αυτό δεν τελείωσε γιατί δεν πήγαινε άλλο ή κάτι παρόμοιο
Απλά έφυγε χιλιόμετρα μακρυά
Τύπου άλλη χώρα φάση
Έτσι έχουμε να δούμε ο ένας τον άλλον 1μιση χρόνο
Θέλω να τον δω
Γιατί μου έχει λείψει
Δε ξέρω αν θέλω να γίνει κάτι μεταξύ μας
Δεν μπορεί να έρχεται και να με θεωρεί δεδομένη
Δε το θέλω Αυτό
Αλλά δε ξέρω φοβάμαι για το τι θα προκύψει όταν και αν βρεθούμε
Απόγνωση
44 notes · View notes
Text
Δε τον θες : σου στέλνει όλη μέρα
Τον θες : σε γράφει εκεί που ξέρει ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΆΕΙ ΣΤΑ ΜΗΝΎΜΑΤΑ.
Θα με σκάσετε ρε
223 notes · View notes
poop-poop · 6 years
Text
Το παρακατω κειμενο ειναι μια ομιλία με τον εαυτο μου την ωρα που προσπαθω να μαθω κατι μαλακιες στα αρχαια για να αποδειξω στην καθηγητρια μου οτι ειναι μαλακω.
Κ:εελα ρε Κατερίνα συγκεντρωσου
Κ:μα ρε μαλακα βαριεμαι τωρα ορεξη ειχα να ασχολουμαι με την καθε πατσαβουρα
Κ:μα δες εχεις φτασει ηδη στα μισά και δεν εχεις κουραστει καθολου
Κ:ναι αλλα εχω αλλα τοσα να κανω και πραγματικα βαριεμαι
-στο ενδιάμεσο τραγουδαω παραφωνα sol και wnc-
Κ:αχ ξεφυγαμε παλι δεν θα τελειώσουμε ποτε
-στο ενδιάμεσο κανω πως ειμαι η Μαρσο-
Κ:ωραια ωραια λοιπον επανηλθα τωτα (χωνω χαστουκι στον εαυτο μου για να συνελθει)
Κ:εχεις σκοπο που το κανεις αυτο.Θες να αποδειξεις σε αυτην την βλαμμενη οτι ειναι οντως βλαμμενη και οτι εχεις δικιο
Κ:ΛΟΙΠΟΝ εχεις δικιο αρχιζω..!!
*διαβαζω κανα 10λεπτο*
Κ:ουυφφ επιτελους εκανα κατι σωστα,ωραια συνεχίζω παρακατω
Κ:ναι αλλα να κανω και το επομενο και μετα να τα περασω και ενα ριφρες?
Κ:ωραια ιδεα,γαμας
Κ:ναι θα το κανω αλλα πρωτα...
Κ:λεω να κανω ενα διάλειμμα..
Κ:ΟΧΙ
Κ:μα πρέπει να με επιβραβευσω..
Κ:μα δεν εχεις κανει τιποτα κουραστικό
Κ:να εσυ το λες αυτο γιατι δεν ξερεις ποσο κουραζομαι
-τραγουδαω ρεφρεν απο τα κρυσταλλα με πολυ παθος-
Κ:ελα κανε διάλειμμα 5 λεπτών..
5 λεπτων ομως εε!
Και ερωτω εγω τωρα,υπαρχει περίπτωση να τελειωσω ποτε το διαβασμα?
10 notes · View notes
Quote
. Απλά μου λείπεις. Μου λειπει η παρεα σου. Να μιλάμε μέχρι να νυστάξεις. Να περιμενω να κοιμηθεις πρωτος για να ξαπλωσω και εγω εχοντας στο μυαλο μου εσενα. Να βρισκομαστε και να κανουμε βλακειες. Να λες τις ανωμαλίες σου και εγω να σε κοροιδευω. Μου λειπει το χαμογελο σου. Σε βλεπω πλεον απο μακρια και κανουμε λες και είμαστε απλά γνωστοί. Μου λειπεις.
05:43
160 notes · View notes
katathliptikh · 7 years
Text
Ένας χρόνος
4:27. Ήταν 4:27. Σηκώθηκε στον ύπνο της,ιδρωμένη από ακόμα έναν εφιάλτη και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο της. Τα πόδια της ακούμπησαν απότομα στην αρχή το κρύο έδαφος και αναπήδησαν ελαφρώς από την επαφή. Τα άκουμπησε κάτω για δεύτερη φορά και ανασήκωσε το σώμα της από το τσαλακωμένο σεντόνι της. Το πάτωμα έτριζε σε κάθε βήμα της , αλλά ο ήχος δεν την άγγιζε. Ήχος ανατριχιαστικός που όμως διαπερνούσε μονάχα το δέρμα της σε ��ημείο που έδινε λίγο ζωή στην νεκρική ησυχία του δωματιού. Δεν ήταν όμως αρκετά δυνατός για να καλύψει τις φωνές στο κεφάλι της. Αυτές ποτέ δεν σωπάνε. Καποίες φορές αυτό δεν ήταν κακό. Καποίες φορές ήταν οι μόνες που της κρατούσαν συντροφιά ακόμα και αν την πλήγωναν. Άλλωστε σκεφτόταν πως δεν διέφεραν πολύ με αυτές που  είχε συνηθίσει να άκουει έξω από τις σκέψεις της. Και αυτές το ίδιο ήταν. Ψεύτικες υποσχέσεις, πικρά γλυκόλογα , λόγια που λέγονταν για να ειποθούν από άτομα που υπήρχαν για να υπάρξουν . Η μόνη διαφορά , αυτές οι φωνές δεν την εγκατέλειψαν , έμειναν μαζί της . Δεν  αναζήτησαν την έξοδο από την ζωη της οταν την βαρέθηκαν. Ξαφνικά σταματάει απότομα. Ξαφνικά για μια ακόμα φορά οι φωνές μέσα στο κεφάλι της φώναξαν ,βασικά δεν ήταν φωνές. Τις ένιωθε σαν χτυπήματα. Χτυπήματα που τις άφηναν σημάδια στην ψυχή. Τατουάζ. Άμα μπορούσε κάποιος να ακουσει τι φώναζαν θα ένιωθε τα χτυπηματα. “έφυγαν” , “τους έχασες” , “σε εγκατέλειψαν” , “τα κατάφερες παλι” και ενδιάμεσα θα άκουγαν και ένα πικρό γέλιο και μετά παλι χτυπήματα. “Τι νόμιζες;” “πες μου πως νόμιζες πως θα τους κρατήσεις δίπλα σου” “πότε θα μάθεις επιτέλους;” “ποτε θα καταλάβεις πως όλοι φεύγουν και πως θα συνεχίσουν να φεύγουν; ” “πότε θα καταλάβεις πως δεν μπόρεις να έχεις κανέναν δίπλα σου;” Και μετά σιωπή. Απότομη σιωπή. Σιωπή που την αισθάνεσαι σαν μαχαίρι που έμεινε μέσα στο χιλιο πληγωμένο σώμα σου μετά από μια ατέλειωτη μαχη. Σιώπη που δεν ξέρεις αμα πρέπει να την διαταράξεις ή όχι, μαχαίρι που δεν ξέρεις άμα πρέπει να τραβήξεις. Γιατί ξέρεις, πως άμα το αφαιρέσεις είναι σαν να αφαιρείς ότι κρατάει μέσα σου τον πόνο σου. Και αυτή το έχει μάθει πλέον. Για αυτό και το αφήνει μέσα της. Και ξεκινάει να περπατάει ξανά. Αυτό το βράδυ περνάει πιο αργά απο ποτέ. Αλλα είχε συνηθήσει τα ατέλειωτα βράδια και τις νεκρές μέρες. Περπατούσε. Το κάθε βήμα της , είχε το προσωπικό του αντιλαλλο. Οι διάδρομοι ήταν σκοτεινοί και το μόνο φως που υπήρχε ήταν αυτό που ξεπρόβαλε κάτω απο τις πόρτες των δωματίων γύρω της. Έφτασε στο μπάνιο. Ακούμπησε με δισταγμό το χερι της στο ξεχαρβαλομένο μπρούτζινο χερούλι της πόρτας. Ήταν αλήθεια ειρωνικό. Οι δικοί της , άμα μπορούσε δηλαδή να τους ονομάσει δικούς της, πλήρωναν τόσα χρήματα για αυτο το μερος και όμως ήταν χειρότερο από καθε άλλο που έχει ζήσει. Μπορεί να έφταιγε η κυρία που τους έδωσε το διαφημιστικό και τα γεμάτα φρούδες ελπίδες για γρήγορη ανάρωση λόγια που τους πρόσφερε μαζί με το τσάι τους εκείνο το απόγευμα που επισκεύτηκαν το γραφείο της. Μπορεί να εφταίγε και η ψυχολόγος της. Μπορεί να εφταίγε η ανικανοτητά της να την βοηθήσει. Ή μπορει να εφταίγε και η ανεπυθιμια της ίδιας να βοηθηθεί. Μπορεί να φταίει που δεν την βοήθησε εκείνος όταν τον χρειαστήκε στο πλευρό της εναντίον των γονιών της , εναντίων του κόσμου που είχαν πει πως θα αντιμετωπίσουν μαζί. Κούνησε το κεφάλι της άτσαλα, ελπίζοντας πως έτσι θα βάλει τις σκέψεις της στην θέση τους. Ή ελπίζοντας πως θα χτυπήσει τις φωνές στο κεφάλι της που άρχισαν να ηχούν πάλι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να αντικρίσει ξάνα αυτό που άπεχθανοταν τόσο πολύ. Βλέπεις υπήρχε ένας καθρέπτης ακριβώς μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας. Αυτό το γυαλί που σου δείχνει αυτό που δεν θέλεις να δεις. Έβαλε όσο περισσότερη δυναμη είχε και πίεσε το χερούλι ,σπρώχνοντας ελαφρώς την πόρτα προς τα μέσα. Κοίταξε τα ραγισμένα πλακάκια στο πάτωμα μην θέλοντας να αντικρίσει την όψη της στον καθρέπτη.  Μια σειρά από σπασμένα μπεζ πλακάκια την οδήγησαν μπροστά στον ραγισμένο επίσης νυπτηρα . Όλα σε αυτό το μέρος ήταν σπασμένα και ραγισμένα σαν τα άτομα που τα χρησιμοποιούσαν. Η βρύση έσταζε και οι σταγόνες χτυπούσαν με ρυθμό τις ρογμες της πορσελανης . Σήκωσε αργά το κεφάλι της μέχρι που τα μάτια της έπεσαν επάνω στα όμοια τους. Κόκκινα ματιά, δυσταλμένες κόρες, μαλλιά μπλεγμένα αγκάλιαζαν το πρόσωπο της ,κολλημένα από τον ιδρώτα του εφιάλτη της. Σχηματισμένα ρυάκια στα μάγουλα της αχνοφένονταν σαν δείγματα ξεχασμένα από τους χύμαρους των δακρύων της. Το δέρμα της ήταν άσπρο , ειρωνικό αλλά ήταν πιο άσπρο από την πορσελάνη του νυπτήρα και όμως κάτω από τα μάτια της σχηματίζοταν ένα μαύρο πεπλο που δηλώνε τις ατελείωτες νύχτες που δεν έκλεισε μάτι. Γιατί όταν έκλεινε τα μάτια της άνοιγε την πόρτα στους εφιάλτες της. Το νυχτικο της φαινόταν πολύ μεγάλο επάνω της μα ήξερε πως αυτό είχε να κάνει με την άρνηση της για οποιαδήποτε τροφή της δινονταν.  Πέρασαν λίγα λεπτά που κοίταζε τα μάτια της στον καθρέπτη. Μετά έσκυψε. Και τράβηξε από κάτω από τον νυπτηρα ένα σκαμπό. Το έφερε κοντά στον καθρέπτη. Με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει, σηκώθηκε επάνω στο σκαμπό και είδε την όψη του σώματος της αυτή την φορά στον καθρέπτη. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα που απλά σκεφτόταν. Σκεφτόταν την ημέρα που η ζωή της θα αποκτούσε λίγο ακόμα νόημα ή έτσι τουλάχιστον πίστευε. Ένα τεράστιο σημάδι αγκάλιαζε πλέον την κοιλιά της χαμηλά. Τα χέρια της έτρεμαν τώρα.  Πλησιαζαν αργά αργά το σημάδι. Και το άγγιξαν. Τα χέρια της άγγιξαν την κοιλιά της με περισσότερη φροντίδα από ότι έχει αγγίξει όλο της το σώμα αυτό τον χρόνο που πέρασε. Πέρασε ένας χρόνος. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο της . Αλλά ένιωσε τα δάκρυα της να ρεουν λίγο λίγο στα μάγουλα της και μετά να χτυπάνε στην πορσελανη . Για λίγο εξαιτίας τους χάθηκε ο ρυθμός της βρύσης και φαίνεται ήταν τα μόνα που προκαλουσαν τον ελάχιστο ήχο. Τα χείλια της τρεμαν επίσης. Ένα τραγικό χαμόγελο άρχισε να εμφανίζεται στο πρόσωπο της. Δεν ήταν χαμόγελο ευτυχίας. Ήταν ένα χαμόγελο πόνου, ένα χαμόγελο που έδειχνε την εξάντληση της , ένα χαμόγελο που αντικατεστησε το αληθινό που θα μπορούσε να έχει πριν ένα χρόνο τέτοια μέρα. Και ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος. Ήταν η φωνή της. Βραχνιασμενη,γεμάτη θλίψη και πόνο φωνουλα. Είχε να πει λέξη έναν ολόκληρο χρόνο. Και αποφάσισε να μιλήσει σήμερα. Λογικό. Πάει ένας χρόνος. Ένας χρόνος από τότε. Και τότε η λέξεις γλιστρησαν από τα χείλια της… “Χρόνια σου πολλά μωράκι μου. Η μανούλα σου σε αγαπάει τόσο μα τόσο πολύ. Σήμερα θα γινόσουν ενός έτους. Θα είχες βγάλει αρκετά δοντακια για να έχεις το πιο όμορφο χαμόγελο που θα είχε δει η μανούλα στην ζωή της οταν θα εσβηνες τα κεράκια στην τούρτα σου.  Και θα ήταν εκεί και ο μπαμπάς και η γιαγιά και ο παππούς. Και θα είμασταν όλοι στην αυλή του σπιτιού μας και θα γελουσαμε και θα ήταν όλα τέλεια. Θα έκανες τα πρώτα σου βηματακια και θα περπατουσες άτσαλα προς τον μπαμπά σου. Θα σε άκουγα να λες ασυναρτησιες και τυχαίους ήχους όταν ο μπαμπάς σου θα γελούσε και θα σε γαργαλούσε στον λαιμό. Θα με είχε στο άλλο χέρι αγκαλιά και θα χορεύαμε οι 3 μας μέχρι να βραδιασει. Μετά θα σε έπαιρνα αγκαλιά και θα σε νανουριζα μέχρι να κλείσεις τα ματάκια σου και θα καθόμουν επάνω από την κούνια σου, να βλέπω το σωματάκι σου να ανεβοκατεβαινει όταν αναπνεεις. Θα κοιτάω τις όμορφες μακριές βλεφαρίδες σου να ακουμπαν απαλά στα μάγουλα σου και θα χαιδευω ακόμα πιο απαλά τα μαλλάκια σου ελπίζοντας πως δεν θα σε ξυπνήσω. Και θα σε νανουριζω ακόμα και τότε. Τι έχω κάνει και δεν σε άξιζα μωράκι μου; Τι έκανα και με τιμωρησαν έτσι; Είχα μάθει τόσα τραγουδάκια για να είμαι έτοιμη να στα νανουρισω. Είχα αγοράσει τόσα ρουχαλάκια και είχαμε περάσει τόσες ώρες με τον μπαμπά σου φτιάχνοντας την κούνια σου. Τον είχα βάλει να βάψει το δωμάτιο σου 3 φορές γιατί δεν ήταν η σωστή απόχρωση αυτή που έβγαινε κάθε φορά. Είμασταν έτοιμοι . Είμασταν έτοιμοι να σε υποδεχτουμε. Ήμουν έτοιμη να σε γίνω μαμα. Ήμουν έτοιμη να γίνω η μανούλα σου. Ήμουν έτοιμη να ακούσω το κλάμα σου .Ήμουν έτοιμη να σε πάρω αγκαλιά. Ήμουν έτοιμη να ακούσω το συγχαρητήρια, να σας ζήσει. Ήμουν έτοιμη να νιώσω το χεράκι σου να αγκαλιάζει το δάχτυλο μου . Ήμουν έτοιμη να σχεδιάσω τον μέλλον μας. Ήμουν έτοιμη να σε ακούσω να με λες μαμά. Ήμουν έτοιμη να σε δω να μπουσουλας και μετά να περπατάς. Ήμουν έτοιμη για την πρώτη μέρα σου στο σχολείο. Ήμουν έτοιμη για όταν θα πας να σπουδασεις. Ήμουν έτοιμη για το πρώτο σου κλάμα, το πρώτο σου χωρισμό, τον γάμο σου , το πρώτο εγγονακι μου . Ήμουν έτοιμη να ζήσω μαζί σου την ζωή που μόνο μαζί σου θα ζούσα. Δεν άκουσα ποτέ το κλάμα σου. Δεν σε πήρα ποτέ αγκαλιά. Δεν άκουσα ποτέ το συγχαρητήρια ,να σας ζήσει. Δεν έζησα τίποτα από όσα ονειρευτηκα μαζί σου. Γιατί μωράκι μου έφυγες τόσο νωρίς; Στο υπόσχομαι θα σε αγαπουσα όσο κάνεις άλλος. Στο υπόσχομαι πως θα προσπαθούσα να είμαι η καλύτερη μαμά που υπήρξε. Θα ήμουν άλλωστε η μαμά σου και δεν θα χρειαζόμουν τίποτα άλλο στην ζωή μου . Θα ήμουν η μαμά σου . Συγγνώμη αγάπη μου. Συγγνώμη που απετυχα ακομα και σε αυτό. Συγγνώμη. Χρόνια πολλά μωράκι μου. ” Και μετά σιωπή. Απότομη σιωπή. Και μετά το χαμόγελο έσβησε. Άφησε το τσαλακωμένο και βρεγμένο ύφασμα της νυχτικιας της και σκεφτόταν. Κατέβηκε από το σκαμπό. Κάθισε κάτω και αγκαλιασε τα πόδια της. Και έκλαψε. Πάει ένας χρόνος από όταν έχασε το νόημα της ζωής της. Πάει καιρός από όταν έζησε τελευταία φορά. Ξαπλωσε κάτω και απλά κοιτούσε. Άσπροι διάδρομοί, βλέματα λύπησης , δάκρυα , όλα θα πάνε καλά, τιποτα δεν πηγε καλα. Και κάπως έτσι χάθηκε στις σκέψεις της. Μέχρι που το φως από το παράθυρο επάνω από το κεφάλι της αρχισε να καλύπτει τα πόδια της σαν την πιο ζέστη κουβέρτα που την ειχε σκεπάσει εδώ και καιρό. Και σιγά σιγά έκλεισε τα μάτια της , γιατί είχε πλέον κάτι να ονειρεύεται και άλλωστε το φως που την κάλυπτε ήταν αρκετό για να διώξει τους εφιάλτες της ,μέχρι το επόμενο βράδυ…
1K notes · View notes
angieak · 7 years
Text
Τόσες φορές.
Τόσες φορές έφτασε τόσο κοντά στο να μου μιλήσει. Μια το απέφευγα εγω.. Κι τις άλλες το μετάνιωνε. Ενώ ήταν τόσο κοντά. Δεν ξέρω αν ήταν καλό, η κακό. Δεν ξέρω αν θέλω να το μάθω η αν όχι. Το μόνο σίγουρο είναι οτι αν όντως το πάρεις απόφαση κι έρθεις κι μου μιλήσεις. Εγώ θα χαρώ. Θα χαμογελάσω. Γιατί θα ξέρω πως εσυ,εκείνη την στιγμή ξεπεράσες τα όρια σου. Κι ας μου πεις κατι που δεν θέλω να ακούσω. Κι ας μου πει κατι που δεν περιμένω. Κι ας μου πει τα πάντα. Εγω θα τα αφήσω πίσω αν είναι κακά. Και θα θυμάμαι μονο, εκείνο το φεγγάρι που μας φώτιζε κι εκανε την θάλασσα να μοιάζει ήρεμη, σαν εμας τότε. Εσυ να καπνίζεις το τσιγάρο σου κι εγω να καίγομαι ταυτόχρονα με αυτό. Οσο κι αν δεν θες να το παραδεχτείς.. κι εσυ δέθηκες. Κι εσυ θυμάσαι. Κι εσυ φοβάσαι να ξεχάσεις. Το ξέρω! Το βλέπω κάθε φορά που με κοιτάς στα μάτια. Γιατί αν δεν ήθελες δεν θα γινόταν τίποτα. Εγώ πάντως θα γυρνούσα τον χρόνο πίσω, Για να ξανά δω μαζι σου το φεγγάρι, γιανα κρυώνω δίπλα σου. Για να νιώσω την αγκαλιά σου, Για να ανταλλάξουμε απο την αρχή όλα όσα είπαμε, κι να σε κανω να πεις ολα οσα-μάλλον-δεν έχεις πει..
13 notes · View notes
Text
Έρχονται φορές που γυρνώ και τσακώνω την μυρωδιά σου. Και δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν μπορώ γαμώτο να συνεχίσω χωρίς να εκφράσω αυτην την γαμημένη αίσθηση της γαμημένης επιθυμίας που έχω για σένα. Και δεν μπορώ να πιστέψω πως εγώ αισθάνομαι έτσι για σένα ενώ εσύ δεν αισθάνεσαι τίποτα. Δεν αισθάνεσαι τίποτα;
Σιωπή
Βγαίνω έξω στις 6 το πρωί και αρχίζω να σε ψάχνω. Εάν έχω ονειρευτεί ένα μήνυμα σε ένα δρόμο ή σε μια παμπ ή σε κάποιον σταθμό, πάω εκεί. Και σε περιμένω.
Σιωπή
Το ξέρεις πως αισθάνομαι χειραγωγημένη.
Σιωπή
Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα πρόβλημα να δώσω σε κάποιον αυτό που ήθελε. Αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου δώσει. Κανείς δεν με αγγίζει. Κανείς δεν βρίσκεται κοντά μου. Αλλά εσύ με άγγιξες κάπου τόσο μα τόσο βαθιά που δεν μπορώ να το πιστέψω. Και δεν μπορώ να στο ανταποδώσω. Επειδή δεν σε βρίσκω.
Σιωπή
Και πως είναι αυτή;
Πως θα την γνωρίσω όταν την δω;
Θα πεθάνει, θα πεθάνει, θα πεθάνει γαμώτο.
Σιωπή
Πιστεύεις πως κάποιος μπορεί να γεννηθεί σε λάθος σώμα;
Σιωπή
Άντε γαμήσου. Άντε γαμήσου. Άντε γαμήσου που με απέρριψες, που ποτέ δεν ήσουν εκεί, άντε γαμήσου που με κάνεις να νιώθω σκατά, άντε γαμήσου που ρούφηξες την αγάπη μου, την ζωή μου, γάμησε τον πατέρα μου που γάμησε την ζωή μου για τα καλά και γάμησε την μάνα μου που δεν τον άφησε αλλά περισσότερο απ’ όλους να πας να γαμηθείς εσύ Θεέ που με έκανες να αγαπήσω κάποιον που δεν υπάρχει.
Άντε γαμήσου άντε γαμήσου άντε γαμήσου.
| 4:48 ψύχωση | Sarah Kane |
5 notes · View notes
oneiropoloii-blog · 7 years
Text
Μήπως τότε..
Πιστεύω ότι είναι ένας άσπρος καμβάς. Έχει πέσει στα χέρια ενός καλλιτέχνη που προσπάθησε να την ζωγραφίσει. Χαρηκε στην αρχη που δεν ηταν μονόχρωμη. Που αυτός ο καλλιτέχνης πρόσθεσε κάτι διαφορετικό στην μονοτονία της. Όμως όταν τελείωσε απλά βαρέθηκε το έκθεμα. Έπεσε στα χέρια ενός λάθος ζωγράφου και τώρα πολύ πιθανόν κλαιει η να στεναχωριέται . Όμως ας σκεφτεί τον ενδεχόμενο να έπεφτε στα χέρια ενός άλλου, ο οποίος θα είχε το μεράκι να πάρει τον χρόνο του μαζί της, να ζωγραφίσει με κάθε λεπτομέρεια όλες τις πτυχές αυτού του λευκού καμβά. Τότε? Μήπως τότε δεν θα ήταν ένα "σπασμένο" έργο τέχνης;
3 notes · View notes
agonh-siwph · 7 years
Text
Ν.
"Σ'αγαπώ γιαγιά. Πρόσεχε και θα τα πούμε οταν γυρίσω".
Φόβος
(και ας μην θέλει να το παραδεχτεί στον εαυτό της).
Παρόλα αυτά
Δεν ξέρω εάν αυτό μου έδωσε χαρά
Ή λύπη
7 notes · View notes
Text
Σταυριανιδης: Θελω δικαιοσυνη, αλλα για να την κερδισω, πρεπει καποιος να αποκαλυψει ποιοι ηταν η δολοφονοι της Ελευθεριας. Ξερω οτι σε αυτη την θεση που βρισκομαι δεν μπορω να ειμαι επιλεκτικος αλλα ηταν αναγκη να ειναι αυτοι? Γιατι Θεε/Σατανα μου εστειλες ατομα που λογικα ακομα βρεχουν τα κρεβατια τους? Ακομα και καποιος εφοριακος θα ηταν καλυτερος. Καποιος με κυρος, καποιος να φοβουνται--
Σπυρος: Ε, συγνωμη κυριε Σταυριανιδη, αλλα σας ακουμε
Σταυριανιδης: Ναι αλλα αυτο ηταν ενας θεατρικος μονολογος οποτε εσυ εισαι ο αγενης.
30 notes · View notes