Ανοίγεις τα μάτια σου.
Γύρω σου σκοτάδι.
Κοιτάζεις την οθόνη του κινητού σου.
Περασμένη τρείς.
Τα ξανά κλείνεις
και σκέφτεσαι.
Εικόνες ξεχειλίζουν στο μυαλό σου.
Εικόνες από τα παλιά.
Πρόσωπα που δε θυμάσαι.
Στιγμές που ξέχασες
με το πέρασμα του χρόνου.
Φωνές σε χαϊδεύουν γλυκά το μάγουλό
σου.
Έρχονται και ξαπλώνουν δίπλα σου.
Νιώθεις την ζεστασιά τους να σε
κυριεύει.
Μα εσύ ακόμα κρυώνεις.
Ανοίγεις τα μάτια σου
και έχει πια ξημερώσει.
Ακούς τα κελαηδίσματα να σε καλούν
να κοιτάξεις έξω από το παράθυρό σου.
Μια ακόμα μέρα για να σβήσεις από το
ημερολόγιο σου.
Το πρόσωπό σου το νιώθεις πια
γερασμένο.
Ετών είκοσι
Η ζωή απλώνεται μπροστά σου
σε διατάζει να την κάνεις ό,τι θέλεις.
Μα εσύ στρίβεις ένα ακόμα τσιγάρο.
Τραβάς τον καπνό σαν να ΄ναι
οξυγόνο.
Πρώτη αναπνοή.
Φυσάς μακριά το καπνό
και μαζί του όλες σου τις σκέψεις.
Ετών είκοσι
Τέσσερις τοίχοι η ασφάλεια σου.
Δεύτερη αναπνοή.
Μήνυμα στο κινητό.
‘’Τι κάνεις;’’
Τρίτη αναπνοή.
Ανοίγεις τα παραθυρόφυλλα
Να διώξεις το καπνό
Μακάρι να έδιωχνες έτσι εύκολα και
τη θλίψη.
Ετών είκοσι
και θλιμμένη.
Κλείνεις τα μάτια σου.
Μη δεις τον εαυτό σου να ψεύδεται.
Τραβάς καπνό.
Κοιτάζεις τα χέρια σου να κρατάνε το
τσιγάρο πιο σφιχτά από ότι κρατάς
τους ανθρώπους κοντά σου.
Μένεις καθισμένη για ώρες
στην ίδια θέση.
Πάει καιρός
Το τσιγάρο τελειώνει.
Ετών είκοσι
και κουρασμένη.
Μετράς τα αποτσίγαρα στο τασάκι.
Είναι αστείο, σκέφτεσαι,
είναι περισσότερα από τους
ανθρώπους σου.
Φτιάχνεις λίστες για το σούπερ μαρκετ
Ξανά και ξανά.
Τα ντουλάπια έχουν αδειάσει εδώ και
μέρες.
Είναι αστείο, σκέφτεσαι πάλι,
το ίδιο άδεια νιώθεις και εσύ.
Φτιάχνεις λίστες για ψώνια
κι ας ξέρεις ότι δε θα πας να τα
αγοράσεις.
Ξανά τραβάς καπνό.
Μα είναι ο τελευταίος.
Τηλέφωνο από τη μαμά σου.
‘’Τι κάνεις; ‘’
Κλείνεις τα αυτιά σου να μη σ‘ακούσεις να ψεύδεσαι.
Το τηλέφωνο κλείνει
και εσύ ανήμπορη να ακολουθήσεις
το βαλς του χρόνου,
βλέπεις τον εαυτό σου
να χάνει τα βήματα,
να παραπατάει.
Ετών είκοσι
Τα παρατάς.
Μια γουλιά καφέ
Να σε κρατήσεις λίγο ακόμα ξύπνια.
Στην ίδια θέση με πριν.
Με θέα τα άπλυτα πιάτα στον
νεροχύτη.
Αφουγκράζεσαι τους ήχους απέξω.
Χαμογελάς θλιμμένα.
Κρατιέσαι σφιχτά από ένα ακόμα
τσιγάρο
και λες θα προσπαθήσω.
Μα τα πόδια σου δεν υπακούν.
Η σιωπή στο μυαλό σου
κάνει αντίλαλο
Δεν μπορείς. Δεν μπορείς. Δεν μπορείς.
Κλείνεις τα αυτιά σου,
Δεν αντέχεις πια όλο αυτόν τον
θόρυβο.
Η νύχτα πλησιάζει
Το δωμάτιο ντύθηκε στα μαύρα
Και η σκιά σου αυτοπροσκαλείται να
κάτσει δίπλα σου
Σου μιλάει για τα τρελά ξενύχτια με τη
παρέα σου,
για τα μακροβούτια σου τον Ιούλιο
μήνα,
για τις φωνές του πατέρα σου που
ξόδεψες άστοχα τα λεφτά σου,
για δύσκολους καιρούς,
για δάκρυα στα μάτια,
για τρέμουλο στα χέρια,
για σιωπηλές κραυγές τα βράδια,
για σταγόνες αίματος στα χέρια.
Χαμογελάς θλιμμένα.
Γυρνάς το κεφάλι σου από την άλλη.
Ετών είκοσι
Και δεν θέλεις άλλο να ξέρεις.
Τραβάς τον καπνό σαν οξυγόνο.
Ακούς βήματα και έπειτα μια πόρτα να
κλείνει.
Το πιο πολύτιμο σου πετράδι
Το έχασες στο δρόμο,
την ακούς να σου φωνάζει,
Τρέχα να το ψάξεις.
Σε έχασες στο δρόμο,
σε ακούς να σου φωνάζεις.
Μα δε θυμάσαι
Δεν ξέρεις που, δε ξέρεις πότε.
Πέφτεις στα γόνατα
Σφιχταγκαλιάζεις το σώμα σου,
με όση δύναμη σου απέμεινε,
και παρακαλάς να τελειώσει.
Ακούς βήματα
και ύστερα δάκρυα να κυλάνε
σαν χείμαρρος σε παρασέρνουν και σε
πάνε.
Ανοίγεις τα μάτια σου
Και είσαι ακόμα στην ίδια θέση.
Κοιτάς τριγύρω σου
Το τσιγάρο στα ακροδάχτυλα σου
Γελάει μαζί σου.
Γελάς και εσύ.
Ετών είκοσι
Αρκετά για σήμερα.
Ξαπλώνεις και κοιμάσαι.
Δ.Σ.
44 notes
·
View notes