Tumgik
#βιβλία μη μυθοπλασίας
justforbooks · 14 days
Text
Tumblr media
Πενήντα οχτώ χρονών, φαλακρός, χωμένος σ’ ένα κορμί που θυμίζει αχλάδι, ονομάζεται Λόρενς Πάσμορ κι ακούει στο παρατσούκλι Τάμπι (βαρελάκι). Φαινομενικά τα πάει μια χαρά: υπογράφει το σενάριο της πιο δημοφιλούς σειράς του Ηνωμένου Βασιλείου. Τρεις δεκαετίες παντρεμένος, κάνει ακόμα έρωτα με τη γυναίκα του και φροντίζει να την απατά μόνο πλατωνικά. Τα παιδιά του προοδεύουν, η υγεία του είναι καλή, η γκαρνταρόμπα του μεγαλώνει, το αυτοκίνητό του πετάει. Είναι πλούσιος, είναι αγαπητός, τα 'χει όλα. Κι όμως νιώθει κατάθλιψη και άγχος. Ασφυκτιά. Υποβάλλεται σ’ ένα σωρό ανώφελες θεραπείες. Οι νευρώσεις του παραμένουν, παρά τη «γνωστική θεραπεία συμπεριφοράς», τη γιόγκα ή την αρωματοθεραπεία. Ο αναθεματισμένος πόνος στο γόνατό του δεν περνά ούτε με βελονισμό ούτε με φυσικοθεραπεία.
Ο Λόρενς Πάσμορ, πρότυπο ανικανοποίητου-επιτυχημένου στα τέλη του 20ού αιώνα, είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ντέιβιντ Λοτζ «Θεραπεία» (1995). Από τα δημοφιλέστερα βιβλία του Βρετανού συγγραφέα, η «Θεραπεία» βρισκόταν εδώ και χρόνια, μαζί με τα υπόλοιπα έργα του, εκτός αγοράς. Να τη όμως ξανά, με την ετικέτα του νέου εκδοτικού οίκου Κυψέλη, στη γνωστή αλλά φρεσκαρισμένη μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή.
Εδώ ο Λοτζ δεν σαρκάζει το πανεπιστημιακό κατεστημένο για την αυταρέσκεια και τη σοβαροφάνεια που το χαρακτηρίζουν, δεν εκλαϊκεύει καμιά λογοτεχνική θεωρία, δεν συγκρίνει τη βρετανική κοινωνία με την αμερικανική, ούτε διακωμωδεί συγκρούσεις τύπου «γιάπηδες εναντίον κουλτουριάρηδων». Αυτά τα είχε εξερευνήσει σε μυθιστορήματα όπως τα «Αλλάζοντας θέσεις» και «Μικρός που είναι ο κόσμος» ή στο «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» που είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Πόλις και Bell. Ωστόσο, μερικοί βασικοί θεματικοί του άξονες, όπως η πουριτανική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Αγγλίας ή τα κοινωνικά πρότυπα της σύγχρονης, οι συνήθειες της κατώτερης και της μεσαίας τάξης, το καθολικό δόγμα, το πέρασμα από τη σεξουαλική επανάσταση στο σεξ δίχως αναστολές, διαπερνούν και τις σελίδες της «Θεραπείας».
Ο σεναριογράφος ήρωας του Λοτζ είναι…τελειομανής: «Μπορεί η παραγωγή να είναι μπούρδα, η ηθοποιΐα να είναι μπούρδα, το σενάριο μπούρδα, αλλά προσπαθούν να το κάνουν τέλεια μπούρδα». Ο Λόρενς Πάσμορ είναι αυτοδημιούργητος, όχι ιδιαίτερα καλλιεργημένος, κι αναπληρώνει τα κενά της κουλτούρας του ανατρέχοντας στα λεξικά. Σχεδόν τυχαία πέφτει πάνω στον Κίρκεγκαρντ. Κι όταν διαβάζει –σε λεξικό πάντα– τους τίτλους των έργων του, βυθίζεται με μανία στην ανάγνωσή τους. Από τα λίγα που καταλαβαίνει, στο πρόσωπο του Δανού φιλοσόφου ανακαλύπτει μια αδελφή ψυχή. «Το πιο τρομερό που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο είναι να γίνει γελοίος στα ίδια του τα μάτια» γράφει ο Κίρκεγκαρντ. Ε, στον Λόρενς Πάσμορ συμβαίνει. Η τακτοποιημένη ζωή του θ’ αποδειχτεί εξαιρετικά εύθραυστη. Η γυναίκα του τον εγκαταλείπει και στη δουλειά του αρχίζει να δέχεται τρικλοποδιές. Αν μη τι άλλο, η κατάθλιψή του αποκτά επιτέλους κάποιους λόγους προφανείς!
Στο πρώτο μέρος της «Θεραπείας» ο τόνος που κυριαρχεί είναι ειρωνικός. Από τη στιγμή όπως που ο Πάσμορ κάνει συνειδητά το βήμα προς την αυτογνωσία, ο Λοτζ προσφέρει στον ήρωά του συμπόνια και κατανόηση. Εξαιρετικός ψυχογράφος, ο Ντέιβιντ Λοτζ διατηρεί το πικρόχολο χιούμορ του, όταν καταφεύγει στο συναίσθημα δεν παγιδεύεται από μελοδραματισμούς και προσφέρει σ’ όλους μια ελπίδα. Το υπαρξιακό άγχος, μοιάζει να λέει, θεραπεύεται. Το αν η ζωή μας θα εξακολουθήσει να έχει νόημα εξαρτάται κυρίως από μας. 
Επί χρόνια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και πεζογράφος με διεθνή ακτινοβολία, ο 89χρονος σήμερα Λοτζ δίδαξε θεωρίες και θεωρίες, εξερεύνησε όλα τα μονοπάτια της κριτικής –από τον Μπαρτ ως τον Ντεριντά κι από τον Σοσίρ ως τον Λακάν και τον Τοντόροφ–, αλλά ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει στη δύναμη της μυθοπλασίας. Τα μυθιστορήματά του τα έχουν όλα: χιούμορ, πλοκή, κοινωνικό προβληματισμό, ψυχογραφικές παρατηρήσεις και συναισθηματικές συγκρούσεις, ήρωες ζωντανούς κι αναγνωρίσιμους. Κι ο ίδιος, σύμφωνα με τον παλιό μαθητή του, Δημήτρη Τζιόβα, ανέκαθεν θεωρούσε ότι «το καλό μυθιστόρημα είναι σαν τη σεξουαλική πράξη· δεν υφίσταται χωρίς σύντροφο ή συμμέτοχο (τον αναγνώστη), ούτε χωρίς κλιμακώσεις, κορυφώσεις, ζηλοτυπίες και σκάνδαλα»! Μακάρι η επανέκδοση της «Θεραπείας» ν’ ανοίξει δρόμο και για τα υπόλοιπα εξαντλημένα έργα του.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
4 notes · View notes
justforbooks · 3 months
Text
Tumblr media
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με αρχές του 2000 το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε παθιαστεί με την ιδιόμορφα φεμινιστική γραφή της Ισπανίδας Κάρμεν Μαρτίν Γκαιτέ, καθιστώντας τα βιβλία της, τα οποία μεταφράζονταν με συνέπεια στα ελληνικά, ιδιαίτερα δημοφιλή. Προξενεί, ωστόσο, εντύπωση το ότι δεν είχε εκδοθεί το πλέον ανατρεπτικό έργο της, το οποίο απέσπασε θερμές κριτικές και ενθουσίασε ακόμα και το μη φανατικό κοινό της συγγραφέως, χαρίζοντάς της, μάλιστα, το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της χώρας της.
Επρόκειτο για το πολυσυζητημένο Πίσω Δωμάτιο, το οποίο, αν και μιλάει από πρώτο χέρι για όλα όσα συνέβησαν την πολύπαθη περίοδο του Φράνκο, δεν συνιστά ιστορικό μυθιστόρημα αλλά καθιερώνει ένα υβριδικό στυλ, το οποίο προσπάθησαν να μιμηθούν πολλοί Ισπανοί συγγραφείς στη συνέχεια, συνδέοντας τη μυθοπλασία με το σασπένς και την αλληγορία. Στο ιδιόμορφο, συγκλονιστικό αυτό αφήγημα η γνωστή συγγραφέας και μεταφράστρια που έκανε γνωστή στην Ισπανία τη Μαντάμ Μποβαρί, μεταφράζοντας τη με ακρίβεια, όχι μόνο ανακαλεί τις ημέρες της δικτατορίας και του Εμφυλίου αλλά και την προβληματική μεταπολίτευση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις γυναίκες.
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά στο ιδιαίτερα θερμό κείμενό της που συμπεριλήφθηκε σε μια σημαντική έκδοση της Cambridge University Press η αυστηρή κριτικός και συγγραφέας Ντέμπρα Καστίλο, το βιβλίο αυτό αναβαθμίζει ποιοτικά το ιδιόμορφο είδος που εκπροσωπεί, καθώς «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη λογοτεχνική παραγωγή», τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτού του αξιοθαύμαστου μυθιστορήματος είναι πως, παρότι αφορά τη μνήμη, δεν είναι απομνημόνευμα και, παρότι δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε προσωπικές λεπτομέρειες του βίου της συγγραφέως, δεν συνιστά αυτοβιογραφία.
Επίσης, το βιβλίο στρέφεται με επιτυχία στο ιστορικό παρελθόν, αλλά δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Αντιθέτως, εισέρχεται σε μια άλλη διάσταση που ξεπερνά τα όρια της μυθοπλασίας και συνδέεται άμεσα με τη βιογραφία και τον κόσμο του φανταστικού». Όλα αυτά συμβαίνουν με ένα βιβλίο που ξεκινά μια νύχτα με καταιγίδα, οπότε ένας μαυροντυμένος άνδρας επισκέπτεται τη διάσημη συγγραφέα Κάρμεν. Κανείς δεν ξέρει αν είναι ο διάβολος, ένας απλός άγνωστος ή μια τρομακτική εκδοχή της μούσας που έρχεται να τη συναντήσει με σκοπό να προκαλέσει την τρομερή της αφήγηση.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
1 note · View note
justforbooks · 4 years
Photo
Tumblr media
Ο κύριος «Τυχαίο; Δεν νομίζω» και το νέο του βιβλίο
Είναι ένας άνθρωπος έτοιμος να μιλήσει για τα πάντα. Για την ακρίβεια, μιλάει γρήγορα και ανάμεσα στα λόγια του κρύβει αστεία που δεν τα πιάνουν όλοι με την πρώτη. Σου καίει τον εγκέφαλο, με την καλή έννοια. Οι διαφημίσεις και τα σλόγκαν του συζητιούνται, τα λογοπαίγνιά του κάνουν το γύρο στα social, είναι ένας έξυπνος, ακαριαίος, πνευματώδης άνθρωπος που σου φτιάχνει τη μέρα. Από τη διαφήμιση μέχρι τα παιδικά βιβλία και τώρα, στο πρώτο του μυθιστόρημα, το «Αγριότρενο» (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη), ο Θοδωρής Τσεκούρας μοιάζει να έχει ανακαλύψει ένα πολύτιμο μυστικό και να το μοιράζεται μαζί μας.
Όταν συστήνεσαι σε κάποιον υπάρχει εκεί γύρω και ο τύπος του «Τυχαίο; Δεν νομίζω»; Πώς τον αντιμετωπίζεις εσύ αυτόν τον ήρωα που, ίσως, σε ακολουθεί ακόμα; Νομίζω ότι αυτός ο ήρωας είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος που ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου μόνο οι αριθμοί έχουν νόημα. Μακάριοι οι άνθρωποι που παθιάζονται με κάτι σε βαθμό να φτιάχνουν τη δική τους πραγματικότητα. Το πρόβλημα βέβαια, είναι όταν αυτοί οι άνθρωποι γίνονται η πλειοψηφία. Ο ήρωας αυτός, όπως όλοι οι σωστοί ήρωες της μυθοπλασίας είχε γεννηθεί στο μυαλό μου με πλήρες βιογραφικό. Κάποια στιγμή μάλιστα σκεφτόμασταν ότι θα είχε πλάκα να φτιάχναμε μια ταινία μεγάλου μήκους με αυτόν. Ποτέ δεν ξέρεις. Κάποια μέρα μπορεί να γίνει.
Ποια ήταν τα βήματα από την παιδική σου ηλικία μέχρι την ηλικία που έγραψες παιδικά βιβλία; Γεννήθηκα σε πολύ μικρή ηλικία στην Αθήνα το 1972. Τα πρώτα βιβλία που θυμάμαι στο σπίτι όταν ήμουν τριών ή τεσσάρων ήταν για κάποιο λόγο στα γαλλικά. Από μικρός λάτρευα τα βιβλία και τα κόμικς. Το πρώτο παιδικό παραμύθι, ένα έμμετρο ποίημα το έγραψα το καλοκαίρι του 2011. Ο πρώτος μου γιος ήταν ενός και θυμάμαι να γράφω το παραμύθι σε ένα καφέ στην Καρδαμύλη. Ακόμα δεν έχει εκδοθεί.
Πώς θα περιέγραφες το καθένα από τα παιδικά βιβλία που έχεις γράψει; «Τα μαλλιά του Όλιβερ»: Ένα αγόρι που έχει φύλλα αντί για μαλλιά προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα παιδιά της καινούργιας του γειτονιάς που αντιμετωπίζουν εχθρικά το ότι είναι διαφορετικός. «Η γιαγιά μας η καλή έχει ζώαααργκ». Μια γιαγιά έχει ζώα στο σπίτι της. Παντού. Σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε γωνία. Ζώα απλά, ζώα σπάνια, ζώα που έχουν εξαφανιστεί και ζώα μυθικά. «Το Απίθανο Βιβλίο Των Πιο Αστείων Υπερδυνάμεων»: Μικρές ιστορίες παιδιών με απρόσμενες πλην όμως άχρηστες υπερδυνάμεις. Αυτό που μας κάνει διαφορετικούς είναι αυτό που αποτελεί για τον καθένα την υπερδύναμή μας. Σύντομα θα κυκλοφορήσει και ένα νέο βιβλίο, συνέχεια του «Απίθανου Βιβλίου Των Πιο Αστείων Υπερδυνάμεων» που όμως αυτή τη φορά θα είναι μια περιπέτεια.
Σε έχουν εμπνεύσει σε κάποια πράγματα και ιδέες οι δύο σου γιοι, ο Αύγουστος και ο Ωκεανός; Κάποια παραδείγματα; Μαζί με τα παιδιά μου καταναλώνω πάρα πολύ πολιτισμό που απευθύνεται σε παιδιά. Και οφείλω να ομολογήσω ότι οι περισσότερες παιδικές σειρές και ταινίες είναι πολύ αστείες και πολύ έξυπνες. Αυτή η σκέψη ότι κάτι που είναι για παιδιά μπορεί να είναι αφελές ή αναμενόμενο είναι εντελώς λάθος. Στα παιδιά μας πρέπει να προσφέρουμε ό,τι καλύτερο. Ισχύει στο φαγητό. Γιατί όχι και στον πολιτισμό; Πέρα όμως από το ότι εμπνέομαι γιατί βλέπουμε μαζί παιδικά, με εμπνέουν και με αυτά που λένε. Στο σπίτι ακούγονται ατάκες όπως "Μπαμπά, θες να γράψουμε ένα τραγούδι για ένα βελοσιράπτορα που είναι ράπτης;" Αύγουστος. Ή “Ο νυχτοφύλακας είναι κάποιος που κοιτάει δεξιά, αριστερά και μετά πέφτει κάτω.” Ωκεανός.
Μίλησέ μου για αυτά τα δύο ονόματα των γιων σου. Είναι εντελώς παραμυθένια. Και η γυναίκα μου και εγώ δουλεύουμε ως κειμενογράφοι και μέρος της δουλειάς μας είναι να σκεφτόμαστε ονόματα. Για τα παιδιά μας είχαμε ένα πολύ ξεκάθαρο brief: Να είναι γνωστές λέξεις που να σου φτιάχνουν μια ωραία εικόνα στο μυαλό αλλά σπάνια ονόματα ώστε να ξεχωρίζουν. Έτσι, όποιος τα ακούσει δεν τα ξεχνάει. Πολλοί είναι της άποψης ότι τα παιδιά πρέπει να έχουν κοινά ονόματα για να μην τα κοροϊδεύουν οι συμμαθητές τους. Αυτοί που το λένε συνήθως αυτό δεν έχουν παιδιά ή δεν έχουν πάει σε σχολείο πρόσφατα. Τα ονόματα στα σχολεία έχουν αλλάξει. Πολλές φορές προστατεύουμε τα παιδιά μας από προβλήματα που ίσχυαν πριν 30 χρόνια. Επίσης, με ενοχλεί γιατί αυτή η κριτική αποδέχεται το bullying σαν φυσικό φαινόμενο. Σαν κάτι που υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κρυφτούμε, να πάρουμε ένα όνομα παραλλαγής ώστε να μην ξεχωρίσουμε. Γι αυτό τολμήσαμε να διαλέξουμε ονόματα που μας άρεσαν και αρέσουν και στα παιδιά.
Έχουμε όλοι καταλάβει πόσο βασικό είναι για σένα να κάνεις λογοπαίγνια και doodles, κυρίως τις εργάσιμες ώρες – αυτή την εντύπωση έχω. Ισχύει αυτό; Κάνω λογοπαίγνια ασταμάτητα. Είναι σαν γενετική ανωμαλία. Το ονομάζω “Η νόσος των διττών”. Αυτό θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας μου. Τώρα όμως το αποκάλυψα και θα το πάρει άλλος. Δεν πειράζει. Θα σκεφτώ κάτι άλλο.
Πώς σου προκύπτουν τα λογοπαίγνια; Παίρνεις μια λέξη στο μυαλό σου και την παιδεύεις ή είναι ξαφνικές αναλαμπές; Είναι ξαφνικές στιγμιαίες αναλαμπές που βγαίνουν από το στόμα μου σχεδόν ανεξέλεγκτα και συνήθως απολογούμαι στην ομήγυρη και συνεχίζω σα να μην τρέχει τίποτα. Τα καλύτερα, ή τουλάχιστον τα λιγότερο επίπονα για τα αυτιά του κόσμου τα καταγράφω στο twitter και το facebook.
Κάποια λογοπαίγνια που έχεις αγαπήσει; Διεθνές συνέδριο σατανιστών: Εωσφόρουμ. Θα ήθελα να κινηματογραφήσω το Βασίλη Λεβέντη με τηλεκατευθυνόμενο ελικοπτεράκι μόνο και μόνο για το λογοπαίγνιο: Ένωση και drone. Είχα ένα γαϊδουράκι και του μάθαινα αγγλικά. Όλα πήγαιναν καλά αλλά όταν του έμαθα πως λέγεται η μέρα, έφυγε.
Τα λογοπαίγνια και η εύρεση νέων λέξεων είναι μέρος της δουλειάς σου σαν διαφημιστής; Ναι, δυστυχώς. Ή ευτυχώς. Παρ’ όλα αυτά κρατιόμαστε γιατί η διαφήμιση έχει αλλάξει. Πλέον δεν ψάχνουμε να εντυπωσιάσουμε το κοινό αλλά να του πούμε μια αλήθεια. Η διαφήμιση μετακινείται από την κωμωδία της ατάκας σε observational comedy. Τα λογοπαίγνια τα κρατάμε για τις παρουσιάσεις, για να ψυχαγωγούμε τους πελάτες μας.
Έχουν χιούμορ οι πελάτες των διαφημιστικών εταιρειών; Εννοείται. Γιατί, δεν είναι άνθρωποι και αυτοί; Ειλικρινά, και έχω παρουσιάσει αμέτρητες φορές, ποτέ δεν έχω γνωρίσει πελάτη που δεν ήταν δεκτικός στο χιούμορ. Τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο. Από κει και πέρα δε σημαίνει ότι το χιούμορ είναι λύση για όλες τις περιπτώσεις. Το μόνο με το οποίο διαφωνώ είναι αυτή η κλασική φράση που ακούω ότι “Το αστείο ήταν πολύ καλό και έκλεψε την παράσταση από το brand.” Αυτό είναι σαν να θέτουμε σαν ταβάνι τη μετριότητα. Τα προϊόντα από μόνα τους δεν είναι αυτόφωτα, αντανακλούν τη λάμψη του μηνύματος που τα περιβάλλει. Αν το μήνυμα κάνει επιτυχία ανεβάζει και το προϊόν. Και ακόμα και αν μετά από καιρό θυμάσαι το αστείο αλλά όχι το προϊόν που το συνόδευε σίγουρα θυμάσαι ότι το προϊόν σε ψυχαγώγησε. Η καλή διαφήμιση χτίζει στον κόσμο μια καλή διάθεση προς το προϊόν. Το νιώθεις σαν ένα ευχάριστο και έξυπνο φίλο σου. Μπορεί να μη θυμάσαι ακριβώς ποια αστεία σου είπε την τελευταία φορά που τον είδες αλλά θυμάσαι ότι είχε χιούμορ και κοντά του ένιωθες όμορφα. Αυτό είναι επιτυχία.
Εδώ και χρόνια, ακόμα και πριν μπει η τηλεόραση στα σπίτια, οι διαφημίσεις έβγαζαν σλόγκαν. Θυμάμαι πρόχειρα το «Κωτσόβολος και στις τιμές καλόβολος» ή το «Είδες η ΔΕΗ;». Έχεις κάποια δικά σου ή άλλων που τα έχεις αγαπήσει; Το “Είδες η ΔΕΗ;” το θυμάμαι από τις αρχές του ’80. Προσπαθήσαμε σε ένα βαθμό να το μιμηθούμε με την καμπάνια “Φταίει ο ΟΤΕ” το 2008. Επίσης, η φράση “στη μάνα σου το’πες;” είναι μέσα στην καρδιά μου γιατί βγήκε αυθόρμητα. Είναι μια φράση που θα έλεγε ο πατέρας μου. Μια άλλη ατάκα από μια διαφήμιση πάλι του ΟΤΕ μου έχει μείνει και δεν ξέρω αν τη θυμάται ο κόσμος. Ο ήρωας είναι ένας γόης (τον οποίο έπαιζε ανεπανάληπτα σε ένα από τους πρώτους ρόλους του σε διαφήμιση ο Λευτέρης Ελευθερίου) που μπαίνει η γυναίκα του και τον πιάνει στο κρεβάτι με μια άλλη. Ανάμεσα σε μια σειρά από ατάκες, η γυναίκα του τον ρωτάει το κλασικό “Μα, με την καλύτερή μου φίλη;” και εκείνος απαντάει ευθαρσώς “Μην το λες αυτό. Έχεις και καλύτερες.” Αυτή η ατάκα μου άρεσε πάντα γιατί λέει τόσα πολλά για το χαρακτήρα. Είναι τόσο νάρκισσος που όχι μόνο δε νοιάζεται που έχει πληγώσει τη γυναίκα του αλλά έχει βαθμολογήσει και όλες της τις φίλες. Για αυτόν, η λέξη “καλύτερη” σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από το νόημα που δίνει η γυναίκα του. Είναι πάντα πολύ ωραία πρόκληση για ένα διαφημιστή αλλά και για ένα συγγραφέα να αξιολογεί τι σημαίνει η κάθε λέξη σε διαφορετικές περιστάσεις και διαφορετικά κοινά. Γιατί οι άνθρωποι από εποχή σε εποχή, από τη μια ηλικία στην άλλη αλλά και οι άνθρωποι από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα μιλάνε πολλές φορές διαφορετική γλώσσα. Φαντάσου πόσο διαφορετική αίσθηση προκαλεί η λέξη “λαός” σε έναν αριστερό και σε ένα δεξιό. Ή η λέξη αστυνομία. Με τούτα και με ‘κείνα άλλα με ρώτησες άλλα απάντησα.
Παρακολουθείς τις νέες λέξεις, την αργκό, τις διαλέκτους του internet; Με ποιόν τρόπο τις χρησιμοποιείς, αν ναι; Ναι, εννοείται. Ανήκω σε μια γενιά που μεγάλωσε πριν την εποχή του internet αλλά επειδή πάντα είχα μανία με τους υπολογιστές, κάθε στάδιο του διαδικτύου το υποδέχθηκα με ενθουσιασμό και το αγάπησα. Από την πρώτη προ web εποχή, τις BBS (είναι θηλυκό γιατί είναι “βάση”), μέχρι τα blogs, τα portals, τα forums, τα social media, τα clickbaits και τα memes. Είμαι πολίτης του internet και παρακολουθώ τα πάντα. Η αλήθεια είναι ότι παρακολουθώ περισσότερο πράγματα που συμβαίνο��ν στην Αμερική. Σε ένα βαθμό επειδή με πληγώνουν λιγότερο. Όμως τα trends τα παρακολουθούμε και τα χρησιμοποιούμε όποτε μπορούμε. Ό,τι παρακολουθείς, σε ό,τι και να εκτεθείς, ό,τι και να αποτελεί το χόμπι, τη μανία ή την κουλτούρα σου είναι πρώτη ύλη για ιδέες στη διαφήμιση. Σε ένα βαθμό πρέπει να πατάς στο zeitgeist και να τολμάς να το πας ένα βήμα πιο πέρα. Αν απλά το αναπαράγεις, δεν θα πει κανένας όχι. Απλά δεν θα πέφτεις να κοιμάσαι και τόσο περήφανος το βράδυ. Και νομίζω, για τους δημιουργικούς ανθρώπους το πώς πέφτεις να κοιμηθείς τα βράδια είναι σημαντικό. Πάντα φέρνω στο μυαλό μου τη συμβουλή του Νίκου Γκάτσου στο Μάνο Χατζιδάκι: “Να σκέφτεσαι αδιάκοπα και τέλος, να κοιμάσαι κουρασμένος.”
Και ξαφνικά, από τον χώρο της διαφήμισης και των παιδικών βιβλίων έρχεσαι με ένα νέο βιβλίο –πώς να το πούμε;- φανταστικό μυθιστόρημα; Το «Αγριότρενο». Πώς περιγράφεις αυτό το βιβλίο; Όσο το σκέφτομαι, τώρα που το ξαναδιαβάζω χωρίς την έγνοια να το συμπληρώσω ή να το διορθώσω, γιατί κακά τα ψέματα και ο συγγραφέας ένας αναγνώστης είναι, τώρα καταλαβαίνω ότι είναι ένα βιβλίο για το νόημα της ζωής. Ξέρω, ακούγεται βαρύ αλλά παρ’όλα αυτά είναι ένα πολύ ευχάριστο βιβλίο. Ένα βιβλίο που φιλοσοφεί και ψυχαγωγ��ί ταυτόχρονα. Είναι τόσο βαθύ, όσο ο αναγνώστης θέλει να το διαβάσει. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο συμβολισμούς, με διπλές και τριπλές αναγνώσεις. Γι αυτό και ξεκινά με τη φράση του Kurt Vonnegut από το Breakfast of champions που λέει “Symbols can be so beautiful, sometimes.” To Αγριότρενο έχει πολλά φανταστικά στοιχεία χωρίς να μιλάμε ωστόσο για λογοτεχνία του φανταστικού. Ο ήρωας βρίσκεται ξαφνικά σε ένα τόπο όπου τα πιο παράδοξα πράγματα δικαιολογούνται. Σε ένα βαθμό θυμίζει τους κόσμους που πλάθει στα βιβλία του ο Χαρούκι Μουρακάμι που ενώ μας παρουσιάζει μια καθημερινή ερωτική ιστορία, ξαφνικά, και χωρίς κανείς να εκπλήσσεται, μια γάτα αρχίζει να μιλάει.
Ξεκινάς την ιστορία από μία εντελώς ρεαλιστική Αθήνα, για να την οδηγήσεις –πού; Πώς θα περιέγραφες αυτό το μέρος που βρίσκεται ο ήρωάς σου; Ήθελα το βιβλίο να ξεκινάει ρεαλιστικά για να δείξει πόσο άβολα νιώθει ο ήρωας στην καθημερινότητά του. Περιγράφοντας ωμά τη ζωή σε μια διαφημιστική θέλω να δείξω έναν άνθρωπο παγιδευμένο σε μια κατάσταση που ενώ έχει τη στοιχειώδη εξυπνάδα να αναλύει, δεν έχει κανένα εφόδιο για να δραπετεύσει από αυτή. Αυτό δε σημαίνει ότι το βιβλίο είναι ένα “Κατηγορώ” για τη δουλειά του διαφημιστή. Απλά χρησιμοποίησα τις προσωπικές μου εμπειρίες για να φτιάξω έναν ήρωα όσο πιο ρεαλιστικά μπορούσα. Ο ήρωας του μυθιστορήματος δεν είμαι εγώ παρότι έχουμε κάποια κοινά στοιχεία. Η αλήθεια είναι ότι είμαι όλοι οι ήρωες του βιβλίου. Η Αθήνα του βιβλίου είναι η Αθήνα του 2007, με τις διαφημιστικές στην Κηφισίας. Με το ρέμα να διασχίζει το Μαρούσι σαν μια κρυφή ρυτίδα φύσης που μάθαμε να αγνοούμε. Οι διαφημιστικές μετακινήθηκαν αλλά τα ρέματα θα μείνουν εκεί για πάντα, έστω κρυμμένα. Θα μας θυμίζουν επώδυνα την ύπαρξή τους σε κάθε πλημμύρα. Μέσα από ένα τέτοιο ρέμα ο ήρωας βρίσκεται στο Υπερδάσος, ένα ατέλειωτο παρθένο δάσος όπου ζουν ελάχιστοι άνθρωποι. Ανάμεσά τους οι εναπομείναντες Αρχαίοι Έλληνες Θεοί, ο Μάντης Τειρεσίας, ένα ελάφι που μιλάει, η αρκούδα Καλλιστώ και ασφαλώς ένα τρένο που τρέχει ακυβέρνητο στο δάσος.
Πιστεύεις ότι υπάρχουν «πύλες» που συναντάμε στη ζωή μας και περνάμε σε μία άλλη κατάσταση ή φάση ή εμπειρία; Στη δική σου ζωή έχει συμβεί κάτι τέτοιο και που/πώς; Οι πύλες μου είναι οι φίλοι μου, οι άνθρωποι που μου αλλάζουν τη γνώμη και την οπτική. Οι πύλες μου είναι τα ταξίδια, τα βιβλία, τα Audiobooks, το Reddit και ο κινηματογράφος. Τα παιδιά μου επίσης που από τη μία με διδάσκουν τι είναι ο άνθρωπος και από την άλλη μου φέρνουν στη μνήμη τη δική μου παιδική ηλικία. Επίσης, μια σημαντική πύλη είναι η φαντασία μου την οποία παρότι φανατικός ορθολογιστής την αγαπώ, την καλλιεργώ, την αφήνω ελεύθερη και ζω από αυτή.
Ο ήρωάς σου έχει μερικές ενδιαφέρουσες συναντήσεις μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας, ας πούμε τη θεά Άρτεμη ή τον μάντη Τειρεσία. Πώς τα διάλεξες αυτά τα πρόσωπα; Τι συμβολίζουν; Στο Αγριότρενο, ο ήρωάς μας συναντά στο δάσος τη θεά Άρτεμη και κάνουν παθιασμένο έρωτα. Αυτό είναι ελαφρώς ενάντια στους αρχαίους ελληνικούς μύθους που την παρουσιάζουν φανατικά παρθένα. Ωστόσο, μετά από 2500 χρόνια οι άνθρωποι (και οι θεοί) αλλάζουν. Ο Τειρεσίας εμφανίζεται μαζί με την κόρη του και μετά από ένα σύντομο stand-up comedy που κάνει μπροστά στον ήρωά μας του παρουσιάζει μια προφητεία για το μέλλον της Γης που είναι λίγο ζοφερή. Είναι ένα από τα πιο κωμικά και ταυτόχρονα τραγικά σημεία του βιβλίου. Αυτό το πάντρεμα των αντιφάσεων είναι και το σταθερό μοτίβο του βιβλίου. Ο άθεος μοναχός, ο αγριάνθρωπος καθηγητής πανεπιστημίου, το ελεύθερο τρένο, ο τυφλός μάντης που βλέπει το μέλλον, το υποβρύχιο στην κορυφή του βουνού και πολλά άλλα.
Μοιάζει σαν να έχεις αναζητήσει όλες τις σπουδαίες αλήθειες της ζωής και να τις έχεις ζιπάρει μέσα σε 275 σελίδες του βιβλίου. Είναι ένας είδος ιντερνετικής επιρροής αυτό; Ή είναι η ικανότητα του editing; Αυτό το βιβλίο πήρε 13 χρόνια να γραφτεί. Έχω τόσο λίγο ελεύθερο χρόνο στη ζωή μου που δεν γνωρίζω αν θα μπορέσω να γράψω δεύτερο μυθιστόρημα. Ίσως γι αυτό προσπάθησα να βάλω μέσα όλες μου τις σκέψεις και όλους μου τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Ταυτόχρονα είχα την ανάγκη να φτιάξω ένα βιβλίο διασκεδαστικό, γραμμένο για πολλά κοινά. Κάποιοι αναγνώστες θα το ευχαριστηθούν σε πρώτο επίπεδο, κάποιοι άλλοι θα εμβαθύνουν. Και, ναι σε ένα βαθμό αυτό το βιβλίο έχει την κουλτούρα του internet μέσα του. Άλλωστε η ιδέα για το Aγριότρενο γεννήθηκε από μια φωτογραφία που είδα το 2005 σε ένα blog.
Τι ρόλο παίζει το «Αγριότρενο» στη ζωή σου; Είναι ένα σπουδαίο βήμα; Είναι μία άσκηση; Ήταν ένας στόχος; Μπορεί να μη μου φαίνεται αλλά δεν έχω στόχους στη ζωή μου. Δεν επιλέγω κορυφές. Μου αρέσουν οι ανηφόρες. Όσο μπορώ προχωράω. Οι στόχοι έχουν πολλά προβλήματα. Όταν τους φτάνεις, συχνά απογοητεύεσαι, όταν δεν τους φτάνεις νιώθεις αποτυχημένος. Εγώ έχω επιλέξει να ευχαριστιέμαι τη διαδρομή και να μη σταματάω να προσπαθώ. Αν κοιμάμαι το βράδυ κουρασμένος, τότε όλα πάνε καλά.
Κάνε μου κάστινγκ: Ποιος θα υποδυόταν σε μία ταινία τον ήρωα του βιβλίου; Και γιατί; Ο χαρακτήρας του ήρωα “Σακάκι” στο Αγριότρενο (δεν γνωρίζουμε το κανονικό όνομά του) είναι μια αντισυμβατική επιλογή κεντρικού ήρωα. Δεν είναι ενεργητικός. Δεν παίρνει αποφάσεις. Επίσης, αποφεύγει την αντιπαράθεση. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν ένας βαρετός ήρωας. Έχει όμως μια υπερδύναμη: Ό,τι συμβαίνει γύρω του, του προκαλεί μια εσωτερική διαμάχη. Τα πιο απλά πράγματα για εκείνον είναι δύσβατα βουνά. Η ειρωνεία είναι ότι βρισκόταν ήδη σε ένα δάσος, πολύ πριν χαθεί στο κανονικό δάσος. Ακόμα και όταν βρισκόταν στους Αμπελόκηπους ζούσε σε μια ζούγκλα ανεξερεύνητων ανθρώπινων συμπεριφορών. Γι αυτό θα χρειαζόταν να είναι κάποιος ηθοποιός που να αποδίδει αυτή την ασταμάτητη εσωτερική διαμάχη. Κάποιος σαν το Μάκη Παπαδημητρίου για παράδειγμα.
Τι διαβάζεις αυτές τις μέρες; Αυτές τις μέρες διαβάζω βιβλία για το πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα. Ξέρω. Τα έκανα λίγο ανάποδα τα πράγματα.
Τι κάνεις αυτό τον καιρό; Πώς είναι η παρούσα ψυχολογική σου κατάσταση; Είμαι πάντα χαρούμενος και ευδιάθετος. Όμως έχω σύστημα. Προσέχω τι βάζω μέσα στο μυαλό μου. Δεν βλέπω τηλεόραση και σίγουρα όχι ειδήσεις. Διαβάζω καταπληκτικά βιβλία και ακούω υπέροχη μουσική. Στο σπίτι, με τη γυναίκα μου απολαμβάνουμε το να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας και στο γραφείο δουλεύω με έξυπνους, δημιουργικούς και αστείους ανθρώπους. Όπως λέει και το τραγούδι του Gershwin “Who could ask for anything more?”
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
3 notes · View notes
justforbooks · 7 years
Photo
Tumblr media
Η ιστορία των βιβλιοθηκών είναι γεμάτη με αξιοσημείωτες ανακαλύψεις οι οποίες υπερβαίνουν τα ίδια τα βιβλία – οι βιβλιοθήκες περιέχουν τη σάρκα μας, την ψυχή μας και τους ίδιους μας τους εαυτούς
—του Stuart Kells*
Πρόσφατα είχα το προνόμιο να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο για να γράψω ένα βιβλίο σχετικά με τις βιβλιοθήκες. Η συγκυρία ήταν εξαιρετική: μετά από τον βραχύβιο τρόμο που προκάλεσαν τα ψηφιακά βιβλία, τα χάρτινα βιβλία είναι και πάλι στη μόδα και οι βιβλιοθήκες έχουν ξαναγίνει οι χώροι που επιθυμούν να επισκέπτονται οι βιβλιόφιλοι.
Το ταξίδι μου έμοιαζε με το προσκύνημα ενός βιβλιόφιλου του 18ου αιώνα. Κατά τη διάρκειά του, παρατήρησα δύο τάσεις που αλλάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τα παλιά βιβλία και τις παλιές βιβλιοθήκες.
Η πρώτη έχει να κάνει με μια εντονότερη εστίαση στην έρευνα προέλευσης. Από ποια χέρια έχουν περάσει αυτά τα βιβλία; Πώς χρησιμοποιούσαν τα βιβλία οι κάτοχοί τους, πώς σημείωναν στα περιθώρια, πώς τα προστάτευαν; Αυτή η τάση της βιβλιογραφίας συμβάλλει σε μια πιο ανθρώπινη σχέση με τα παλιά βιβλία.
Η άλλη τάση έχει να κάνει με την απομάκρυνση από τις παραδοσιακές ιδέες τις σχετικές με το κατά πόσον ένα βιβλίο είναι αξιόλογο ή όχι, και με την παραδοσιακή διάκριση λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας. Εξαιτίας αυτής της τάσης, δείγματα παραλογοτεχνίας –από εκείνα των οποίων τα εξώφυλλα κοσμούν, όπως το θέτει o Allen Lane των Penguin Books, «μπούστα και πισινοί»– έχουν διεισδύσει σε συλλογές σπάνιων βιβλίων. Οι φτηνές, χαρτόδετες εκδόσεις αστυνομικών και επιστημονικής φαντασίας χαίρουν σήμερα της εκτίμησης σεβαστών ιδρυμάτων όπως το Smithsonian, το Houghton και η Βρετανική Βιβλιοθήκη.
Οι παραδοσιακοί βιβλιογράφοι και βιβλιοθηκονόμοι πιθανότατα αισθάνονται ντροπή για την εισβολή της παραλογοτεχνίας, η οποία διεκδικεί χώρο στα ράφια, αλλά και μερίδιο στη λογοτεχνική επιρροή. Εντούτοις, η παραλογοτεχνία όχι μόνο δεν απομονώνεται και δεν περιθωριοποιείται βάσει των παλιών προτύπων λογιοσύνης και βιβλιοθηκονομίας, αλλά το περί αυτής ενδιαφέρον εξαπλώνεται. Οι κλάδοι της  παραδοσιακής βιβλιογραφίας και βιβλιοθηκονομίας αναμορφώνονται και μεταλλάσσονται  επί τη βάσει μιας παραλογοτεχνικής νοοτροπίας.
Με δυο λόγια, στα βασικά θέματα της παραλογοτεχνίας συγκαταλέγονται η λαγνεία, το σεξ, το έγκλημα, η προδοσία και η εξαχρείωση. Οι χαρακτήρες της παραλογοτεχνίας είναι άνθρωποι επικίνδυνοι, διπρόσωποι, σκάρτοι. Και όμως, το κέρδος από την όντως εντυπωσιοθηρική επανεξέταση τέτοιων βιβλίων και των παράφερνών τους είναι μια νέα ιστορία των παλιών βιβλίων· μια ιστορία ανθρώπινη, ακατάστατη, συναρπαστική και τρομακτική, διάσπαρτη με επιθυμίες, εγκληματικότητα, ηρωισμούς και παρακμή.
Η ιστορία των βιβλιοθηκών είναι πλούσια σε μεταφορικές αναφορές βιβλίων που ήταν αντικείμενα πόθου, φυλακισμένα, όπλα, ελιξίρια και πλάσματα της μυθοπλασίας. Είναι, όμως, επίσης πλούσια σε πραγματικά, μη μεταφορικά πλάσματα. Πολλά πράγματα είναι γνωστά για τα οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα των βιβλιοθηκών. Η πανίδα των βιβλιοθηκών –όπως οι βιβλιοσκώληκες, οι κοριοί και τα μικροβρώματα– είναι από καιρό αντικείμενο μελέτης. Παρ’ όλα αυτά, ένας ελάχιστα γνωστός υποτομέας έρευνας επικεντρώνεται στην ανθρώπινη βιολογία των βιβλιοθηκών.
Όταν η Σύλβια Πλαθ έκαψε από εκδίκηση τα προσωπικά έγγραφα του Τεντ Χιουζ, τα είχε πρώτα πασπαλίσει με δικές του νιφάδες πιτυρίδας και κομμένα νύχια. Όταν ο  αυστραλός βιβλιόφιλος και βιβλιοδέτης Ρίτσαρντ Γκρίφιν έπεσε με το αυτοκίνητό του πάνω σ’ ένα τραμ, λέγεται ότι έβαψε με το αίμα του πολλά από τα πλέον πολύτιμα βιβλία του (η φιλενάδα του Γκρίφιν προσπάθησε να πνίξει μερικά από τα υπόλοιπα στην μπανιέρα).
Σήμερα ψάχνουν σε βιβλία του 17ου αιώνα για το DNA του Σαίξπηρ – ή πιθανώς του Φράνσις Μπέικον ή του Χένρι Νέβιλ ή του Έντουαρντ ντε Βερ– για να λύσουν το αίνιγμα τού ποιος έγραψε τα σαιξπηρικά έργα. Τεστ DNA γίνονται επίσης σε βιβλιοθήκες για να ταυτοποιηθούν υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί στη βιβλιοπαραγωγή. (Λέγεται ότι υπάρχουν γαλλικά βιβλία δεμένα με το δέρμα – το αποκαλούμενο και «αριστοκρατικό δέρμα»–  εκτελεσμένων στη γκιλοτίνα.)
Οι άνθρωποι είναι παρόντες στα βιβλία τους και με άλλους τρόπους. Τα βιβλία διαμορφώνουν τους χαρακτήρες μας και μας καθορίζουν ως υποκείμενα: σκεφτείτε τον νεαρό Μαρκήσιο ντε Σαντ να διαβάζει την επικίνδυνα επιδραστική βιβλιοθήκη του ελευθεριάζοντος θείου του Αβά ντε Σαντ. Ή τον ουαλό ανθρακωρύχο να διαβάζει για πρώτη φορά ένα μπλε Pelican και να βιώνει την πολιτική του αφύπνιση.
Οι προσωπικότητες και οι καθημερινές συνήθειες των βιβλιογράφων του 19ου αιώνα, όπως ο Τόμας Φρόγκνολ Ντίμπντιν, ήταν αδιαχώριστες από την ένθερμη αγάπη για τα βιβλία. Πιο πρόσφατα, ο Τζον Τσαρλς Γκίλκι χρησιμοποίησε κλεμμένες επιταγές και αριθμούς υπεξαιρεμένων πιστωτικών καρτών για να αγοράσει βιβλία, έτσι ώστε να γίνει σωστός κύριος με βιβλιοθήκη κατάλληλη για κυρίους, όπως εκείνες που είχε δει σε ταινίες με τον Σέρλοκ Χολμς.
Τα βιβλία μπορούν να αιχμαλωτίσουν τις ψυχές μας – με την καλή έννοια. Σκεφτείτε  όλους εκείνους τους καλόγερους, τους ενθουσιασμένους με την ιερή αποστολή της εικονογράφησης χειρογράφων. Ή τον Τζακ Κέρουακ και τον Μαρκήσιο ντε Σαντ να καταγράφουν τα πάθη τους σε χειρόγραφα ρολά. Πώς να αισθάνθηκε άραγε ο Τόμας Κάρλαϊλ όταν το μοναδικό του χειρόγραφο της ιστορίας της γαλλικής επανάστασης καταστράφηκε κατά λάθος; Είπε στον Τέννυσον: «Ένιωσα σαν να κολυμπούσα χωρίς νερό».
Η ιστορία των βιβλιοθηκών είναι γεμάτη από αξιοσημείωτες ανακαλύψεις συχνά σκανδαλωδών βιβλίων – όπως το εξαιρετικά σπάνιο αντίτυπο του Sodom, or the Quintessence of Debauchery, το οποίο ανήκε στον Ρίτσαρντ Χέμπερ, ή την Απόκρυφη Ιστορία του Προκόπιου, η οποίο βρέθηκε στο Βατικανό, όπου αποκαλύπτεται η διεφθαρμένη ζωή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και της συζύγου του Θεοδώρας.
Στις ιδιωτικές βιβλιοθήκες, μοιραζόμαστε με τα βιβλία ιδιαιτέρως προσωπικές μας στιγμές. Η Τζάνετ Γουίντερσον έκρυβε στα εσώρουχά της βιβλία του Φρόυντ και του Ντ.Χ. Λόρενς για να τα διαβάζει στην τουαλέτα. Πολλοί βιβλιόφιλοι επιλέγουν να πεθάνουν με τα βιβλία τους. Πολλοί αιρετικοί έχουν πεθάνει, ακούσια, με τα βιβλία τους. Μετά τη λεηλασία της μεγάλης βιβλιοθήκης του Μαζαρίνου το 1652, ο βιβλιοθηκάριος και φύλακάς της Γκαμπριέλ Νοντέ έκλαιγε απεγνωσμένος, επειδή αγαπούσε τη βιβλιοθήκη «όπως ένας πατέρας αγαπάει το μοναχοπαίδι του».
Η καταστροφή βιβλίων αποτελεί βασικό λογοτεχνικό μοτίβο. Βιβλία καίγονται στον Δον Κιχώτη, στο Φαρενάιτ 451, στο Όνειρο του Σκιπίωνα, στην Άννα των Αγρών και σε όλα τα μυθιστορήματα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με ήρωα τον Πέπε Καρβάλιο. Παρά τις πολυάριθμες επαναλήψεις, η καύση βιβλίων εξακολουθεί να έχει μια έντονη συναισθηματική δύναμη.
Στον Ποιητή, ο συγγραφέας-βιβλιοθηκάριος Χόρχε Λουίς Μπόρχες έγραψε μια παραβολή για έναν άνθρωπο που περνάει όλη του τη ζωή ταξιδεύοντας ανά την υφήλιο. Από τα μέρη που επισκέπτεται, ο ταξιδιώτης συλλέγει ένα πλήθος εικόνων – ζώα, τοπία, μηχανές, αστέρια, συνταξιδιώτες. Τελικά, στα πρόθυρα του θανάτου του, συνειδητοποιεί ότι η συλλογή αυτή των εικόνων συνθέτει μία νέα εικόνα – το ίδιο του το πρόσωπο.
Μόνον αφού είχα τελειώσει την περιοδεία μου στις βιβλιοθήκες και το βιβλίο μου ήμουν σε θέση να δω την εικόνα που αναδυόταν από το πολτώδες συνονθύλευμα των βιβλιοϊστοριών. Η εικόνα αυτή δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια καινούρια κατανόηση της χρησιμότητας των βιβλιοθηκών – οι βιβλιοθήκες δεν έχουν να κάνουν με την τέχνη, την αρχιτεκτονική, την εκπαίδευση, την πολιτική, την αρχαιοδιφία, την ψηφιοποίηση ή την επιστήμη της πληροφορικής, όχι. Οι βιβλιοθήκες έχουν να κάνουν με τον ουμανισμό και την αυτοσυντήρηση.
Αυτή η νέα εικόνα συντίθεται από όλες τις βιβλιοθήκες που περιέχουν τη σάρκα μας, τους εαυτούς μας και τις ψυχές μας. Γιατί ταραζόμαστε τόσο όταν βλέπουμε βιβλία να καίγονται; Γιατί τα βιβλία είμαστε εμείς. 
* Ο Στιούαρτ Κελς είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The Library: A Catalogue of Wonders (Text Publishing) που κυκλοφόρησε στις 28/7/2017
Daily inspiration. Discover more photos at http://justforbooks.tumblr.com
2 notes · View notes