Tumgik
burned-dairy · 4 years
Text
Ελβίρα Σάστρε | Θέλω να κάνουμε μαζί όσα η ποίηση ακόμη δεν έχει γράψει
Αντικρίζοντάς σε, καθένας θα έλεγε ότι οι καταστροφολόγοι απέτυχαν: δεν ήταν το τέλος του κόσμου που πλησίαζε, ήσουν εσύ.
Σε βλέπω να έρχεσαι από τον διάδρομο σαν κάποιος που βαδίζει δυο εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος και νομίζει ότι κανένας δεν τον βλέπει. Μπαίνεις στο σπίτι μου —στη ζωή μου— με τα χαρτιά σου ανοιχτά και τον αφαλό να κοιτάζει τον ουρανό, με την αγκαλιά ανοιχτή λες και τούτη τη νύχτα μου προσφέρεις να πιώ ελεύθερα ποίηση από το στήθος σου, και τα χέρια σου είναι γεμάτα, τόσο που νιώθω ότι με αγγίζει ο κόσμος όλος κι όχι η πιο όμορφη κοπέλα της γειτονιάς.
Κάθεσαι και το πρώτο που κάνεις είναι να με προειδοποιήσεις: Δε φοράω εσώρουχα όμως τη σάρκα μου ντύνει μια πανοπλία. Σε κοιτάζω κι απαντώ: Μου αρέσει τόσο το σήμερα όσο με φοβίζει το αύριο.
Κι εγώ χαμογελώ και σου φιλώ την πλάτη και σου καλύπτω τα βλέφαρα και η ασπίδα σου καταλήγει εκεί όπου βρίσκονται και οι άμυνες: τσαλακωμένη στον κάλαθο των αχρήστων. Κι εσύ χαμογελάς κι ανακαλύπτεις το ανατρίχιασμα στην πλάτη μου και λες ότι ζωή δίχως θάρρος είναι δρόμος γυρισμού ατελείωτος, και η δειλία μου ξεγυμνώνεται κι αρχίζει να χορεύει με όλα της τα φανάρια στο κόκκινο.
Φιλώ ένα προς ένα όλα τα δευτερόλεπτα που σ’ έχω στο κρεβάτι για να πάρω τα ρολόγια με το μέρος μου. στον αποχαιρετισμό γυρίζουμε τον κόσμο μέχρι τη μέση ώστε ακόμη κι αν αργήσουμε να θέλουμε να επιστρέψουμε. έρχεσαι και φεύγεις σαν τον καθένα, όμως μέσα μου είσαι η μοναδική. σου αρέσει η ελευθερία μου κι εμένα μ’ αρέσει να νιώθω ελεύθερη στο πλευρό σου. μου αρέσει η αλήθεια σου και σε σένα αρέσει να επαληθεύεσαι στο πλευρό μου.
Έχεις το ομορφότερο δέρμα του κόσμου για να γαντζωθώ επάνω του μέχρι τον χειμώνα που έρχεται. έχεις μάτια που μιλούν καλύτερα απ’ τα χείλη σου και χείλη που με βλέπουν καλύτερα κι από τα μάτια σου. έχεις έναν ξεσηκωμό που φωτίζει τους τοίχους πριν από το φως του ήλιου. γέλιο ικανό να σώσει τη χώρα και το βλέμμα εκείνων που ξέρουν να ονειρεύονται με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Και ξαφνικά περνάει, χωρίς να το περιμένω έχει περάσει. Δεν έχεις φύγει κι όμως μου λείπεις, σε φίλησα μόλις και το σάλιο μου πολλαπλασιάζεται, θέλοντας κι άλλο, διασχίζεις την πόρτα κι εγώ γλείφω πάλι τα δάχτυλά μου για να σε φυλάξω, περπατώ στη Μαδρίτη και σε θέλω μαζί μου σε κάθε γωνία.
Αν η λέξη είναι πράξη τότε έλα να μου διηγηθείς τον έρωτα, γιατί θέλω να κάνουμε μαζί όσα η ποίηση ακόμη δεν έχει γράψει.
. (Μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου)
0 notes
burned-dairy · 4 years
Text
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας/κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,/έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,/ ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,/κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,/έστω και μία φορά;/Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή/για τους απεγνωσμένους;
Ντ. Χριστιανόπουλος, Ενός λεπτού σιγή
0 notes
burned-dairy · 4 years
Text
Κείμενο του Μπένγιαμιν που γράφτηκε το 1913. Τη μετάφραση έκανε ο Σπύρος Δ από το αγγλικό κείμενο που βρίσκεται εδώ. Το κείμενο στα αγγλικά έχει δημοσιευτεί επίσης στο: selecting writings 1913-1926 (Volume 1)
Στον αγώνα μας για υπευθυνότητα, μαχόμαστε ενάντια σε κάποιον που είναι μασκαρεμένος. Η μάσκα της ενηλικίωσης αποκλείται «εμπειρία». Είναι ανέκφραστη, αδιαπέραστη και πάντοτε ίδια. Ο ενήλικας έχει ήδη πάντοτε βιώσει τα πάντα: τη νιότη, τα ιδανικά, τις ελπίδες, τη γυναίκα. Όλα ήταν μια ψευδαίσθηση. Συχνά αισθανόμαστε φοβισμένοι ή πικραμένοι. Ίσως να έχει δίκιο. Ποια μπορεί να είναι η απάντησή μας; Ακόμη δεν έχουμε βιώσει τίποτα.
Αλλά ας επιχειρήσουμε να βγάλουμε τη μάσκα. Τι έχει βιώσει αυτός ο ενήλικας; Τι θέλει να μας αποδείξει; Πάνω από όλα, αυτό: ότι και αυτός επίσης, αρνήθηκε να πιστέψει τους γονείς του, αλλά η ζωή τον δίδαξε πως είχαν δίκιο. Λέγοντας αυτό, χαμογελάει με μια ανωτερότητα: αυτό το ίδιο θα συμβεί και σε μας. Επιπλέον υποτιμά τα χρόνια που θα ζήσουμε, ανάγοντάς τα σε μια εποχή φάρσας της γλυκιάς νιότης, της παιδικής έκστασης, πριν τη μακρά νηφαλιότητα της σοβαρής ζωής. Συνεπώς είναι καλοπροαίρετος, θέλει να διαφωτίσει. Γνωρίζουμε κι άλλους παιδαγωγούς, στων οποίων τη σκληρότητα δε θα υποκύπταμε στα σύντομα χρόνια της νιότης μας· σοβαρόι και βλοσυροί, θέλουν να μας σπρώξουν αμέσως στην αγγαρεία της ζωής. Η συμπεριφορά και των δύο θέλει να υποτιμίσει και να καταστρέψει τα χρόνια μας. Όλο και περισσότερο μας επιτίθενται με το συναίσθημα πως η νιότη μας δεν είναι παρά μια σύντομη νύχτα (γεμίστε τη με έκσταση!)· θα την ακολουθήσει η μεγάλη «εμπειρία», τα χρόνια του συμβιβασμού, η υποβάθμιση των ιδεών, και η έλλειψη ενέργειας. Αυτή είναι η ζωή. Αυτό μας λένε οι ενήλικες, και αυτό είναι που έχουν βιώσει.
Ναι, αυτή είναι η εμπειρία τους, αυτό το ένα πράγμα, ποτέ τίποτα διαφορετικό: η ανουσιότητα της ζωής. Η σκληρότητά της. Μας προέτρεψαν ποτέ σε κάτι σπουδαίο ή καινούριο ή προοδευτικό; Ω, όχι, ακριβώς επειδή αυτά είναι πράγματα που δε μπορούν να γίνουν εμπειρία. Όλο το νόημα – η αλήθεια, το καλό, το όμορφο – βρίσκεται μέσα στον εαυτό του. Τότε, τι εκφράζει η εμπειρία; Και εδώ βρίσκεται το μυστικό: επειδή ποτέ δε σηκώνει το βλέμμα του προς το σπουδαίο και το ουσιώδες, ο Φιλισταίος δέχεται την εμπειρία ως ευαγγέλιο. Συνιστά γι’αυτόν ένα μύνημα σχετικά με τη συνήθεια της ζωής. Αλλά ποτέ δεν έχει αντιληφθεί ότι υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από την εμπειρία, ότι υπάρχουν αξίες – οι οποίες δεν μπορούν να βιωθούν – τις οποίες υπηρετούμε.
Γιατί για τον Φιλισταίο η ζωή δεν έχει νόημα ή παρηγοριά; Επειδή γνωρίζει μόνο την εμπειρία και τίποτα άλλο. Επειδή ο ίδιος είναι δυστυχής και χωρίς πνεύμα. Και επειδή δεν έχει μια εσωτερική σχέση με με τίποτα άλλο πέρα από το σύνηθες, και το πάντα-ήδη-ξεπερασμένο.
Εμείς, ωστόσο, γνωρίζουμε κάτι διαφορετικό, το οποίο δε μπορεί ούτε να μας το προσφέρει, ούτε να μας το στερήσει η εμπειρία: ότι υπάρχει αλήθεια, ακόμη και αν όλες οι προηγούμενες σκέψεις ήταν λάθος. Ή αλλιώς: ότι η πίστη πρέπει να διατηρηθεί, ακόμη και εάν δεν το έχει κάνει κανείς αυτό έως τώρα. Κάτι τέτοιο δε μπορεί να μας στερηθεί από την εμπειρία. Αν και –οι γηραιότεροί μας, με τις κουρασμένες τους κινήσεις και την ανώτερη απελπισία, είναι σωστοί για ένα πράγμα – αυτό συγκεκριμένα είναι πως ότι θα βιώσουμε θα είναι θλιβερό και πως μόνο σε αυτό που δε μπορεί να βιωθεί, μπορεί να βρεθεί το κουράγιο, η ελπίδα και το νόημα; Τότε το πνεύμα θα ήταν ελέυθερο. Αλλά ξανά και ξανά η ζωή θα το έσερνε κάτω, επειδή η ζωή, το σύνολο των εμπειριών, θα ήταν απαρηγόρητη.
Ωστόσο, εμείς πλέον δεν καταλαβαίνουμε τέτοιου είδους ερωτήσεις. Ηγούμαστε ακόμα της ζωής εκείνων που δεν είναι οικείοι με το πνεύμα; Των οποίων το νοθρό εγώ σφυροκοπάται από τη ζωή, όπως τα βράχια από τα κύματα; Όχι. Καθεμία από τις εμπειρίες μας έχει το περιεχόμενό της. Εμείς οι ίδιοι τις επενδύουμε με περιεχόμενο μέσω του πνεύματός μας – αυτός που δε σκέφτεται, ικανοποιείται με το λάθος. «Δε θα βρεις ποτέ την αλήθεια!» κραυγάζει στον ερευνητή. «Αυτή είναι η εμπειρία μου». Ωστόσο, για τον ερευνητή τo λάθος συνιστά μόνο βοήθεια για την αλήθεια (Spinoza). Μόνο για τον άμυαλο η εμπειρία στερείται νοήματος και πνεύματος. Για αυτόν που μοχθεί, η εμπειρία μπορεί να είναι επίπονη, αλλά σχεδόν ποτέ δε θα τον οδηγήσει στην απελπισία.
Σε καμία περίπτωση, δε θα τα παρατήσει ανόητα και δε θα επιτρέψει στον εαυτό του να αναισθητοποιηθεί από το ρυθμό του Φιλισταίου. Γιατί ο Φιλισταίος, όπως θα έχετε προσέξει, χαίρεται μόνο με κάθε καινούρια έλλειψη νοήματος. Παραμένει στο σωστό. Καθησυχάζει τον εαυτό του: το πνεύμα δεν υπάρχει στ’αλήθεια. Ακόμα κανείς δεν απαιτεί δριμύτερη υποταγή ή σπουδαιότερο «δέος» μπροστά στο «πνεύμα». Διότι εάν γινόταν κριτικός, τότε θα έπρεπε επίσης να δημιουργήσει. Αυτό δε μπορεί να το κάνει. Ακόμη και η εμπειρία του πνεύματος, την οποία υφίσταται παρά τη θέλησή του, γίνεται γι’αυτόν μη πνευματική.
Πες του
Πως όταν θα γίνει άντρας
Θα λατρέψει τα όνειρα της νιότης του1
Τίποτα δε μισεί περισσότερο ο Φιλισταίος από «τα όνειρα της νιότης». Και τον περισσότερο καιρό, οι συναισθηματισμοί λειτουργούν ως προστατευτικό κάλυμα του μίσους του. Γιατί αυτό που του εμφανίστηκε στα όνειρά του ήταν η φωνή του πνεύματος, που για μια φορά τον φωνάζει, όπως κάνει πάντα. Είναι λόγω αυτού το ότι η νιότη πάντοτε τον θυμίζει, αιώνια και δυσοίωνα. Γι΄αυτό το λόγο είναι ανταγωνιστικός απέναντι στη νεότητα. Λέει στους νέους για αυτή την άσχ��μη, ακατανίκητη εμπειρία και τους διδάσκει να γελούν με τον εαυτό τους. Ειδικά αφού «το να βιώνεις» χωρίς πνεύμα είναι άνετο, εάν δε λυτρώνει.
Και πάλι: γνωρίζουμε μια διαφορετική εμπειρία. Μπορεί να είναι εχθρική προς το πνεύμα και καταστροφική προς πολλά ανθισμένα όνειρα. Όπως και να ‘χει είναι η πιο όμορφη, η πιο ανέγγιχτη, η πιο άμεση επειδή ποτέ δε μπορεί να στερείται πνεύματος όσο παραμένουμε νέοι. Όπως λέει ο Ζαρατούστρα, το άτομο μπορεί να έχει εμπειρία του εαυτού του μόνο στο τέλος της περιπλάνησής του. Ο Φιλισταίος έχει τη δική του «εμπειρία»· είναι η αέναη έλλειψη πνεύματος. Ο νέος θα βιώσει το πνεύμα, και όσο πιο ξεκούραστα φτάσει στη σπουδαιότητα, τόσο περισσότερο θα συναντά το πνεύμα παντού στις περιπλανήσεις του και σε κάθε άτομο. Όταν θα γίνει άντρας, η νιότη θα είναι ευγενική. Ο Φιλισταίος είναι στενόμυαλος.
Γράφτηκε το 1913, και δημοσιεύτηκε με ψευδόνυμο στο Der Anfang, 1913-1914.
1 Friedrich Schiller, Don Carlos, IV, 21, στίχοι 4287-4289.
0 notes
burned-dairy · 4 years
Text
Τους δόθηκε η επιλογή να γίνουν βασιλιάδες ή αγγελιοφόροι του βασιλιά. Όπως συμβαίνει με τα παιδιά, ήθελαν όλοι να γίνουν αγγελιοφόροι. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν μόνο αγγελιοφόροι, εφορμούν στον κόσμο και, μια που δεν υπάρχουν βασιλιάδες, φωνάζουν τα χωρίς νόημα πια μηνύματά τους ο ένας στον άλλο. Ευχαρίστως θα τερμάτιζαν την οικτρή ζωή τους, αλλά δεν τολμούν να το κάνουν λόγω του όρκου πίστεως που έχουν δώσει.
0 notes
burned-dairy · 4 years
Text
Ο Guattari διακρίνει 3 οικολογιές:
1) της “μεγακλίμακας” του “φυσικού” περιβάλλοντος (περιβαλλοντική οικολογία),
2) της “μεσοκλίμακας” του πολιτισμικού περιβάλλοντος και των κοινωνικών σχέσεων (κοινωνική ή πολιτισμική οικολογία) και
3) της “μικροκλίμακας” της ανθρώπινης υποκειμενικότητας (νοητική οικολογία).
Εν συνεχεία, εξαίρει τη φιλοσοφική όσο και πολιτική σημασία της σύνθεσης των τριών αυτών οικολογικών πτυχών και αποφαίνεται υπέρ της αναγκαιότητάς της. Αυτή η “τριαδική” και “διακλιμακική”  (συν)θεώρηση της οικολογίας συνοψίζεται σε μια κεντρική έννοια «οικοσοφίας».
0 notes
burned-dairy · 4 years
Text
Η καύλα είναι αγνή, καθολική και αναμάρτητος. Αγνή γιατί πηγάζει κατευθείαν από την ψυχή χωρίς να μπορούν να την τιθασεύσουν τα ανεριστικά φίλτρα του μυαλού. Καθολική γιατί την νιώθει κάθε ον σε αυτή τη γη. Αναμάρτητος γιατί δε λαθεύει ποτέ, δεν αμφισβητείται και δεν παρεξηγείται: την καύλα πολλοί την περνούν για έρωτα, τον έρωτα δεν τον περνά για καύλα κανείς.
Η καύλα είναι πανταχού παρούσα: στροβιλίζει το μυαλό σου και χορεύει με τα σώψυχά σου.
Σε κάνει να περπατάς, να ονειρεύεσαι, να σκέφτεσαι και να δρας.
Η καύλα σε ωθεί να ζεις.
Η καύλα δεν είναι μόνο σεξουαλική· είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής. Η καύλα είναι ενθουσιασμός, μεράκι και δίψα για ζωή. Η καύλα είναι όρεξη, ελευθερία κι ευχαρίστηση.
Η καύλα είναι δύναμη.
Η καύλα είναι παρεξηγημένη. Έχει κατηγορηθεί ως φτηνή, ζωώδης και στιγμιαία. Της φόρεσαν ψεύτικες φορεσιές ρομαντικών ιδεών, την έκαψαν στην πυρά, προσπάθησαν να την τιθασεύσουν με μαστίγια, μετάνοιες και ηθικοκοινωνικούς φραγμούς.
Η καύλα, όμως, δεν είναι εξιδανικευμένη. Βρίσκεται στο εδώ και στο τώρα, χωρίς να αναλώνεται σε υποθέσεις, αναλύσεις και εμμονές. Η καύλα δε γουστάρει να κοιτάει πράγματα κι ανθρώπους με το τηλεσκόπιο, απεχθάνεται τα αδειανά πουκάμισα και τα τινάγματα των πεταλούδων.
Η καύλα δεν είναι φτηνή, γιατί είναι ειλικρινής, ωμή και ατόφια: σιχαίνεται τα ψέματα, το φόβο, τα πρέπει και τις κάθε είδους συμβάσεις.
Δε γουστάρει βολέματα, πειθαρχίες και ωχαδερφισμούς. Κάνει πέρα τους δειλούς, τους άτολμους, τους βολεμένους και τους βουτυρομπεμπέδες.
Η καύλα δεν είναι στιγμιαία: η καύλα είναι αθάνατη. Πηγάζει απ’ τη ζωή και χορεύει με το θάνατο. Όσο η γη γυρίζει, θα υπάρχει καύλα, γιατί η γη γυρίζει από καύλα. Η καύλα δεν είναι η πεταλούδα που θα καεί απ’ τη φωτιά· η καύλα ανάβει τη φωτιά. Η καύλα δεν πεθαίνει· χάνεται μόνο όταν πάψει να υπάρχει θέληση.
Η καύλα δεν είναι μία έννοια πολυσύνθετη: απλώς υπάρχει.
Βρίσκεται στα χαμόγελα των ανθρώπων και πίσω από κάθε λαμπρή ιδέα.
Βρίσκεται στα κορμιά των εραστών και στις εμπνεύσεις των συγγραφέων.
Βρίσκεται στις λέξεις των ποιητών, στις μελωδίες των μουσικών και στο γέλιο των παιδιών.
Βρίσκεται στα πινέλα των ζωγράφων, στα «εύρηκα» των εφευρετών και στα χέρια των χτιστών.
Βρίσκεται στις ιαχές των πολεμιστών και στο διαλογισμό των μυστών.
Βρίσκεται στα πέταλα των λουλουδιών και στο βόμβο των μελισσών, στις στάλες της βροχής, στον κεραυνό, τη βροντή, την ελπίδα και την απελπισία.
Είσαι εδώ λόγω της καύλας και λόγω της καύλας ζεις, υπάρχεις κι αναπνέεις.Κι αφού γεννήθηκες λόγω της καύλας, ζήσε και πέθανε με καύλα.
Περπάτησε με καύλα και όλος ο κόσμος θα γίνει δικός σου.
Χαμογέλασε με καύλα και δε μαλώσεις ποτέ.
Δούλεψε με καύλα και δε θα κουραστείς.
Γέλα με καύλα και θ’ αργήσεις να κλάψεις ξανά.
Κλάψε με καύλα και θα γελάσεις ξανά σύντομα.
Γάμα με καύλα και νιώσε.
Νιώσε με καύλα και ζήσε.
Ζήσε με καύλα και πέθανε ευτυχισμένος.
Τάδε έφη Έρις και αυτός είναι ο νόμος (ή και όχι).
1 note · View note
burned-dairy · 4 years
Link
0 notes
burned-dairy · 4 years
Link
0 notes
burned-dairy · 4 years
Quote
* Με μαύρα παλτά και με ψηλά τακούνια πού πάνε θεέ μου αυτές οι γυναίκες μέσα στη νύχτα Δεν ξέρουνε σ’ αυτές τις μάντρες κρύβονται μηχανουργεία ηλεχτρολόγοι και οξυγονοκολλητές Και πιο μέσα η νύχτα πλέκεται με χτύπους στη μέρα; * Μόνο εγώ και η Λόλα ξέρουμε πως έτρεξες να φτάσεις το δημόσιο δρόμο Βρήκαν, λέει, το φουστάνι σου σκισμένο, μόνο το ’να σκουλαρίκι στο λαιμό σου, τα τακούνια σου μες στα χωράφια. Κάποιο κάθαρμα, κάποιο πεσμένο σχήμα ανδρός σε ρήμαξε κι έτσι που ακουμπάς σα να γέρνεις στη φωτογραφία αυτή περασμένη σήμερα Τρίτη στις εφημερίδες Είσαι πεθαμένη. * Πήγα σήμερα στους βράχους Για να σκοτωθώ πήγαινα Κι είδα μακριά βαπόρια Τη θάλασσα κάτω μαυρισμένη είδα Πουλιά να πετάνε πάνω μου με φωνές Εργοστάσια πίσω μου να κόβουνε σε βάρδιες τη μέρα Είδα τους ναύτες με βία να τραβάνε τα σκοινιά Ν’ αλλάζουνε γραμμή στη πορεία Κι έμεινα έτσι ώρα πολλή Γύρισα πίσω Μαράθηκα.
Γιώργος Χρονάς, "Τα μαύρα τακούνια"
0 notes
burned-dairy · 4 years
Text
Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου*
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη—
της χαραυγής μικρά εστιατόρια*
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Η Αττική τη νέαν ημέρα υφαίνε στα μάτια
πονούσαν μέσ' στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ' ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα*.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού* στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή*...
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή*.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θάμπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.
Η κόλαση λοιπόν είν' η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων*
ψηλά στο ξημέρωμα.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.
Νίκος Καρούζος
0 notes
burned-dairy · 4 years
Link
0 notes