Tumgik
alexat11 · 4 years
Text
Πάσχα στο δρόμο με τη καλύτερη παρέα
Αναρωτιέμαι γιατί ο Άνθρωπος, ο Έλληνας Άνθρωπος τουλάχιστον, μεγαλώνοντας θέλει να βγάζει ρίζες. Οι ρίζες δίνουν ασφάλεια, αλλά τρέφονται με κίνηση κι έτσι εσύ μένεις χωρίς αυτήν. Αλλά τι να τα κάνεις τα μάτια, αν βλέπεις όλο τα ίδια? Το Πάσχα είναι η μόνη περίπτωση που ο Άνθρωπος Δέντρο, μεταμορφώνεται σε Άνθρωπο Χελώνα. Παίρνει όλο του το σπίτι και πάει στο χωριό. Στις αρχέγονες Ρίζες, ίσως για να βοσκήσει λίγο παιδικότητα και να χορτάσει από ανεκπλήρωτα όνειρα, μέσα στην Ασφάλεια που του τα στέρησε, ώστε να έχει την ψευδαίσθηση πως τα κυνηγάει ακόμα... Τσοτόκουα φέτος λοιπόν, δανεισμένος όρος, πολύ λυρικός και εύστοχος όμως... Μεγάλο Σάββατο πρωί, η γριά έτοιμη από χτες το βράδυ.
Το βράδυ του Επιτάφιου, που αρκετοί νομίζουν ότι είναι το βίωμα της απώλειας και άλλοι ευκαιρία να βάλουν τα καλά τους και να πάνε να τα δείξουν στα τσιπουράδικα. Γελασμένοι. Ο Επιτάφιος σηματοδοτεί τον οριστικό αποχαιρετισμό στόχων και ονείρων που μόλις ολοκληρώθηκαν. Και όπως στη μπουγάτσα η στιγμή που βγαίνει από το φούρνο είναι η πρώτη στιγμή της τελειότητας αλλά και της αρχής της φθοράς της, έτσι και τα ολοκληρωμένα όνειρα, αφήνουν ένα κένο. Και τώρα τι...? Θα το ανακαλύψω ελπίζω τις επόμενες μέρες, μαζί με το γιό μου πρώτη φορά. Σε δρόμους χωρίς διόδια, αλλά με εικόνες και μυρωδιές.
Tumblr media Tumblr media Tumblr media
Ξημερώνει στην Ελευσίνα, ο δρόμος για τη Θήβα μοναχικός, τα παράσιτα στο ράδιο λένε πως μπαίνεις σε άλλη εμβέλεια, σε άλλη διάθεση. Ο μικρός πίσω είναι ασφαλής είναι με το μπαμπά του, το αρχέτυπο της ασφάλειας, ο οποίος όμως τρέμει γιατί ξέρει.... Ξέρει το ταξίδι αυτό. Το έχει ξεκινήσει 30 χρόνια, ακόμα δε το έχει πληρώσει, μόνο εισπράττει ευχαρίστηση από τη Μοτοσυκλέτα, αυτή τη σειρήνα που για να την απολαύσεις δε φτάνει να δεθείς στο κατάρτι. Δε φτάνει να είσαι έτοιμος και πονηρεμένος, μπορεί και να σε κατασπαράξει ακόμα, οποιαδήποτε στιγμή, κοντά ή μακριά, απλά και μόνο επειδή δεν είσαι τυχερός. Μα αν τρέμω, δε θα κάνω τίποτα άλλο και γι αυτό πρέπει να επικεντρωθώ αλλού. Τσεκάρω την άσφαλτο (και πάλι), αλλάζω θέση στην επόμενη δεξιά στροφή, χωρίς λόγο, μικρή είναι, αλλά προσπαθώ να τα κάνω όλα by the book, εστιάζω το βλέμμα στα επόμενα 10 δευτερόλεπτα και αφήνω την εμπειρία να πάρει το χώρο του φόβου. Μάθημα πρώτο γιέ μου. Να μη φοβάσαι να φοβάσαι. Και να μη τσιγκουνεύεσαι να σέβεσαι. Περνάμε Πλαταιές, "ξέρεις τι έγινε εδώ? Διώξαμε τους Πέρσες". Το βιβλίο της Ιστορίας αρχίζει και παίρνει εικόνες. "Ξέρεις γιατί κρυώνεις εδώ?" φωνάζω. Έχουμε ξεπαγιάσει κάτω από το χιονισμένο Παρνασσό και είναι η σειρά του βιβλίου της Γεωγραφίας να έρθει στην επιφάνεια. Το πήρε ο άνεμος γρήγορα, όχι κι εμάς ευτυχώς, αφού η γριούλα είναι στιβαρή και γεματούλα. Τα χέρια χαλαρά και τα πόδια γυμνασμένα. Φτάσαμε Λαμία. Τρέμουμε. Μου έχει ξανατύχει και ξέρω ότι σε λίγο θα περάσει, ο Αχιλλέας όμως, άπειρος πέφτει στο πεζοδρόμιο καθώς κατεβαίνει από τη μηχανή και ανακαλύπτει ότι τα πόδια ήταν ανέτοιμα και παγωμένα. Γελάμε. Ζεστή σοκολάτα μας περιμένει αλλά και το άνοιγμα του χάρτη. Τελικός προορισμός Καρδίτσα, αλλά πως? Θα δούμε. Εν τω μεταξύ "Κόλλα μία στη Λαμία".
 Στροφές Δομοκού τελικά. Ανεβαίνουμε και στρίβουμε, κατεβαίνουμε και στρίβουμε, η γριά κολλάει κάτω, δε τη ζορίζω πολύ και με συγχωρεί όλες τις φορές που κάνω λάθος. Καλή συμφωνία. Εγώ θα προσέχω εσένα και εσύ θα μαζεύεις τα λάθη μου. Αποδείχτηκε τίμια η γριά όπως κι εγώ εξ' άλλου.
Το πρωί γίνεται η Πρώτη Ανάσταση. Γιατί? Για να αρχίσουμε να κλέβουμε δειλά δειλά τα πρώτα μη νηστίσιμα? Ίσως. Αλλά πάλι, ας μη ξεχνάμε πως άφησε τον Άνθρωπο ο Επιτάφιος. Ξεκρέμαστο. Η προηγούμενη του κορυφή, είναι πια κατεκτημένη πεδιάδα. Και τώρα? Που θα πάει το βλέμμα? Εκεί που κοιτάς, εκεί θα πας και στη στροφή και στη Ζωή. Χρειάζεται να ξεπεράσεις το κενό και να εστιάσεις. Η πρώτη σκέψη μετά το κενό είναι η Πρώτη Ανάσταση. Δεν είναι οριστική, αλλά είναι η Αρχή της Διαδικασίας. Φτάνουμε Σοφάδες. Μεγαλοχώρι, πλατεία γεμάτη κόσμο, λαϊκή, τσιγγάνοι. Δε μας αρέσει, φεύγουμε γρήγορα. Χωνόμαστε σε πιο μικρό δρόμο. Καλλιφώνι, Ρούσσο, Καρδίτσα. Πρέπει να βρούμε που θα κοιμηθούμε και που θα κάνουμε Ανάσταση.
Το Ρούσσο είναι το τελευταίο χωριό πριν τη πόλη. Πάμε να βρούμε την εκκλησία του, αν είναι καλή, εδώ θα έρθουμε να τον Αναστήσουμε. Στο κοινοτικό κατάστημα πιάσαμε κουβέντα με 2 ντόπιους. Παράπονο που φύγαν όλοι στην Αθήνα.
Στη Καρδίτσα μπαίνουμε ξένοι. Βρίσκω συνδικυκλιστή με πολλά αυτοκόλλητα από προορισμούς στη μηχανή του. Ρωτάω που να μείνουμε χωρίς να μας πιάσουν το πωπό. Μας παίρνει από το χέρι και χωρίς πολύ σκέψη μας πάει ακριβώς σε αυτό που θέλουμε. Στο φτηνότερο διαθέσιμο και καθαρό δωμάτιο. Όχι πριν μας καλέσει σε μια χωμάτινη βόλτα στα Αγραφα που διοργανώνει η τοπική λέσχη στην οποία είναι πρόεδρος. Όλοι οι μοτοσυκλετιστές ίδιοι είμαστε. Ακούμε βόλτα με τη μηχανή και ανοιγομαστε αμέσως ακόμα και στο ξένο. Ή μήπως δεν είναι ξένος, απλά ένας οικείος που τον είδες πρώτη φορά? Φαγητό, τσίπουρο, ύπνος, ξεκούραση. Βόλτα στη Κυψέλη, συνάντηση με γνωστούς έξω από την εκκλησία. Περιμένοντας την Ανάσταση κάνουμε περίπατο στη Καρδίτσα. Βλέπουμε μια ενδιαφέρουσα βιτρίνα.
Tumblr media
Η ώρα περνάει, τα αρνιά ψήνονται από τώρα στη σούβλα, είναι τα μόνα που γυρνάνε μαζί μας. Όλοι οι άλλοι είναι χωμένοι στα σπίτια τους, ντύνονται στολίζονται. Μια κομμώτρια χτενίζει τη τελευταία πελάτισσα, η ώρα είναι σχεδόν 11. Σε λίγο αρχίζει η παράσταση, εεε συγγνώμη, η λειτουργία στην εκκλησία και το μαλλί πρέπει να είναι πετυχημένο. Καβαλάμε τη μηχανή. Πάμε στο Ρούσσο και πάλι. Μικρό χωριό με μεγάλα οικόπεδα. Κανείς δε τσιγκουνευεται τη γη εδώ.
Tumblr media
 Ο σταυρός φωτισμένος με νέον. Η λειτουργία ξεκινά. Είμαστε λίγοι, χωράμε μέσα στην εκκλησία. Σε λίγο ο παππάς θα βγει να συναντήσει το ποίμνιο στην εξωτερική εξέδρα. Δεύτε λάβετε φως. Οι λαμπάδες ανάβουν πλησιάζω μια μοναχική κοκκινομάλλα, ζητάω το φως της, καλή Ανάσταση, ευχαριστώ.
Ανάσταση! Η οριστική απόφαση. Η αναγέννηση των ονείρων, των στόχων και των προοπτικών. Η απόρριψη της παραίτησης. Η στοχοθέτηση της νέας κορυφής. Ή, είναι τα βεγγαλικά οι φωτιές και η μαγειρίτσα. Το "Χριστός Ανέστη" που δεν το ακούω και αρχίζω να το γκαρίζω δυνατά, αλλά κανείς άλλος δε τραγουδάει. Ο παράφωνος παππάς με καλύπτει, η μοναχική κοκκινομάλλα δεν είναι μόνη τώρα, ανταλλάσσει φιλιά με φίλους συγγενείς και ένα κοριτσάκι (κόρη της;). Φευγουν όλοι, πάνε στη φωτιά που έχει ανάψει. Τι καίνε; Τι μπορεί να καίνε; Προσάναμα οι αμαρτίες για έναν πρόσκαιρο φάρο; Φεύγουμε. Καρδίτσα και πάλι. Τα μαγαζιά έχουν ανοίξει. Σε μισή ώρα θα έχει τελειώσει η μαγειρίτσα και θα αρχίσουν οι βόλτες. Η απορία θα μου μείνει. Γιατί είναι τα αρνιά ψημένα μία η ώρα τη νύχτα. Δε θα μάθω. Χώνομαι στη Μαργαρίτα, ότι πιο κοντινό σε μπυραρία, που παίζει ροκάκια. Χριστός Ανέστη και ελπίζω πως μια μπυρίτσα δε θα κάνει κακό στο μικρό.
Μάθημα τρίτο γιέ μου. Οι ζαβολιές είναι μέσα στη ζωή. Θα τις κάνεις. Αλλά να το ξέρεις ότι τις κάνεις ε; Α! Και μη το πεις στη μαμά... (τι, το είπες ήδη;)
Tumblr media
Ξημέρωσε Πάσχα. Λαμπρή. Γιατί Λαμπρή? Για το εορτολόγιο, να χωρέσουμε τους Λάμπρους και τις Λαμπρινές? Ίσως. Αλλά πάλι, έχουμε ήδη αναστήσει τους στόχους μας. Οπότε τι μένει? Να αρχίσουμε να τους υλοποιούμε. Και προετοιμαζόμαστε. Με μια Λαμπρή γιορτή, πρός το θείο στόχο. Την ανανέωση της Ζωής. Πρόχειρο πρωινό στο ξενοδοχείο για να δούμε το χάρτη. Λίμνη Πλαστήρα. Μέσα από χωριά για να δουμε το Πάσχα πολλές φορές. Δεν είμαστε δέντρα, όχι σήμερα. Φτάνουμε στη χτεσινή εκκλησία. Στον περίβολο έχει νεκροταφείο. Όλοι στη θέση τους και σήμερα. Ο Θεός έγινε Άνθρωπος όταν ήρθε. Αλλά όταν έφυγε, ξέχασε να μας κάνει Αναστάσιμους κι εμάς. Μάταια περίμεναν και φέτος, ο Γιώργος, η Μαρία, ο Χρήστος ο πιο παλιός έχει 100 χρόνια και βάλε που μετράει Αναστάσεις μα η σειρά του δεν ήρθε ακόμα.
Tumblr media
Ο έφηβος γιός μου βέβαια έχει γυρίσει τη πλάτη του στο παρελθόν και κοιτάει κάτω τη πεδιάδα από την οποία έρχονται λαϊκά ακούσματα και μυρωδιά αρνιού. Είναι ταλαιπωρημέος από χτες και έχει κοιμηθεί λίγο, αλλά ο ενθουσιασμός του είναι τεράστιος "Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε και στο μεγάλο λιβιγκ ρουμ με ρομπ ντε σαμπρ κυκλοφορούν" μου έρχεται καθώς τον βλέπω να πανηγυρίζει τη Ζωή. 
 Μάθημα τέταρτο γιέ μου. Δε χρειάζεται να μαθαίνουμε κάθε μέρα κάτι.
Φτάνουμε στο φράγμα της λίμνης. Η διαδρομή μας έχει απογοητεύσει. Δε περνάει μέσα από πλατείες χωριών και έτσι δε βλέπουμε χορούς και πανηγύρια. Αλλά βλέπουμε το τοπίο. Και αυτό είναι πιο μόνιμο. Θα είναι κι αύριο εδώ. Όπως επίσης αύριο θα είναι ανοιχτό το πεστροφείο λίγο μετά το φράγμα, που είναι κλειστό "μόνο μια μέρα το χρόνο", σήμερα. Αλλά το πετυχαίνουμε την ώρα που ταιζουν τα ψάρια. Οι δεξαμενές παραταγμενες και οι πεστροφες μέσα ανάλογα με το μέγεθός τους. Τώρα ταίζει τις πιο μεγάλες. Χαμός! "Δε τους βάζω και πολύ, είναι χοντρές αυτές". Μισόκιλες πέστροφες 5 ευρώ καπνιστές, ή ψητές. Μας τρέχουν τα σάλια, οι μαγαζάτορες σουβλίζουν το αρνί, λέω κάρβουνα έχουν, δε θα πετάξουν μια πεστροφούλα επάνω? Όχι δε θα το κάνουν και σωστά.
  Φεύγουμε με πελώρια λαχτάρα για ψητή πέστροφα. Τη βρίσκουμε στο Μπελοκομύτη, λίγο πιο κει. Είναι 12 το μεσημέρι και πλακωνόμαστε στα ψάρια. Μας βρήκε μπόσικους ο σερβιτόρος - ιδιοκτήτης, μας έχωσε και πατάτες και χορτόπιτα. Δε βαριέσαι, πάμε παρακάτω.
Tumblr media
Φτάσαμε στην όχθη της λίμνης, η ρόδα μας ακούμπησε νερό και μετά μπήκαμε σε μια ποδηλατική διαδρομή. Ενώ κοντεύαμε να κλείσουμε τον κύκλο, κάπου πήραμε λάθος στροφή και απομακρυνθήκαμε. Ξαναβγήκαμε Καρδίτσα και έπρεπε τώρα να αποφασίσουμε τον επόμενο προορισμό και την επόμενη διανυκτέρευση. Η ώρα είναι δύο, οι χάρτες ανοίγουν και η απόφαση είν��ι Ευρυτανία!
Αρχίζουμε να βλέπουμε χιόνια, σύντομα θα βρεθούμε κοντά τους.
Tumblr media Tumblr media
Λίγο πριν το Καρπενήσι και σε απροσδιόριστο υψόμετρο (ψηλά) ανακαλύπτουμε την είσοδο ενός δασικού δρόμου. Είμαστε σε μια κορυφή που έχει διάσπαρτα σημεία χιονιού. "Που να βγάζει αυτός ο δρόμος?" ρωτάω. "Δε ξέρω μπαμπά, πάμε να δούμε". DNA τεστ πατρότητας είναι ξεπερασμένα...                                 
Προχωράμε και εγώ αρχίζω να σκέφτομαι τις αρκούδες και τους λύκους. Στη πραγματικότητα δεν έχω ιδέα αν υπάρχει περίπτωση να συναντήσουμε κανέναν τέτοιο, αλλά επίσης δεν έχω ιδέα και τι θα κάνω αν όντως συναντήσουμε. Θα μαριναριστώ με αλάτι και λεμόνι να γίνω πιο νόστιμος? Γιατί και η λάσπη κάτω δε με βοηθάει να αναπτύξω ταχύτητα και να φύγω. Δεν υπάρχει βέβαια καμία λογική στη σκέψη μου, τουλάχιστον στην αρχή του δασικού, ο οποίος είναι ακριβώς πάνω από την άσφαλτο. Δεν είναι δηλαδή πιο επικίνδυνα εκεί απ' ότι μερικά μέτρα πιο χαμηλά. Όταν βέβαια χωνόμαστε μέσα στα δέντρα και χάνουμε την άσφαλτο από τα μάτια μας, αρχίζουν και με ζώνουν τα φίδια. "Γυρίζω, δε βγάζει πουθενά ο δρόμος", λέω.
"Σιγά βρε μπαμπά που θα γυρίσεις. Δε βλέπεις ότι ο δρόμος είναι συγκεκριμένος; Φτιαγμένος. Δεν είναι μονοπάτι αυτό! Κάποιοι το χρησιμοποιούν. Άρα για να έχει είσοδο έχει και έξοδο. Προχώρα!" Μάθημα πρώτο μπαμπά μου. Να σκέφτεσαι και να εμπιστεύεσαι τη σκέψη σου, αρκεί να είσαι σίγουρος ότι είναι αγνή. (έλα όμως, γιέ μου, που δεν είμαι πια 14 και οι σκέψεις μου δεν είναι μόνο αγνές...).
Tumblr media Tumblr media
Και η δικαίωση. Να ο δρόμος...
Tumblr media
Έχουμε πια φτάσει σχεδόν στο Καρπενήσι και αποφασίζω να μείνουμε στο Κρίκελλο όπου έχω περάσει Πάσχα μικρός σε συγγενικό σπίτι. Το θυμάμαι μικρό και γραφικό. Κάνουμε 18 χιλιόμετρα εκπληκτικής διαδρομής μέσα στο έλατο. Αλλά όχι μόνο αυτό. Μέτρησα άπειρους χωματόδρομους που κάποιος πιο εξοικειωμένος με το χώμα από μένα  δύσκολα θα απέφευγε τον πειρασμό να τους εξερευνήσει. Φτάσαμε στο Κρίκελλο. Το συγγενικό σπίτι έχει πωλητήριο απ' έξω και μέχρι να πουληθεί νοικιάζεται. Βγάζω τη φωτογραφία, ποστάρω στο facebook όλοι οι κοντινοί και μακρινοί συγγενείς που πέρασαν από εδώ έχουν μια ωραία ιστορία να διηγηθούν για "κάποιο Πάσχα που χιόνιζε". Κοιτάω μια ψηλά να δω το θείο Μάριο, αλλά ούτε αυτός αναστήθηκε φέτος. Συνεχίζω...
Tumblr media
Φτάνω στη πλατεία, το χωριό έχει μεγαλώσει, εμένα πια μου αρέσει η μαγειρίτσα (πως τα φέρνει η ζωή) αλλά εξακολουθεί να είναι γραφικό. Πέφτουμε με τα μούτρα στο φαί, και ρωτάω αν έχει κάπου να μείνουμε εδώ κοντά "ώστε να ξέρω πόσα τσίπουρα να πιω". Ο Νίκος ο εστιάτορας, έχει εδώ πιο κάτω ένα δωμάτιο με 30 Ευρώ. Το κλείνω χωρίς να το δω και συνεχίζω τα τσίπουρα. Ο Αχιλλέας παίρνει μπριζόλα μοσχαρίσια! Λάθος! Ποτέ μοσχάρι στο βουνό. Στο χοιρινό είναι μερακλήδες. Το μαθε κι αυτό.
 Η ώρα έχει πάει 8:30 και είμαστε εξουθενωμένοι. Πάμε στο δωμάτιο που είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Εξαιρετικό και ζεστό! Ότι έπρεπε. Με ύφος μπαμπαδίστικο λέω στο γιο μου "κάνε ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσεις". "Μπαααααα απαντάει, θα πέσω ξερός! Το ίδιο κάνω κι εγώ και οι συμβουλές φεύγουν από το παράθυρο. Είμαστε βέβαια 2 μέρες στο δρόμο και δεν είναι ξεκάθαρο ποιός φοράει την Eau de podar και ποιός την Eau de maschal, αλλά λίγο μας νοιάζει. Η τηλεόραση παίζει μόνη της το "καλως ήρθε το δολλάριο" και εμείς ροχαλίζουμε πριν ο Κωνσταντίνου αρχίσει τα  μαθήματα αγγλικών. Σε μια αναλαμπή την κλείνω και ξανανοίγω τα μάτια μου 10 ώρες μετά, χορτάτος από φρέσκο ύπνο του βουνού.
Tumblr media
Δευτέρα του Πάσχα ξημέρωσε. Ξυπνάω πρώτος και κάνω ησυχία. Την ώρα που ανοίγω τη πόρτα πετάγεται ο Αχιλλέας. "Φεύγουμε?"                         Έξω μαυρίλα.
Tumblr media
Μέχρι να ντυθεί κι εκείνος έχει αρχίσει να β��έχει. Αναβάλλεται η αναχώρηση για λίγο. Ο καιρός δε δίνει συνεχόμενες βροχές. Παίρνουμε τους χάρτες και πάμε στη πλατεία. Μπαίνουμε στο εστιατόριο, μας ετοιμάζουν αυγά με μπέηκον, καφέ και σοκολάτα. Όταν ρωτάω πληροφορίες για τη διαδρομή μέχρι το φράγμα του Μόρνου, όλο το χωριο κινητοποιείται. Τελικά μου προτείνουν μια πάνω στο χάρτη, την ώρα που ο Αχιλλέας γλύφει τις τελευταίες σταγόνες σοκολάτας από τα δάχτυλά του. "Ήταν πολύ νόστιμη" θα μου πει πολλές ώρες αργότερα. "Έπρεπε να σου δώσω να δοκιμάσεις." Η βροχή σταματάει. Θέλουμε να είμαστε πίσω Αθήνα πριν νυχτώσει, Όπως το βλέπω έχουμε 7 ώρες δρόμο, χώρια τις στάσεις. Αλλά έχουμε τάξει στη μαμά ότι δε θα είμαστε στο δρόμο ποτέ νύχτα και θέλουμε να το τηρήσουμε.
Η γριούλα έχει ξεκουραστεί στο φυσικό της περιβάλλον και είναι έτοιμη και χαρούμενη. Ξεκινάμε!
Tumblr media Tumblr media
Αυτή τη διαδρομή έπρεπε να την είχαμε κάνει χτες. Πέράσαμε μέσα από κάθε χωριό που συναντήσαμε. Μικρότερο ή μεγαλύτερο...
Το χωριό Κρυονέρια που για να πάμε από Περδικόβρυση κάναμε και 3,5 χλμ χωματόδρομο, η κεντρική του πλατεία αλλά και «οδική αρτηρία» που οδηγεί σε αυτή.
Tumblr media Tumblr media Tumblr media
Η διαδρομή μέχρι το Φράγμα του Μόρνου ήταν καταπληκτική! Θέα που κόβει την ανάσα, στροφές συνεχόμενες, χωριά και άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι. Περάσαμε στην Αιτωλοακαρνανία, στο χωριό Άνω Χώρα όπου και φάγαμε σωστά μπριζόλες χοιρινές αυτή τη φορά. Συνεχίσαμε στη Λιμνίτσα ή Λιμνίστα, περάσαμε το εντυπωσιακό φράγμα του Μόρνου, βγήκαμε στο καινούριο δρόμο για Άμφισσα όπου η γριούλα αποφάσισε να ξεμουδιάσει και να δοκιμάσει και τη πέμπτη ταχύτητα. Σε ένα χωριό πριν φτάσουμε στην Άμφισσα μας υποδέχτηκε η μπάντα, αλλά δυστυχώς δεν είχα άλλη μπαταρία για να βγάλω φωτογραφίες. Είχαμε κάνει τη διαδρομή πολύ χαλαρά και έπρεπε πια να γυρίσουμε. Περάσαμε από τον ομφαλό της γης κατα τους αρχαίους, τους Δελφούς δηλαδή, αλλά και τον ομφαλό της ματαιοδοξίας κατά τους νέους, την Αράχωβα δηλαδή. Μετά την Αράχωβα Ευρυτανίας που είδαμε δεν είδαμε έναν άνθρωπο, το να βλέπεις κίνηση και διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, μόνο γέλιο σου προκαλούσε. Στη Θήβα βγήκαμε πια στην Εθνική. Μόλις νύχτωνε. Μάθημα, δεξερωπιαπόσο γιέ μου. Μην οδηγήσεις ποτέ όπως εγώ χτες το βράδυ στην εθνική. Η εθνική δεν είναι Κηφισίας να περνάς ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Ακόμα κι αν είναι τόσα πολλά! Γυρίσαμε πίσω χορτάτοι, γεμάτοι εικόνες και με μουδιασμένους κ@λους. "Ωραίο χωριό αυτό" αστειεύτηκε ο Αχιλλέας καθώς περνάγαμε τη Ν. Ερυθραία. "Αυριο για που είμαστε?" Τι πιο σίγουρο από αυτό για να καταλάβω ότι πραγματικά το χάρηκε! Όπως κι εγώ βέβαια. Γειά σας!
Tumblr media
0 notes
alexat11 · 4 years
Text
Πρώτη Φορά
Είμαι, λέει, στη κοιλιά ενός αεροπλάνου. Η πόρτα ανοίγει, εγώ αφήνομαι στο κενό. Φτιάχτηκα γι αυτό. Για να πέσω επάνω στα κεφάλια δικαίων και αδίκων, μαχόμενων και αμάχων. Και όσο κι αν η μοίρα μου ήταν αυτή, όσο κι αν η κατασκευή μου από τα πρώτα στάδια της μακέτας ακόμα είχε στόχο αυτό το πρώτο, συνάμα και τελευταίο μου ταξίδι που μόλις ξεκίνησε, δε παύω να σκέφτομαι τη στιγμή της πρόσκρουσης.
Ο βόμβος του αεροπλάνου χάνεται πίσω μου και η γη τρέχει με πολλά χιλιόμετρα την ώρα επάνω μου. Χιλιάδες σκοτεινά πόδια πάνω από το έδαφος, ταξιδεύω πρώτη φορά με τη δύναμη της βαρύτητας. Θα φέρω, σε λίγο, τη καταστροφή!
Σε λίγα μόνο λεπτά, θα ανατιναχθώ με θόρυβο και λάμψη, πρώτη φορά θα πάψω να υπάρχω, δίνοντας έτσι νόημα στην ύπαρξη μου. Ακριβώς τη στιγμή που θα καταστρέφομαι, θα ολοκληρώνομαι.
Μαζί με μένα, πολλοί θα πεθάνουν για πρώτη φορά, θα μείνουν ορφανοί για πρώτη φορά, κτίρια θα καταστραφούν για πρώτη φορά. Τόσο άμαθοι όλοι μας σε αυτό. Τόσο στενά συνδεδεμένες μοίρες στο ταγκό του χαμού.
Περνάω μέσα από τα σύννεφα. Σύμμαχοι του στόχου, μπας και τον χάσω, αλλά χωρίς υπόσταση, χωρίς τη δύναμη να με κρατήσουν διαλύονται μέσα στο σφύριγμα του αέρα που διασχίζω, εξατμίζονται από τη θερμότητα της τριβής μου με την ατμόσφαιρα.
Ο χρόνος παγώνει, κυλάει αργά. Εγώ βγάζω φτερά Το εξωτερικό μου μεταλλικό περίβλημα γίνεται ανάλαφρο. Η καταστροφική κεφαλή μέσα μου φτιάχνει καραμέλες, η πυρηνική της δύναμη δουλεύει για να δημιουργήσει γλυκές γεύσεις, ευχάριστες αισθήσεις. Έλκομαι πλέον από τη βαρύτητα του φεγγαριού πίσω μου. Μεταμορφώνομαι σε μπαλόνι και αιωρούμαι πάνω από το στόχο. Οι κάτω με βλέπουν, με καλούν, γελάνε και χορεύουν, βγαίνουν από τα καταφύγια. Με κοιτάνε και αγαπιούνται, κάνουν έρωτα, δημιουργούν ζωή, με προσμένουν. Πανηγύρι.
Θυμώνω! Δεν είμαι αυτό εγώ. Είμαι μια οργή, χτισμένη εδώ και κάμποσο καιρό, τελειοποιημένη με το χρόνο, να τους αφανίσω έχω φτιαχτεί… μα αυτοί διασκεδάζουν. Ο θυμός μου με ξανακάνει βόμβα. Σπάω το μπαλόνι, κόβω τη σύνδεση με το φεγγάρι. Το ύψος που κέρδισα το αξιοποιώ ώστε να πέσω με ακόμα πιο πολλή δύναμη επάνω τους, θα καρφωθώ στη γη τους και θα τη μολύνω…. μα ξαφνικά στροβιλίζομαι και πάλι.
Σαν οι τόνοι του βάρους μου να μην έχουν σημασία, το καταστροφικό μου φορτίο να θέλει να φύγει στο κενό του διαστήματος, κόντρα σε κάθε έννοια λογικής, σε κάθε προδιαγεγραμμένη από φυσικούς και αφύσικους νόμους πορεία.
Έχω μπλεχτεί σε ένα γαϊτανάκι που δε καταλαβαίνω, τη μια στιγμή είμαι βόμβα, την άλλη ένα φορτίο γονιμότητας, θα καρφωθώ στη γη τους για να τη γονιμοποιήσω, τι διάολο είμαι τελικά, ως τι θα πέσω επάνω σε αυτές τις ζωές, τις κληρονομιές, τις Ιστορίες;
Χίλια μέτρα πριν το έδαφος είμαι καταστροφή, οχτακόσια μέτρα πριν το έδαφος είμαι ευλογία, τώρα στα πεντακόσια αλλάζω και πάλι χρώματα, μαυρίζω θυμώνω μισώ, στα τριακόσια αγαπάω και είμαι πολύχρωμη, διακόσια τώρα τι? Τι? Τι? Εκατό…. Πενήντα! Αποφάσισε επιτέλους!
Ξυπνάω. Ησυχία. Ο χρόνος κυλάει κανονικά, τον ακούω καθώς κινεί τους δείκτες, τον νιώθω να περνάει μέσα από τον γνώριμο ήχο της καφετιέρας που γουργουρίζει καφεΐνη. Στο μπαλκόνι ο καπνός του τσιγάρου μου φεύγει προς τα πάνω. Ίσως να έλκεται από τη σελήνη προς το χαμό του γιατί δε θα προλάβει να φτάσει εκεί. Ούτε εγώ πρόλαβα να δω πως έπεσα τελικά πάνω στη ξένη γη. Κατάλαβα όμως. Γιατί ήταν η πρώτη μου φορά που είδα ένα τόσο ξεκάθαρο όνειρο!
0 notes
alexat11 · 6 years
Text
Εντονα θηλυκη μερα με αποχρωση μπλε
Μάρτιος του πολλά χρόνια πίσω. Μέρα της Γυναίκας. Είμαι μόνος στο Μόναχο. Μια αποσκευή. Ένα μικρό σακ βουαγιάζ με ένα άσπρο κράνος μέσα. Στη τσέπη του μπουφάν τα χαρτιά μου. Ταυτότητα, δίπλωμα, χρησιμοποιημένο εισιτήριο αεροπορικό. Επιστροφής δεν είχα. Στην άλλη τσέπη 15 ροζ χαρτονομίσματα. Έγιναν διαβατήριο για μια μεγάλη βόλτα. Τα άλλαξα για ένα μπλε όνειρο με 2 ρόδες. Βόλεψα τα πόδια μου στους μασπιέδες, ο boxer κινητήρας τα προφύλασσε, εβαλα το κράνος, το σακ βουαγιάζ άδειασε, το πέταξα, ούτε αποσκευές πια. Ξεκίνησα, μόνος, ελεύθερος, τρομαγμένος, αποφασισμένος. Η μηχανή ανταποκρινόταν σαν ερωτευμένη γυναίκα, όχι κοριτσόπουλο. Λίγο χάιδευα το γκάζι, άναβε και με άναβε. Στην Autobahn ο δρόμος ξαφνικά μου φάνηκε σκληρός, επικίνδυνος και ατελείωτος. Μαζεύτηκα. Το θηλυκό δίτροχο ένστικτο το κατάλαβε. Δε της άρεσε. Χρειάζεται να είσαι αποφασιστικός και σίγουρος. όταν με πέρασε μια νταλίκα ο αέρας της με έσπρωξε απότομα, τα χέρια μου σφίχτηκαν στο τιμόνι, αντίδραση ανασφαλούς και άπειρου εραστή, η κούκλα τσίνισε. Προσπάθησε να με ρίξει. Αλλά ήταν απλώς μια προειδοποίηση. Στο επόμενο πάρκινγκ σταμάτησα. Κατέβηκα. Η φίλη μου ήταν ακίνητη πάνω στο stand της. Χάζευε μπροστά το δρόμο και όταν απομακρύνθηκα δε καταδέχτηκε ούτε να με κοιτάξει. Σιωπηλή, με εσωτερικές συστολές καθώς ο κινητήρας της, η καρδιά της κρύωνε και μίκραινε. Μου το έδειχνε διακριτικά. Αξιοπρεπής. Κυρία. Θηλυκό. Περίμενε ενώ μίκραινε αλλά δε θα με κοίταγε ποτέ. Μόνο θα με προκαλούσε. "Μπορείς? Ε? Μπορείς? Αν ναι, έλα!" Με έπιασε πανικός. Είχα μπροστά μου χιλιάδες χιλιόμετρα άγνωστου δρόμου με μια μηχανή που δεν ήξερα αν μπορώ να κουμαντάρω. Θηλυκιά βέβαια. Στο δρόμο η μηχανή βασίζεται στη πρόβλεψη, όχι στη δύναμη. Στην ευελιξία, όχι στη σταθερότητα. Στην αποδοχή, όχι στην επιβολή. Φοβήθηκα. Ατύχημα. Θάνατος στο δρόμο. Η πιθανότητα θέριεψε, έγινε μέσα μου βεβαιότητα. Θα φτάσω? Έμεινα αρκετή ώρα. Ποιός έπρεπε να γίνω για να γυρίσω πίσω ασφαλής? Πολλά πρόσωπα πέρασαν μπροστά μου. Προσευχήθηκα να μπορούσα να δώσω τα ηνία (και την ευθύνη) του ταξιδιού σε κάποιον άλλο. Δοκιμασμένοι, έμπιστοι και αγαπημένοι όλοι τους όσοι πέρασαν μπροστά μου εκείνη τη μέρα. Ο πατέρας μου, μας πήγε και μας έφερε πάντα με ασφάλεια, ο αδερφός μου, που με έβαλε πρώτη φορά πάνω σε μηχανή και με δασκάλεψε, κι άλλοι πιο μακρυνοί άνθρωποι. Κοιτάω τον καθένα ξεχωριστά. Αντικειμενικά. Κανείς δεν έχει όσα εγώ. Σε άλλον λείπει η εμπειρία, σε άλλον το πάθος, σε άλλον η γνώση. Μόνο εγώ λοιπόν. The best man for the job is me! Ναι, αν τους είχα όλους διαθέσιμους, πάλι εγώ θα ήμουν ο καταλληλότερος. Καβαλάω. Φοράω κράνος, κατεβάζω ζελατίνα, βάζω μπρος, η φίλη μου ανάβει αμέσως. Ανοίγω γκάζι. Δευτέρα, τρίτη, τετάρτη μακριά, πέμπτη, γουργουράει η φιλενάδα μου ανάμεσα στα πόδια μου, τρελλαίνεται, γίνεται ξέφρενη, τη σφίγγω με τους μηρούς, χαλαρώνω τα χέρια, της δείχνω εμπιστοσύνη, σημάδι εμπειρίας. Έκτη! Ο δρόμος ανοίγει μπροστά μας. Η φιλενάδα μου έχει γίνει αχόρταγη ερωμένη, έχει κι άλλα να δώσει, ζητάει από το δεξί μου χέρι πιο δυνατό χάδι, μα τη κρατάω. Δε παρασύρομαι. Πυρ, μηχανή και θάλασσα και από γυναίκα. Γεύσου τη γλύκα, φρόντισε όμως να τη ξαναγευτείς και αύριο και αύριο και αύριο και αύριο και.....αυριο...αυριο... Νταλίκα, πλαϊνός άνεμος, κάρφωμα 5ης στο κιβώτιο, βογγητό, ανεβάζει στροφές, οι ροπές στη πίσω ρόδα, βιδώνεται στο έδαφος χωρίς να τη κρατάω, είμαι ασφαλής και το δείχνω, με ανταμοίβει. Οι φωνές της ακούγονται δυνατά. Ξεσπάει στο δρόμο, ξεχύνεται μπροστά, η νταλίκα από τη ζελατίνα του κράνους προβάλλεται τώρα στον καθρέφτη, ο πλαϊνός άνεμος είναι απλώς η μουσική υπόκρουση κάτω από την οποία χορεύουμε, οι μηροί μου μαγκώνουν τη σέλα σε ένα παρατεταμένο σφίξιμο. Είμαστε ένα και ο δρόμος ανοιχτός. Βενζινάδικο. Στάση. Τρέμω ολόκληρος αν και ο καιρός είναι ανοιξιάτικος. Γελάω. Βραδιάζει μα ��οιώθω σίγουρος. Αδρεναλίνη έχει πλημμυρίσει το σώμα μου. Ή μήπως οξυτοκίνη? Γεμίζω και τη μηχανή. Έχω πέντε χρόνια να καπνίσω μα ζητάω ένα Camel άφιλτρο. Είναι "το τσιγάρο μετά." Στις 9:30 πρέπει να είμαι Φρανκφούρτη. Θα είμαι. Δεν αναρωτιέμαι πια...
0 notes
alexat11 · 9 years
Text
Story of A Ghost.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα αγόρι ερωτεύτηκε. Δυνατά. 17 χρονών, λίγες εμπειρίες, πίστεψε ότι βρήκε το άλλο του μισό. Πέρασαν έξι μαγικοί μήνες. Η κοπέλα ήταν μόλις 15 και κάτι.
Κανείς δεν είχε εμπειρία στα μυστικά της κρεβατοκάμαρας. Αλλά το πάθος τους ήταν μεγάλο και πειραματιζόντουσαν όσο τους άφηνε το θάρρος τους. Το αγόρι πιο έτοιμο, περίμενε με υπομονή.
Ο έρωτας τους όμως, έβρισκε άλλους τρόπους για να τους γεμίσει. Γράμματα, εξομολογήσεις, τηλέφωνα, πειράγματα, σχέδια για το μέλλον.
Το τέλος ήρθε απρόσμενα και απότομα. Στην αρχή το αγόρι νόμιζε ότι ήταν ένα αστείο, ένα πείραγμα. Μάζεψε το χαρτζιλίκι του για πάρει έξι μπουκέτα τριαντάφυλλα, να πάνε στο κορίτσι ένα – ένα, για κάθε μήνα που ήταν μαζί. Ένας ανθοπώλης τον γέλασε. Μόνο 5 από τα 6 κατέληξαν στα σκουπίδια, μαζί με μια καρδιά. Το άλλο δεν έφτασε ποτέ.
Χάθηκαν, για λίγο όμως. Σύντομα, λίγους μήνες αργότερα, άρχισαν να βγαίνουν με παρέες. Το κορίτσι είχε προχωρήσει και μάλιστα πολύ γρήγορα. Πάτησε πάνω στο αγόρι για να ξεκινήσει την επανάστασή της. «Αφού έφυγα από αυτή τη σχέση, μπορώ να πετύχω ότι θελήσω», και άρχισε να δίνει τον έρωτά της αλόγιστα και φτηνά. Το αγόρι παρακολουθούσε με πόνο αλλά και αγωνία πια. Ο δρόμος της «πορσελάνινης κούκλας» του δε θα την έβγαζε εκεί που ήθελε.
Χοντροδάχτυλα απεριποίητα και απρόσεκτα έπαιζαν μαζί της. «Κοιτάξτε τη πορσελάνη μου», τους έλεγε αυτή. «Άνοιξ’ τα πόδια σου να δούμε» έλεγαν αυτοί. Κι εκείνη νόμιζε ότι έτσι πια η πορσελάνη της θα λάβαινε την εκτίμηση που της έπρεπε.
Ήταν μόνο θέμα χρόνου, να σπάσει.
 Το αγόρι μας είχε τότε κι έναν φίλο. Μαζί σε όλα. Λίγο αλητάκος αλλά χρυσό παιδί. Ένα χρόνο μετά το χωρισμό, ένα βράδυ στο Χαλάνδρι, βγαίνουν όλοι μαζί σε μια μεγάλη παρέα. Η κοπέλα μόλις είδε το φίλο, γυάλισε το μάτι της. Πήρε φόρα και χωρίς να χάσει χρόνο όρμησε στην αγκαλιά του. Μπροστά στο αγόρι.
Ο φίλος τραβήχτηκε. Αυτός δεν ήθελε πολλά πολλά. Μόνο σεξ. Και η κοπέλα του το είχε αρνηθεί πριν ακόμα βρει το αγόρι στο δρόμο της. Αλλά μια φίλη της του κλείνει το μάτι. «Μην ανησυχείς. Έχουν αλλάξει τα πράγματα τώρα». Και ο αλητάκος νίκησε το χρυσό παιδί.
Η βραδιά συνεχίστηκε σε ένα σπίτι. Η παρέα μαζί με το αγόρι στο σαλόνι. Η κοπέλα με το φίλο στο υπνοδωμάτιο. Ανατριχιαστική ησυχία. Η καρδιά του αγοριού σε κάθε της χτύπο άδειαζε βελόνες στο σώμα του. Και μάζευε πίσω κουρέλια….
Κάποτε τέλειωσε η βραδιά και έφυγαν όλοι. Το σπίτι άδειασε μα ένα φάντασμα είχε γεννηθεί.
 Στρατός.
Γράμματα από και προς τη κοπέλα. Ο φίλος, σαν αλητάκος δεν έδωσε συνέχεια στη «σχέση». Ή ίσως έδωσε, με τον ίδιο τρόπο όπως τη πρώτη φορά, σποραδικά, ευκαιριακά, ανούσια.
Ο έρωτας του αγοριού ήταν ζεστός ακόμα, αλλά μονόπλευρος και σιωπηλός. 4 χρόνια μετά το χωρισμό και αφού η κοπέλα θα κοιτούσε όλο τον κόσμο εκτός από το αγόρι, τελικά αυτός τα παράτησε. Και χάθηκαν. Εν τω μεταξύ είχε γνωρίσει κι αυτός τα μυστικά της κρεβατοκάμαρας.
Ένα χρόνο πριν από σήμερα συναντήθηκαν ξανά. Η κοπέλα και το αγόρι ήταν γονείς πια. Συνειδητοποίησαν ότι έχουν περάσει 28 χρόνια. Πως οι γονείς της κοπέλας τότε είχαν την ηλικία τους σήμερα. Συναντήθηκαν ξανά. Και ξανά. Έσκασε μια σπίθα κάποια στιγμή. Τα άχυρα είχαν στεγνώσει από τα δάκρυα και φούντωσαν ξανά. Αυτό που ήταν γραφτό και για τους δύο να κάνουν πρώτη φορά μαζί, άργησε πάλι. Για να σιγουρευτεί αυτή τη φορά, όχι από φόβο ή αμηχανία ή ντροπή. Ήθελαν έρωτα, ούτε σεξ, ούτε απωθημένα. Όχι «κλείσιμο εκκρεμοτήτων». Να υπήρχε έρωτας ήταν η μόνη προϋπόθεση. Κι έτσι ξεκίνησε μια όμορφη περιπέτεια. Το φάντασμα όμως που είχε γεννηθεί σε εκείνη τη κρεβατοκάμαρα, εμφανίστηκε.
«Γιατί το έκανες αυτό? Γιατί έτσι? Γιατί μπροστά μου?»
«Γιατί ήμουν νέα και δε σκεφτόμουν. Έκανα λάθος, μακάρι να μπορούσα να το πάρω πίσω, μα δε μπορώ.»
Το φάντασμα κάγχασε.
«Αλλά να σου πω ότι ποτέ δεν ολοκληρώσαμε. Δεν τον άφησα. Ήθελα δεσμό, όχι σεξ. Και φαντάστηκα ότι στερώντας το θα κέρδιζα το δεσμό. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δε γίνεται τίποτα και ξέκοψα.»
Πέρασαν οι μήνες. Μικρές νίκες της κοπέλας επάνω στη καθημερινότητα. Ξέκλεμα στιγμών από εδώ κι από εκεί. Ο έρωτας μεγαλώνει. Ξεπερνά το πλαίσιο της παράνομης σχέσης.
Χτες, την ώρα που μιλάνε για το μέλλον τους που φαίνεται δύσκολο χτυπάει το κινητό του αγοριού. Ήταν ο φίλος. Μετά από 5 χρόνια απουσίας, διάλεξε τη στιγμή.
Το ίδιο βράδυ βγήκαν. Είπαν για τα παλιά, τα παλιότερα και τα ακόμα πιο παλιά. Είπαν και για τη κοπέλα. Ο αλητάκος, νίκησε πάλι. «Ωραίο σεξ και απλό. Ούτε ποτά κεράσματα και αηδίες. 4 χρόνια έτσι την είχα. Τηλέφωνο σεξ επιστροφή. Ήθελε δεσμό αλλά με ξέρεις εμένα. Τυχεράκια θα ευχαριστηθείς πήδημα και χωρίς απαιτήσεις" Το φάντασμα είχε μαζέψει μια μια τις βελόνες αλλά και όλα τα κουρέλια που είχε ξεράσει η καρδιά του αγοριού τρεις δεκαετίες πριν. Και τα είχε φυλάξει για εκείνη τη στιγμή. Καθήλωσε το αγόρι κάτω και τον τάισε τις βελόνες μια μια. τις στούμπωνε στο λαιμό του με τα κουρέλια Πέρασε κι αυτή η βραδιά όπως και η άλλη πριν καιρό. Το φάντασμα κοιμήθηκε δίπλα στο αγόρι. ξύπνησε μαζί του, έπλυναν τα δόντια μαζί, πήγαν στη δουλειά μαζί, συνάντησαν τη κοπέλα μαζι. Της το ξανασύστησε. Κι αναρωτιέμαι: πόσο τρέχουν τα φαντάσματα? Προλαβαίνουν μια μηχανή χιλιάρα με έμπειρο αναβάτη που τρέχει χωρίς προορισμό?
Κι αν τη μηχανή τη προλάβει, μήπως η βροχή το ξεπλύνει? Και, όπως και τότε κάθε φορά που έβλεπε ένα ράγισμα στη πορσελάνινη κούκλα του το αγόρι έπαιρνε τη μηχανή του και πήγαινε ουρλιάζοντας «Jeanny, quit living on dreams», έτσι και τώρα. Μόνο η μηχανή άλλαξε. Τώρα είναι πιο δυνατή!
0 notes
alexat11 · 9 years
Photo
Tumblr media
Shadow. The proof of light. (στην τοποθεσία P. Faliro - Athens)
0 notes
alexat11 · 10 years
Audio
Singing can be fun for me!
0 notes
alexat11 · 10 years
Text
Basilica
Tumblr media
Έβαλα το κεφάλι μου στο στέρνο του. Φοβόμουν  λίγο την αριστερή μεριά. Δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να πλησιάσω τόσο κοντά στη καρδιά του. Κι αν παίζει άλλο ρυθμό; Μήπως αν πλησιάσω σταματήσει;  Ακούμπησα με ασφάλεια δεξιά. Έκλεισα τα μάτια, Θεέ μου ησυχία, σιγουριά. Τρία λεπτά, πέντε ίσως. Κανείς δε θα ζητάει τίποτα από μένα, δίνω αβίαστα χωρίς να προσπαθώ, καταλαβαίνω ότι το βάρος μου επάνω του είναι καλοδεχούμενο, βάλσαμο ψυχής γι’ αυτόν να γίνεται λιμάνι για μένα, και μου έχει λείψει τόσο να δίνω αβίαστα και να παίρνω χωρίς όρους.
  Κυνηγός, κυνηγός, κυνηγός. Σε κίνηση, μη σταματάς, θα γίνεις βαρετός, πες κάτι, μίλα, βρες ένα αστείο, περιέγραψε κάτι σπάνιο, μη σταματάς, μόνο μη σταματάς, ζογκλέρ είσαι, όλα κάτω θα πέσουν αν σταματήσεις, από σένα όλα κρέμονται… Μα τι κάνει; Ξαπλώνει επάνω μου, και κλείνει τα μάτια. Χριστέ μου πόσο ήρεμο είναι το πρόσωπό της! Σωπαίνω να ακούσω την ανάσα. Ρυθμική, χαλαρή. Συντονίζομαι στην ανάσα της. Αυτό ήθελε. Αυτό ήθελα.
  Πέρασε ο χρόνος. Δε θέλω να σηκωθώ, θέλω να με πάρει ο ύπνος εδώ. Τι όνειρα να βλέπει κανείς σε αυτό το στέρνο επάνω άραγε; Ξένοιαστα; Ανάλαφρα; Τρομακτικά ίσως; Απελπισμένα ίσως; Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα μαμά, άσε με, κρυώνω και είναι ωραία εδώ. Ζεστά αν και άγνωστα. Αρέσω εδώ, μαμά, ανθίζω εδώ, δίνω ζωή εδώ μαμά.
  Φεύγει, γυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει, άλλαξαν πάλι τα μάτια της. Όταν μπήκε μου φάνηκαν λίγο απόμακρα, μα ήταν απλά αμήχανα, σαν το είναι μου που σάστισε μπρος σε αυτό που πήρε σα μικρό – μικρό παιδί που βλέπει το μεγαλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο τυλιγμένο να έρχεται στο μέρος του. Έτσι κι εγώ, όλη την ώρα το κράτησα, το γύρισα από εδώ από εκεί, το άκουσα, το μύρισα, το γεύτηκα, το άγγιξα, μα δε το άνοιξα. Σπίθα είναι, το ξέρω, σε βρεγμένα χόρτα, δυνατή σπίθα, μα και το χώμα νοτισμένο από δάκρυα βροχή, πως θα πάρει φωτιά, και φοβάμαι πως μόλις το ανοίξω θα σβήσει η σπίθα, θα χαθεί, θα μείνω στο κρύο. Αναπόδραστα, φεύγει.
  Περπατώ, κοιτάω ψηλά τ’  αστέρια δήθεν μα γελώ. Είμαι βιαστική και αγχωμένη, αλλά προλαβαίνω να σταματήσω το χρόνο για λίγο, να ρίξω μια ματιά στ’ αέρινο λιμάνι. Λιμάνι φάντασμα; Μπορεί. Ο χρόνος ξαναρχίζει να κυλά, είναι αργά, ν’ ανοίξω βήμα πρέπει. Βγαίνω στ’ ανοιχτά, φτάνω. Καταιγίδα. Χαλασμός. Τρομάζω και θυμώνω, βροντάω τη πόρτα πίσω μου ο θόρυβος της να σκεπάσει τους κεραυνούς που πέφτουν μέσα μου.
  Φουρτούνας απόηχος, τη βλέπω, καρυδότσουφλο μοιάζει, ανοίγω πανιά, ορμάω, πλησιάζω έτοιμος να σταθώ στο πλάι της. Το καρυδότσουφλο μεγαλώνει καθώς πλησιάζω, κάθε εκατοστό που καλύπτω αυτό μεγαλώνει κυβικά μέτρα ολόκληρα. Φτάνω. Φρεγάτα το καρυδότσουφλο. Βροντάει κανονιά. «Φύγε», ακούω. «Εδώ δεν είσαι μαχητής, να πας να δώσεις τη δική σου μάχη. Φύγε. Φύγε τώρα!».  Ησυχία. Απουσία. Πανιά κουρέλια. Βγάζω κουπιά, απομακρύνομαι, μαυρίζει ο ήλιος. Μαυρίζω κι εγώ.
  Ανάσες παίρνω. Μου λείπει το χαμόγελο στον καθρέφτη. Μπόρα ήταν, πέρασε; Ο ουρανός δε φτιάχνει. Λίγο δύναμη να πάρω, λίγο πριγκίπισσα να γίνω, ένα λεπτό μόνο και χίλιες καταιγίδες μετά παλεύω. Νάτος! Συνεπής. Με σκέφτηκε. Λέει πως είμαι στο μυαλό του, μα μήπως είναι αυτός στο δικό μου; Ξεχειλίζω από ζέστη. Μια χαραματιά λιακάδα, έστω και περαστική. Ας την κρατήσω. Ας την ανταποδώσω, ίσως γίνει λίγο πιο στέρεα. Θα το πω.
  «Ευχαριστώ που υπάρχεις» διαβάζω. Άνοιγμα ψυχής. Πανιά δυνατά ξανά, να τρέξω πάλι θέλω, μα κρατιέμαι. Συννεφιάζω. Γιατί, γιατί, ΓΙΑΤΙ δε με θέλει εκεί? Ξαναδιαβάζω. «Ευχαριστώ που υπάρχεις». Ανατριχιάζω. Ξανά. «Ευχαριστώ που υπάρχεις». Ξανά και ξανά και ξανά και… ο ουρανός αποκαλύπτεται! Κατάλαβα. Λιμάνι είμαι. Καταφύγιο είμαι. Δύναμη δίνω και δύναμη παίρνω. Λιμάνι ναι!
0 notes
alexat11 · 10 years
Text
Σκοτεινή μα tabula rasa!
Στη Ζάκυνθο, στο μακρινό πλάνο, η αύρα του φθινοπώρου ετοιμάζονταν να φυσήξει μακριά την ηρεμία του καλοκαιριού. Στο κοντινό, οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου, έδιναν τη θέση τους σε ένα φεγγάρι που σε λίγο θα γέμιζε τον ουρανό. 
  Μπορούσα άραγε να αποφύγω το πικρό ποτήρι της επιστροφής στην καθημερινότητα της Αθήνας; Στην εξαντλητική πραγματικότητα του τσιμέντου, της κίνησης, της μόλυνσης των χρωμάτων, του αέρα και εν τέλει των ψυχών των ανθρώπων;
  Αντίθετα με αυτό το πικρό ποτήρι, ένα άλλο ποτήρι, παγωμένο, βαρύ με κάποιους βαθμούς αλκοόλ και αρκετό αφρό, κάθε άλλο παρά το απέφευγα εκείνη τη μέρα στην Υλήεσσα. Σήκωσα το βλέμμα μου και άρχισα να παρατηρώ το χάσιμο των χρωμάτων από τον ουρανό, ενώ αναρωτιώμουν:
«Γιατί δεν μετακομίζω; Γιατί δεν έρχομαι εδώ να ζω σαν άνθρωπος, μακριά από τη δηλητηριώδη ζωή της πρωτεύουσας; Να δουν τα παιδιά μου τα χρώματα της φύσης, να μάθουν τι σημαίνει άνοιξη και τι φθινόπωρο, να παίξουν, να τρέξουν, να κάνουν ποδήλατο, να…,να….;»
Ο φίλος μου o Τάσος, που με συνόδευε στη μπυρίτσα και τον απαραίτητο μεζέ, γέλασε κάτω από το νησιώτικο  μουστάκι του. Σε τραγουδιστά Ζακυνθινά μου είπε:
«Εύκολο το βλέπεις, σωστά φιλαράκο; Εσύ έρχεσαι εδώ τα καλοκαίρια και αγοράζεις μια παρένθεση στο χρόνο. Πληρώνεις για να μείνεις, για να φας, ακόμα και να τραγουδήσεις ή να χορέψεις. Περνάς αρχοντικά και νοιώθεις σαν το βάρος σου να έχει περάσει στις πλάτες των άλλων. Όλοι προσπαθούν να σε εξυπηρετήσουν. Δεν υπάρχει κανείς να ζητάει κάτι από σένα, όσο είσαι εδώ μόνο απολαμβάνεις. Λιγότερο ή περισσότερο.» Δε μου άρεσε που το πήγαινε και κάτι πήγα να ψελλίσω, αλλά μου το έκοψε απότομα. «Δε βλέπεις και τις δύο όψεις του νομίσματος…»
  Συνέχισε λέγοντάς μου για τις δυσκολίες της καθημερινότητας και όλες τις ιδιαιτερότητες της ζωής μακριά από την πόλη. Καθώς μίλαγε, Ζακυνθινά, γρήγορα και κελαρυστά,  εγώ γύρισα πίσω στο χρόνο και βρέθηκα σε ένα καφέ στα Βριλήσσια. Προσγειώθηκα στη μέση μιας παρόμοιας κουβέντας με έναν επαγγελματία παίκτη του πόκερ.
  Όπως και τώρα, έτσι και τότε, κάποιος προσπαθούσε να μου περιγράψει κάτι άγνωστο και λαχταριστό για μένα. Μιά άλλη ζωή, μια άλλη πλευρά, ένα νέο κόσμο. Η ζωή ενός επαγγελματία ποκερά που, όπως και τη ζωή στην επαρχία, μόνο να τη φανταστώ μπορούσα.  Εκείνος όμως την ήξερε καλά και μου την έδινε πραγματική και ωμή. Όχι με λαμπερά φώτα, μεγάλα κέρδη , και πετυχημένα showdown. Όχι αυτή του απεριόριστου ελεύθερου χρόνου, της δόξας και της μεγάλης ζωής.
    Μου έλεγε:
«Δε βλέπεις και τις δύο όψεις του νομίσματος.Τη μια μέρα κρατάς στα χέρια σου τις ελπίδες των άλλων που τις αντάλλαξαν με μάρκες, την άλλη μέρα έχεις θυσιάσει τις δικές σου. Γαμημένο πράγμα το variance. Θέλει πολύ δύναμη να συνηθίσεις να ζεις μαζί του αλλά ούτε και τότε δε το ανέχεσαι. Σαν να φοράς χοντρό μάλλινο στον καύσωνα»
  Συνέχισε:
 Χρειάζεται συνεχή εγρήγορση και βελτίωση. Δεν σου επιτρέπεται να μείνεις πίσω ούτε στιγμή. Οι άλλοι γίνονται όλο και καλύτεροι και ο στόχος τους είναι ένας. Εσύ! Πρέπει να κυριαρχείς συνεχώς στον εαυτό σου και στις παρορμήσεις του. Αλλά ακόμα κι αν νικήσεις το παιχνίδι, δεν έχεις τελειώσει. Πρέπει να το διαλύσεις για να μπορέσεις να συντηρηθείς και όλο αυτό πρέπει να το κάνεις χωρίς να δώσεις στόχο και χωρίς να χάσεις πελάτες.»
  Έκανε παύση και τα μάτια του σκοτείνιασαν:
«Αλλά μέχρι εδώ, αυτά που σου είπα, παρ’ όλο που είναι ικανά να αποτρέψουν το σύνολο σχεδόν των παικτών που δεν έχουν εμπειρία στο τι θα πει επαγγελματίας παίκτης πόκερ, δεν είναι τίποτα μπροστά στο αθέατο τέρας, που σε ακολουθεί σε κάθε βήμα, σε κάθε χέρι που παίζεις και που είναι έτοιμο να σε καταπιεί κάθε στιγμή»
  «Ποιο είναι αυτό το τέρας», ρώτησα αφελώς (θα έπρεπε να είχα καταλάβει).  
Ο επαγγελματίας πήρε μια ρουφηξιά από το πούρο του και φύσηξε μακρια τον καπνό σαν να ήθελε κάτι να ξορκίσει. Μετά από αυτή την ιεροτελεστία με κοίταξε σταθερά και βαθιά. Πίστεψα ότι το βλέμμα του ήταν ειλικρινές, ή τουλάχιστον όσο πιο ειλικρινές μπορεί να είναι το βλέμμα ενός ποκερά που κοιτάει έναν άλλο παίκτη.Η φωνή του ήταν αλλαγμένη όταν είπε:
 «Η έλλειψη αυτοεπιβεβαίωσης. Δεν έχεις ιδέα πόσο μάταιο είναι να αισθάνεσαι ότι η προσφορά σου στον κόσμο μέσα από την επαγγελματική σου ζωή, είναι μηδενική. Ότι το πιο σημαντικό πράγμα που μπορείς να πετύχεις στην επαγγελματική σου καριέρα, αρχίζει και τελειώνει μέσα σε 3 – 4 λεπτά σε ένα μικρό τραπέζι περιτριγυρισμένο από τζογαδόρους»  
Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Επαναστάτησα όμως γιατί μου ήταν σαφές ότι είχε άδικο. Από την άλλη, αυτός είχε εμπειρία, εγώ είχα άποψη και η φύση των απόψεων έχει ήδη περιγραφεί γλαφυρά από τον Dirty Harry. Δεν κρατήθηκα όμως, χαρακτηριστικό παράδειγμα ερασιτέχνη παίκτη που παθιάζεται με τα φύλλα που έχει στο χέρι του.
  «Δεν είναι έτσι!» κάνω, με θράσος πόρνης και ύφος τσατσάς, σαν να του ανέβαζα το στοίχημα πριν ακόμα ανοίξουν οι μπόμπες.
«Εσείς οι επαγγελματίες δίνετε κάτι πίσω. Όλοι εμείς οι ερασιτέχνες που ασχολούμαστε με το πόκερ, το κάνουμε γιατί θέλουμε να ξεδώσουμε. Άλλος κάθεται στο τραπέζι για να πάρει τα ρίσκα που στη ζωή του απεχθάνεται αφού εκεί θα ήταν πραγματικά ακριβά.. Άλλος τονώνει την αυτοπεποίθησή του βλέποντας μόνο τις πετυχημένες μπλόφες του. Άλλος ζει για λίγο το όνειρο του εύκολου κέρδους, ενώ άλλος ξορκίζει την ανεπάρκειά του μέσα από την ατυχία του που εύκολα την προσωποποιεί πάνω στη τσόχα. Για να μη μιλήσουμε γι’ αυτούς που απλά θέλουν να νοιώσουν την αδρεναλίνη να κυκλοφορεί στο αίμα τους και δεν έχουν κάποια άλλη δυνατότητα».
  Χρησιμοποίησε το poker face του για να με κοιτάξει. Αδύνατον να καταλάβω τι σκεφτόταν για όλα αυτά. Συνέχισα ανεβάζοντας κι άλλο το στοίχημα:
«Όλοι εσείς οι επαγγελματίες, χρησιμοποιείτε το μυαλό σας την ώρα που εμείς ικανοποιούμε το θυμικό μας. Η ανταλλαγή είναι τίμια. Αν δεν υπήρχατε στα τραπέζια, εμείς δε θα μπορούσαμε να αγοράσουμε αυτά που μας λείπουν. Και αφού τα αγοράζουμε, κάπως πρέπει να τα πληρώσουμε. Η τελική χασούρα μας  είναι η αμοιβή σας»
  Το bet μου ήταν τεράστιο. Και νομίσα πως κέρδισα την παρτίδα, όταν άκουσα:
«Είμαστε λοιπόν ψυχαγωγοί, κατά πως τα λες. Με αυτά που μου είπες πράγματι έδωσες ένα νόημα, ποτέ δεν το είχα σκεφτεί έτσι.»
  Κατάλαβα όμως γρήγορα πως ήταν μια παρένθεση νίκης μόλις ολοκλήρωσε τη φράση του:
«Αφού αυτό που βρίσκεις στο τραπέζι του πόκερ είναι τόσο σπάνιο και σημαντικό για σένα, δεν έχω λόγο να σε πείσω για το αντίθετο. Θα σε αφήσω να το πιστεύεις, αλλά να είσαι σίγουρος πως θα θυμηθώ να σε χρεώσω κάτι παραπάνω την επόμενη φορά που θα βρεθούμε αντίπαλοι στο παιχνίδι.»
  Πίσω στη Ζάκυνθο, ο Τάσος είχε σταματήσει να μιλάει. Μας είχε παραγγείλει δύο ακόμα παγωμένες μπυρίτσες και χάζευε το φεγγάρι. Τα λόγια του εδώ και ώρα είχαν πετάξει στον ουρανό χωρίς να περάσουν από τα αυτιά μου. Μόλις όμως το φεγγάρι γέμισε τον ουρανό, εγώ είχα πια καταλάβει. Στο φως του τσουγκρίσαμε στην υγειά μας και στη παρέα μας.  Αλλά εγώ έκλεισα το μάτι στο ολόγιομο φεγγάρι και ήπια και για την τύχη μου. Γιατί είμαι τυχερός που μπορώ να δω μόνο τη μία πλευρά του και στην άλλη να βάζω ότι εγώ γουστάρω. Ήρωες ή κακούς, νεράιδες ή μάγισσες, φόβους ή πόθους, όλους μπορώ να τους ακουμπήσω εκεί και όποτε θέλω να τους φωνάζω για παρέα. Γιατί την άλλη πλευρά του φεγγαριού, τη σκοτεινή, τη πλάθω όπως εγώ θέλω.
Tumblr media
0 notes
alexat11 · 10 years
Text
Smoking Break
Τα γραφεία στον δέκατο πέμπτο όροφο δεν είναι πια προνομιούχα. Σίγουρα παραμένουν ευάερα, ευήλια και η θέα που έχουν στην Ακρόπολη κάνει την απόσταση Χρυσός Αιώνας – Αμπελόκηποι να φαίνεται σα σημείωση πάνω στο χάρτη του μετρό. Όμως, όποιος θέλει  να καπνίσει πρέπει να πάρει το ασανσέρ και να μετρήσει έναν – έναν όλους τους ορόφους κατεβαίνοντας.
Η Βαλάντω σηκώθηκε από το θέση της. Άρχισε να περπατάει προς την έξοδο. Καθώς περνούσε ανάμεσα από τα γραφεία των συναδέλφων έκανε βιαστικά ένα νόημα με το κεφάλι και με το χέρι έδειχνε, σαν από υποχρέωση, το πακέτο των τσιγάρων. Δεν ανταποκρίθηκε κανείς στην, έτσι κι αλλιώς απρόθυμη, πρόσκληση. Πανωφόρι δε πήρε. Μεσημεράκι φθινοπώρου στην Αθήνα μπορείς και χωρίς.  Όλο το πρωί, μετά που σχεδόν έδιωξε τον άντρα της για τη δουλειά και τα παιδιά για το σχολείο, καθόταν τσίτσιδη μπροστά στη ντουλάπα και έψαχνε τα ρούχα της. Στην εταιρεία πήγαινε, αλλά σήμερα ήθελε να τονίσει την γυναικεία της πλευρά και όχι την εργατική. Μια pencil skirt στο χρώμα του γραφίτη και ένα λευκό  αεράτο πουκάμισο θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Ένα, αλλά μεγάλο, βραχιόλι, μια λευκόχρυση αλυσίδα στο λαιμό και λίγο πιο μακριά  σκουλαρίκια, αφού θα είχε τα μαλλιά της λυτά, ήταν σίγουρα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Όπως και η λεπτομέρεια της τελευταίας στιγμής, μια λεπτή ζώνη. Όχι, δε θα τα έκρυβε όλα αυτά με ένα πανωφόρι μόνο και μόνο επειδή είναι Νοέμβριος.
Κατευθύνθηκε στον κεντρικό διάδρομο του κτιρίου, εκεί που είναι τα τρία μεγάλα ασανσέρ. Καλογυαλισμένα, με καθρέφτες και καγκελάκι γύρω – γύρω στο εσωτερικό, διπλές πόρτες και stop ασφαλείας. Πάτησε το κουμπί ενώ γύρισε το κεφάλι της από την αντίθετη μεριά καθώς περίμενε. Πίσω από τη γυάλινη είσοδο που αντίκρισε, η θέση που τράβηξε το βλέμμα της ήταν άδεια. Κατέβασε το κεφάλι, ένα γαργαλητό ανέβηκε στο λαιμό της, χαμογέλασε κρυφά και νόμισε ότι κοκκίνισε. Πέρασε από το μυαλό της η εικόνα του να ετοιμάζεται για τη συνάντησή τους. Τι θα είχε διαλέξει σήμερα για να της τραβήξει τη προσοχή; Μπήκε στο ασανσέρ και άρχισε να κατεβαίνει. 
Στο δεύτερο όροφο το ασανσέρ σταμάτησε. Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ένας κλόουν με μεγάλα παπούτσια, στολή, περούκα, μακιγιάζ, κόκκινη μύτη και ένα μπουκέτο μπλε τριαντάφυλλα. Πολύ σοβαρός και ευθυτενής μπήκε στο ασανσέρ, στάθηκε μπροστά της και την κοίταξε κατ’ ευθείαν στα μάτια. Η Βαλάντω τα ΄χασε, αλλά δε διαμαρτυρήθηκε. Άσε που δεν ήξερε ότι υπάρχουν μπλε τριαντάφυλλα. Μέχρι τον πρώτο όροφο δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω της. Όταν άνοιξε η πόρτα, αυτός έκανε ένα βήμα πίσω, χωρίς να σταματήσει να την κοιτάει, έβγαλε ένα τριαντάφυλλο της το πρόσφερε και καθώς η πόρτα έκλεινε σαν αυλαία, έκανε μια βαθειά υπόκλιση.
Έφτασε στο ισόγειο, με το μπλε τριαντάφυλλο στο χέρι, και σχεδόν έτρεξε μέχρι τη περιστρεφόμενη πόρτα. Έβλεπε τις φιγούρες που κάπνιζαν παρέες – παρέες ή και μόνες τους και προσπαθούσε μέσα από το τζάμι να ξεχωρίσει τη δική του. Δε βρήκε τίποτα. Όταν επιτέλους βγήκε έξω κοίταξε γύρω της. Δεν είδε αυτό που ήθελε. Άναψε το τσιγάρο και έκατσε να περιμένει.
- Δε μπορεί, όπου να είναι θα έρθει! σκέφτηκε και άρχισε να περιεργάζεται το μπλε τριαντάφυλλο.
Δεν ήρθε όμως. Έσβησε το δεύτερο τσιγάρο και αποφάσισε να επιστρέψει στο γραφείο. Μπήκε μόνη στο ασανσέρ και πάτησε τον δέκατο πέμπτο. Στον πρώτο όροφο  η πρώτη στάση. Η πόρτα άνοιξε και τότε τον είδε. Είχε βγάλει τη στολή, τη περούκα, το μακιγιάζ και τη κόκκινη μύτη. Είχε κρατήσει μόνο ένα μπλε, σαν τα μάτια της, τριαντάφυλλο στο χέρι. Για άλλη μια φορά κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της και καθώς το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει, αυτός έκλεισε το διακόπτη. Η καμπίνα ακινητοποιήθηκε, μαζί και ο χρόνος. Κρατούσαν σφιχτά τα τριαντάφυλλα στο χέρι χωρίς να μιλούν, χωρίς να κουνιούνται, χωρίς σχεδόν να αναπνέουν. Μόνο κοιτάζονταν.
Δε το αποφάσισε να πάρει τη πρωτοβουλία. Απλά το έκανε. Πέρασε τα χέρια της στο λαιμό του και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Αυτός ανταποκρίθηκε πρόθυμα αγκαλιάζοντάς την από τη μέση. Το φιλί τους έγινε πιο βαθύ και πιο δυνατό, ενώ τα χέρια τους άλλαξαν γρήγορα θέση. Άρχισαν να εξερευνούν πρόσωπα, στήθος, στέρνο, γλουτούς. Ξέμπλεξαν τις γλώσσες τους και τραβήχτηκαν. Δύσκολα κατέβηκε η φούστα, καταραμένη pencil skirt, λύθηκε η ζώνη ελευθερώθηκε το άσπρο πουκάμισο από τη μέση. Αυτός τη γύρισε προς τον καθρέφτη και κολλημένος πίσω της έσκυψε και τη φίλησε στο λαιμό. Κάτω από το πουκάμισο της τα χέρια του έμειναν για λίγο στη κοιλιά πριν ανεβούν στο στήθος της. Τον έβλεπε από τον καθρέφτη κατά πρόσωπο καθώς τη φιλούσε και τη χάιδευε ενώ τα χέρια της έψαξαν προς τα πίσω το κορμί του. Τον έπιασε από τους γλουτούς και τον κόλλησε επάνω της καθώς άρχισαν να χτυπούν τα κουδουνάκια και οι πόρτες του ασανσέρ από τους άλλους ορόφους.
Πάτησε στο ένα πόδι και ανέβασε το άλλο στο καγκελάκι. Με τα χέρια της στηρίχθηκε στον καθρέφτη. Είχε αρχίσει να ιδρώνει και η ανάσα της πάνω στο γυαλί το θόλωνε. Αυτός γρήγορα κατέβασε τα χέρια του στη μέση της και με μια γρήγορη κίνηση μπήκε μέσα της. Τον ένιωθε και τον κοίταγε μέσα από τους καθρέφτες καθώς γινόντουσαν ένα. Το είχαν ξανακάνει, αλλά ποτέ τόσο κρυφά, τόσο γρήγορα, τόσο παράνομα. Οι ανάσες τους γινόντουσαν όλο και πιο γρήγορες, ενώ τα χτυπήματα στις πόρτες του ασανσέρ, από 15 ορόφους, γινόντουσαν όλο και πιο έντονα, όλο και πιο ρυθμικά, όλο και πιο γρήγορα. Όταν πια δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τους ήχους, τέλειωσαν. Για λίγο έμειναν αγκαλιασμένοι, κολλημένοι ο ένας πάνω στο σώμα του άλλου, πλάτη, πρόσωπο, προφίλ, όλα έγιναν ένα μέσα από τους καθρέφτες. Οι ανυπόμονοι στους άλλους ορόφους μπορεί και να σταμάτησαν, μπορεί και όχι, αλλά για μερικά δευτερόλεπτα δε συνέβαινε απολύτως τίποτα. Μετά με μια κίνηση ξεχώρισαν, ντύθηκαν βιαστικά, το άσπρο πουκάμισο δε μπήκε σωστά στη θέση του, ούτε και η μικρή ζώνη. Τέλος σήκωσε τα δύο μπλε τριαντάφυλλα από το πάτωμα και του έδωσε το δικό του. Αυτός χαμογέλασε, της χτένισε λίγο τα μαλλιά με τα χέρια και άνοιξε το διακόπτη ασφαλείας. Το ασανσέρ κινήθηκε προς τα πάνω.
Το απόγευμα έφτασε πρώτη στο σπίτι. Τακτοποίησε το μπλε τριαντάφυλλο σε ένα μακρόστενο βάζο, έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε για μπάνιο. Το ζεστό νερό τη χαλάρωσε και έτσι όταν ήρθε ο άντρας της, κατέβηκε πρόσχαρη στο σαλόνι. Εκείνος την είδε, της χαμογέλασε, έβγαλε τα παπούτσια του και άρχισε να προχωράει προς τα μέσα. Κοντοστάθηκε όμως και το βλέμμα του σοβάρεψε. Αυτή έμεινε ακίνητη και τον παρατηρούσε καθώς αυτός έπιασε το λεπτό βάζο με το μπλε λουλούδι. Αργά έβγαλε το τριαντάφυλλο και έχυσε το νερό. Άνοιξε ένα ντουλάπι, πήρε ένα μεγαλύτερο βάζο και έβαλε μέσα και το δικό του μπλε τριαντάφυλλο.
0 notes
alexat11 · 11 years
Photo
Tumblr media
Διάλογος.
Έφτασα νωρίς. Μου είχε πει να του κάνω μια αναπάντητη την ώρα που θα έφτανα, αλλά του θύμισα πως δεν έχω κινητό και ούτε πρόκειται να πάρω. Τι διάολο; Τόσα χρόνια πως ζήσαμε χωρίς το μαραφέτι; Και να ΄μαι τώρα, περιμένω να κατέβει καθώς είμαι παρκαρισμένος παράνομα μπροστά στο γραφείο του. Ο μπάτσος από απέναντι κάνει πως δε με κοιτάει, καθώς μοιράζει τις προτεραιότητες στη διασταύρωση.
Ανάβω τσιγάρο. Όταν ο γιός μου ήταν μικρός με είχε παρακαλέσει να το κόψω. Κάποιος στο σχολείο τους είχε πει ότι το τσιγάρο κάνει κακό και όταν ο πιτσιρικάς γύρισε σπίτι, ήρθε κοντά, στάθηκε μπροστά μου και είπε πως αν τον αγαπώ και θέλω να τον βλέπω για πολλά χρόνια ακόμα, θα πρέπει να σταματήσω να καπνίζω. Άσε που τρόμαζε γιατί του φαινόμουν σα θυμωμένος δράκος που πετάει καπνούς όλη την ώρα. Του μίλησα απότομα και τον έστειλα να διαβάσει ξεκαθαρίζοντας πως θα ήταν καλύτερο να μελετάει παρά να ανακατεύεται στις υποθέσεις των μεγάλων. Όσο είναι μικρά, τα κάνεις ότι θες.
Ο μπάτσος από απέναντι σφυρίζει και με κοιτάει. Μου κάνει νόημα με το χέρι να φύγω. Εγώ του δείχνω το ρολόι, τρίβω τον αντίχειρα στο δείκτη, κάνω απολογητική γκριμάτσα, ζητώντας παράταση της υπομονής του. Καλού – κακού ανάβω και τα φλας του αυτοκινήτου.
Όπου να ΄ναι θα κατέβει. Το ξέρει ότι δεν μπορώ να μείνω παρκαρισμένος ώρα εδώ. Στο τηλέφωνο μου πρότεινε να πάω στο πάρκινκ της εταιρείας, να το βάλω στη δική του θέση. Περηφανεύτηκε κιόλας ότι αυτός δε χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο, αλλά κατεβαίνει με το μετρό. Οικονομικότερα και γρηγορότερα και άλλες μοντερνιστικές αηδίες. Πάρε βρε το αυτοκινητάκι σου! Να είσαι άρχοντας, να ακούς το ραδιάκι σου, να κάνεις το τσιγαράκι σου! Διευθυντής άνθρωπος, να μην έχεις τον τρόπο σου; Γέλασε και μου είπε να φροντίσω να είμαι στην ώρα μου. Κατάλαβες φίλε μου; Μεγάλωσε τώρα κι άντε να τον μαζέψεις.
Ο μπάτσος τώρα μου κάνει νόημα και φωνάζει. Δεν τον ακούω, αλλά είναι προφανές ότι με διατάζει να φύγω. Καλά, ας’ τον να λέει. Του ξαναδείχνω το ρολόι, μετά με τα δύο χέρια την είσοδο του κτιρίου και τέλος σηκώνω τους ώμους. Τι να κάνω αφού δεν έρχεται; Να φύγω να κάνω κύκλους; Ο μπάτσος κώλωσε. Μάλλον δε κατάλαβε γιατί γυρίζω το χέρι μου γύρω – γύρω με το δείκτη προτεταμένο. Αλλά η απορία του δε τον κράτησε για πολύ ακίνητο. Ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος μου. Ταυτόχρονα ανοίγει η πόρτα του κτιρίου και βγαίνει ο μικρός με το κουστούμι, τη γραβάτα και τη τσάντα στο χέρι. Κορνάρω, γυρίζει προς τα μένα. Του κάνω νόημα, έλα γρήγορα, και του δείχνω τον μπάτσο μπροστά. Εκείνος κοιτάει, τον βλέπει, καταλαβαίνει τι γίνεται, σηκώνει το χέρι καθησυχάζει τον μπάτσο με ένα κούνημα του κεφαλιού και έρχεται τρέχοντας προς το αμάξι. Εγώ ανοίγω τη πόρτα για να δείξω ότι ήρθε αυτός που περίμενα, χαμογελάω στο μπάτσο για να καταλάβει ότι δεν έγινε και τίποτα που περίμενα δυο - τρία λεπτά πάνω στη λεωφόρο και αγκαλιάζω το γιό μου. Μ’ αγκαλιάζει κι αυτός, μου χτυπάει τη πλάτη και μου λέει:
-          Πάλι καπνίζεις βρε πατέρα;
0 notes
alexat11 · 11 years
Text
Piatnik
Σε κόβω. Δε βλέπεις. Δώδεκα ζευγάρια μάτια έχεις, όλα ζωγραφιστά. Υπάρχουν ψυχές που ορκίζονται ότι τους έχεις κλείσει με νόημα το μάτι . Από αυτές άλλες τις φρόντισες γιατί σε πίστεψαν και άλλες τις τιμώρησες, για τον ίδιο λόγο. Πως διαλέγεις; Σέβεσαι για φοβάσαι; Αγαπάς ή μισείς;
Σε ανακατεύω. Γουργουρίζεις. Τόσα στόματα, μιλιά δε βγάζουν. Χορεύεις στα χέρια μου, απλώνεσαι, μαζεύεσαι, βολεύεσαι, μοιράζεσαι. Ανοίγεις λίγο – λίγο, κομμάτι – κομμάτι. Ποτέ ολόκληρη. Ακόμα κι αν έχεις σπάσει σε δέκα χέρια, κρατάς μέσα σου τη μαγεία. Σε αυτά που δε δείχνεις. Σου αρέσει να σε κοιτούν και να μαντεύουν. Ατάραχη μένεις, ακίνητη, ίδια και απαράλλαχτη σε όλα σου τα κομμάτια, μη τύχει και καρφωθείς, μη γίνεις μια σημαδεμένη, βρισιά τέτοια δε καταδέχεσαι.
Σε προκαλώ. Με χλευάζεις. Μου πετάς στα μούτρα χρώματα, σχήματα, αριθμούς. Με αφήνεις να αγωνιώ, γελάς μαζί μου γιατί προσπαθώ να βάλω κανόνες στη φύση σου. Εσύ είσαι ελεύθερη. Τυχαία. Ανάλαφρη. Επικίνδυνη.
Σε αγνοώ. Μου κάνεις το χατίρι. Έτσι διαλέγεις. Μου το φυλάς για αργότερα όμως. Δε σου δίνω σημασία, μπας και το ξεχάσεις. Το ξέρουμε όμως και οι δυό. Μάταια κάνω πως δε σε βλέπω καθώς σε μαζεύω από κει που σκόρπισες. Θα μου τη φέρεις. Τέτοια είσαι. Τέτοια ήσουν πάντα. Άπιστη. Δε νοιάζεσαι. Μένω εγώ πιστός.
Σε μισώ. Πας με τον άλλον. Γιατί; Τι του ζήλεψες; Σε μάγεψε και του ‘κανες όλα τα γούστα. Σε μέτρησα και σε βρήκα ολόκληρη, αλλά κράτησες για μένα τα λιμά. Ξανά και ξανά. Τι ζητάς;
Σε αλλάζω. Φεύγεις και ξανάρχεσαι. Αλλαγμένη μα ολόιδια. Άλλα χρώματα, ίδια χούγια. Σφραγισμένη πάλι, περιμένεις τη Πανδώρα να σε ανοίξει.  Έχεις την ελπίδα για λεπίδα. Κόβεις.
0 notes
alexat11 · 11 years
Text
Πρωί καθημερινής.
Φεύγω. Ανοίγω το γκάζι με το δεξί μου χέρι, βάζω τα πόδια στους μασπιέδες και ξεκινώ.
Ο καιρός είναι καλός, ο δρόμος στεγνός, τα αυτοκίνητα λίγα και γρήγορα ένα κομμάτι του μυαλού μου παίρνει αθόρυβα μπρος και αναλαμβάνει να οδηγήσει τη μηχανή αφήνοντας χώρο στο υπόλοιπο για να ξεκινήσει να σκέφτεται την ημέρα μπροστά μου, ημέρα φορτωμένη το χτες, χρεωμένη το σήμερα, οραματιζόμενη το αύριο, γιατί έτσι είναι πάντα το αύριο, αερικό, όνειρο με πολύ βαρύ φορτίο για να το σηκώσει το ίδιο, οπότε το μοιράζει στο χτες και το σήμερα σα βασιλιάς, σαν αυτοκράτορας αρκετά δυνατός για να επιβληθεί στους υπηκόους του αλλά και εξαιρετικά λεπτεπίλεπτος για να φροντίσει τον εαυτό του και χρειάζεται να τους έχει όλους να δουλεύουν γι’ αυτόν καθώς εκείνος τους προμηθεύει με το κίνητρο για να προχωρήσουν άλλο ένα βήμα, έτσι ακριβώς και το δικό μου αύριο κουβαλιέται από το σήμερα, από το πολύ φορτισμένο σήμερα της δουλειάς και των προθεσμιών, της οικογένειας και των πολλών ρόλων, του εαυτού και των ατελείωτων στόχων, των κάποτε ξεκάθαρων στόχων του χτες, αλλά καθώς μεγαλώνουν μαζί μου μπλέκουν και δε ξέρω πια σε ποιό κεφάλαιο της ζωής μου βρίσκομαι καθώς προσπαθώ να τους εξυπηρετήσω, με συνέπεια τώρα και όχι με λαχτάρα όπως παλιότερα, ίσως γιατί τόσο πολύ μπλέχτηκαν και έγιναν ένα άχρωμο μίγμα, ένα χωνευτήρι επιθυμιών, αν και κάπου – κάπου ξεφυτρώνει μια σπίθα με τη μορφή ας πούμε μιας φάρμας μακριά από τη πόλη, μια σπίθα βραχύβια γιατί είναι καταδικασμένη να σβήσει στη θάλασσα από καλοαναθρεμμένα ανεκπλήρωτα θέλω, θηρία ανήμερα πια, διψάνε για να πιουν δυναμικό και όνειρα, αδηφάγα θέλω, ικανά σίγουρα να κατασπαράξουν και εμένα προκειμένου να ζήσουν, αλλά πώς να ζήσουν χωρίς εμένα, εμένα πάνω σε δύο ρόδες με το μισό μου μυαλό να σκέφτεται πώς να πατήσει φρένο, να κομπλάρει το συμπλέκτη, να βγάλει το φλας και το άλλο μισό να τρέχει ανεξέλεγκτο σε λεωφόρους νευρώνων με άλλους κώδικες κυκλοφορίας και παράξενες διαδρομές, χωρίς προορισμούς, αλλά μόνο ενδιάμεσους σταθμούς γεμάτους με χρώματα, γεύσεις και ακούσματα αυστηρά προσωπικά αλλά και τόσο έντονα συντροφικά, να μη μπορείς να τα κρατήσεις για σένα, να μη μπορείς όμως και να τα πεις.
Έφτασα. Με το χέρι κλείνω το διακόπτη, με το πόδι ανοίγω το σταντ και κατεβαίνω.
0 notes
alexat11 · 11 years
Text
Δημιουργια
Τρεχάλα και μεσημέρι γωνία ξεκινώ. Κολυμπάω μέχρι τη Λεωφόρο. Πιάνομαι από ένα περίπτερο που πλέει, ένας περαστικός γραπώνεται από τη μισοβυθισμένη μισθοδοσία που στροβιλίζεται γύρω από τη δίνη των δανείων. Τα μάτια του άδεια. Ο τροχονόμος δίνει προτεραιότητα στα προβλήματα, σταματάει τα όνειρα, ο Φαέθωντας πάρκαρε τον ήλιο πάνω στο πεζοδρόμιο και περιμένει τη σειρά του στην Εφορία. Ένα μικρό παιδί με φωνάζει, κι άλλο, γυρίζω μα δε τα βλέπω. Αφήνω το περίπτερο να συνεχίσει το δρόμο του και επιπλέω με τη μύτη ψηλά και τα μάτια χαμηλά. Μια χρεωκοπία περνάει από δίπλα μου παραλίγο να με χτυπήσει, τσακίζει το διπλανό μου, σηκώνω τα μάτια και βλέπω ένα πορτοκαλί φόντο, άδειο μα όχι εντελώς. Έχει μια μαύρη κουκίδα, κάνω να φύγω μα το μυαλό μου μένει στη μαύρη κουκίδα και γυρνώ προς τα εκεί. Γυρίζω, τη καρφώνω με το μάτι, ο Μωυσής μου ανοίγει το δρόμο, η θάλασσα χωρίζεται στα δυό, διάδρομος εκ κουκίδας μαύρης εκπορευόμενος. Προχωρώ, παίρνει σχήμα η κουκίδα, γίνεται πιάνο. Ένα πιάνο σε πορτοκαλί φόντο στη μέση του Λεωφόρειου Πελάγους που έχει ανοίξει στα δύο.
Περνάω μέσα από τη βιτρίνα σα φάντασμα, ανοίγω  τη κορνίζα μπαίνω μέσα. Ακουμπάω το πιάνο, ο ήλιος έφυγε από το πάρκιν και πήγε στο βάθος, παράλληλα με την αμμουδιά και την κάνει πορτοκαλί, δεν είναι φόντο η αμμουδιά, η Ζωή είναι, αλλοίμονο, μόνο μέσα από τη κορνίζα φαίνεται. Έχει ένα σκαμπώ μπροστά, τέσσερα ποδαράκια, κάθομαι και γίνονται έξι, περιμένω, ξεκουράζομαι, ο ήλιος ακίνητος πάντα παράλληλα με την άμμο. Ρυτίδες, στόμα και μάτια έρχονται σε μένα. - Πόσα; Ρωτάω τις ρυτίδες Με ζυγίζουν - 500, μου απαντούν, παλιά τα δίναμε 250 και 300 χιλιάδες δραχμές. Ξέρεις; Είμαστε εδώ σαράντα χρόνια τώρα. Στέκω. Ντρέπομαι να ρωτήσω μα δε βαστώ. - Δε ξέρω αν είναι ανατολή η δύση. Δε φαίνεται. - Για δες καλύτερα. Όταν βάζω τον ήλιο ν’ ανατέλλει γεμίζω τη γη με χρώματα παγωμένα, λέει το στόμα καθώς γελάει, ενώ τα μάτια που αστράφτουν γεμίζουν με βουβά λόγια από αυτά που έχουν ανάγκη δυο ψυχές. Μια να μη ντρέπεται να τα πει και μια άλλη να μη φοβάται να ακούσει. "Τεχνίτης είμαι. Δημιουργός είμαι. Γιατί παρατηρητικός είμαι και όλα με το πινέλο μου τα βλέπω. Όλα χρώματα είναι. Κι η πλημμύρα και το χώμα και τα δάνεια κι όλα. Άλλο από χρώματα δεν έχει. Μα πρέπει εσύ να το ξέρεις ήδη αυτό, έτσι νοιώθω, γαλάζιο νοιώθω, το ξέρεις σίγουρα. Κόκκινα και απαράλλαχτα έτσι και εσύ βλέπεις, αν με ακούς. Γιατί αν δε μ’ ακούς, κίτρινα όλα, μάταια."
Άφησα τη δύση κι έφυγα από το κάδρο. Μια γη έφτιαξαν τα πινέλα, μια γη την ώρα της δύσης. Εφτά μέρες, εφτά ώρες ή εφτά τέρμινα ποιός ξέρει. Ποιός νοιάζεται. Αδιάφορο γκρι. Ότι θέλει φτιάχνει, όπως το θέλει εξηγεί. Μια φορά, η θάλασσα στράγγιξε από τη λεωφόρο και άφησε στη θέση της άσφαλτο. Μαύρη. Με άσπρες γραμμές και κόκκινα αυτοκίνητα.
0 notes
alexat11 · 11 years
Text
Κρίση
 Πρωί
 Είναι αγουροξυπνημένος. Προσπαθεί να αποφύγει τη μέρα. Σκυφτός βγαίνει από το σπίτι, ίσως έτσι να μη πιάνει πολύ χώρο, μπορεί και να μη φαίνεται.
Στα πρώτα βήματα νοιώθει τον ήλιο να περνάει μέσα από τα ρούχα του, να χτυπάει στους καμπυλωμένους σπονδύλους. Όταν ήταν μικρός καθόταν με τη πλάτη στο παράθυρο της τάξης. Γκρίνιαζε που ζεσταινόταν, μέχρι που η μάνα του τον χάιδεψε και του είπε πως ήταν τυχερός. Πως ο ήλιος του κάνει καλό. Τον γεμίζει βιταμίνες και τα κόκαλά του θα είναι γερά και ίσια πάντα. Μετά από αυτό κάθε που ένοιωθε τον ήλιο να τρυπάει την ποδιά του αντί να θυμώνει φούντωνε από χαρά και κοκκίνιζε από προσμονή. Να γίνει μεγάλος με γερά και ίσια κόκκαλα. Να τον κοιτάει η μάνα του και να κρυφογελά.
Σταματάει. Ανασηκώνεται. Χαμογελά. Ρουφιάνα κρίση, σκέφτεται. Δεν υπάρχεις ρε, όσο βγαίνει ο ήλιος, δεν υπάρχεις.
  Μεσημέρι
 Το φανάρι είναι κόκκινο. Ο Πακιστανός που πλένει τα τζάμια ακίνητος. Προσπαθεί να γίνει αόρατος. Πάνω στο καπώ του δεύτερου αυτοκινήτου είναι μια μεσόκοπη κυρία. Από πάνω της ένας άντρακλας που τη χαστουκίζει ανελέητα. Αυτή δε καταλαβαίνει, έχει πλυμμηρίσει αδρεναλίνη και αντι να προσπαθεί να αποφύγει πασχίζει να ανταποδώσει. Από το διπλανό αυτοκίνητο η συνοδηγός, μάλλον σύζυγος του «άντρακλα» τη λούζει με φάσκελα και λόγια.
-         Επείδη έχεις Μερσεντές μωρή καριόλα, νομίζεις ότι ο δρόμος είναι δικός σου; Πάρε να μάθεις να σέβεσαι. Κλέμμενα θα τα ‘χεις και εσύ όπως και όλοι.
 Κανείς δε τη βοηθάει. Το φανάρι ανάβει πράσινο, τα αυτοκίνητα φεύγουν και η κυρία μένει μόνη με την αδρεναλίνη. Δίκιο είχε, άδικο; Ποιός ξέρει; Ποιός νοιάστηκε; Το νοίκι δεν είναι στην ώρα του, το ηλεκτρικό, το πετρέλαιο ακριβαίνει. Άει στο διάολο και αυτή και η Μερσεντές της..
  Απόγευμα 
Δίπλα στο πεζοδρόμιο ένας άντρας με προφορά κυπριακή βρίζει. Όχι δυνατά, από μέσα του. Είναι βρώμικος και σιχαμένος. Έχει ξεκαβαλήσει τη μηχανή και πάει πάνω κάτω στο οδόστρωμα ψάχνοντας. Δυό παλληκάρια δίπλα του κουβεντιάζουν. Αυτός σταματάει. Ρωτάει αν έχουν πάνω τους κινητό. Οι άλλοι τον κοιτάνε καχύποπτα. Τους παρακαλάει να πάρουν ένα νούμερο, μπας και χτυπήσει το κινητό του και το ακούσει, αφού κάπου του πεσε και δε το βλέπει, αλλα εκέινοι αρνούνται. Δεν έχουν κινητό, έτσι του λένε. Αυτός παραιτείται.
-         Κωλοφάρα είσαστε μωρέ έλληνες. Κωλοφάρα. Και καλά να πάθετε να πεινάσετε γιατί για τον διπλάνο σας όχι μια δεκάρα αλλά ούτε μια πορδή δε δίνετε.
Ανεβαίνει στη μηχανή και φεύγει, ακόμα μουρμουράει. Τα παλληκαράκια συνεχίζουν τη κουβέντα τους ατάραχα, δικαιωμένα και ανενόχλητα.
0 notes
alexat11 · 11 years
Text
Σπηλιά
ΣΠΗΛΙΑ
Δε πεινάω, τώρα Κρυώνω και διψάω. Μέσα από τη σπηλιά μου βλέπω το σκοτάδι και αυτό το κίτρινο φωτεινό πράγμα που κρέμεται στο ουρανό μια σύμμαχος μια εχθρός.
Υπήρξαν πολλά τώρα που ήμουν χορτάτος άλλαξαν όμως γρήγορα και έγιναν τώρα που κρύβουν πείνα. Θα έρθει ξανά ένα τώρα που θα με βασανίσει. Δε το θέλω! Κλείνω τα μάτια για να μη το βλέπω και τότε ξεκινάει.
 Είμαι, λέει, έξω από τη σπηλιά μου, τη στιγμή που ο ουρανός σκίζεται, ενώ από τη κοιλιά του πέφτουν λάμψεις δυνατές σκορπώντας τον τρόμο σε όλα τα ζώα εκτός από μένα που έχω το νου μου σε ένα δέντρο χτυπημένο από τις λάμψεις για να το βοηθήσω, να μη πέσει, αλλά να συνεχίσει να ζει, όπως και εγώ θέλω να συνεχίσω να ζω, γι’ αυτό τρέχω, τρέχω με όλη μου τη δύναμη, ορμάω πάνω του και κρατάω τα κλαδιά του αλλά λες και αυτό που έπεσε από τον ουρανό απλώθηκε επάνω τους  δεν είναι πράσινα πια, αλλά λαμπερά και με καίνε την ώρα που μάταια προσπαθώ να κρατήσω το δέντρο να ζήσει με όλη μου την ελάχιστη δύναμη, καθώς το βάρος του με νικά και σωριάζεται κάτω λίγο αφού έχω καταφέρει να πηδήξω μακριά κρατώντας ένα μεγάλο κλαδί που ακόμα λαμπυρίζει και όσο περισσότερο μου καίει τα χέρια, τόσο εγώ νοιώθω πως πρέπει να το σώσω για να θυμάμαι το δέντρο που χάθηκε και έτσι τρέχω ουρλιάζοντας από το πόνο, αλλά καταφέρνω να μη το αφήσω μέχρι να το χώσω στο χώμα μέσα στη σπηλιά μου και τότε αυτή αλλάζει όψη, εγώ δε κρυώνω, και η λάμψη που ήρθε από τη κοιλιά του ουρανού να χωθεί εδώ μέσα φτιάχνει δικές της εικόνες που μου δείχνουν κι άλλους σαν κι εμένα, δεν είμαι μόνος μου πια, έχω πολλούς γύρω μου, όλοι έχουν τη δική τους λάμψη και τη ταΐζουν με δέντρα, ένας βάζει επάνω το κρέας και το τρώει μετά, άλλος κουβαλάει πολλά ξύλα πάνω σε τέσσερις στρογγυλούς κορμούς δεμένους μεταξύ τους την ώρα που ένας τρίτος μου δείχνει πως βάζει μικρά πολύχρωμα κλαράκια στη γη και αυτή του τα δίνει πίσω δυνατά δέντρα γεμάτα καρπούς που τους μοιράζει στους υπόλοιπους αρκεί μόνο να του δώσουν ότι περισσεύει του καθενός και τους περισσεύουν πολλά, αφού μέσα σε αυτή τη μικρή λάμψη που βλέπω στο κέντρο της σπηλιάς μου, οι άλλοι σαν κι εμένα, όλοι κάτι κάνουν, φτιάχνουν, σκαλίζουν, δένουν και έτσι έχουν ένα σωρό πράγματα να δώσουν σε αυτόν με τους καρπούς, που τώρα πια δε φοράει δέρματα αλλά χρώματα που τα λέει ρούχα και αντί να ασχολείται ακόμα με τους καρπούς, τώρα θέλει να δει τη θάλασσα, να βρει τρόπο να περάσει από πάνω της για να συναντήσει κι άλλους σαν κι εμάς και μετά ποιός ξέρει, ίσως διασχίσει και τον αέρα, ή ακόμα ακόμα και τον ουρανό για να πατήσει σε αυτό το κίτρινο φωτεινό σύμμαχο – εχθρό να στηριχθεί καλά και να  επιστρέψει τη λάμψη εκεί από όπου έπεσε, να τη βάλει σωστά στη θέση της, ώστε να μη πέσει πια και να μπορέσω κι εγώ να κλείσω τα μάτια ήσυχος μετά από τόσο καιρό.
  Ανοίγω τα μάτια μου, η σπηλιά μου είναι ακόμα σκοτεινή. Παραφυλάω τον ουρανό μήπως ανοίξει τη κοιλιά του, αλλά όλες οι μικρές λάμψεις είναι καλά στερεωμένες και δε φαίνεται να πέφτουν. Δεν είναι το τώρα που βρέχει λάμψεις. Θα έρθει όμως κι αυτό. Περιμένω. Εξ’ άλλου δε πεινάω. Κρυώνω μόνο λίγο και διψάω.
1 note · View note
alexat11 · 11 years
Text
About Knights and Modern Men
Knight:Puts on his armor. To protect and intimidate it has to be (or look) strong, shiny and fierce, probably with sharp objects around his elbows or shoulders. Modern Man: Puts on his suit. To protect him from being out of style and the risk of being underdressed, to intimidate, by being (and looking) expensive in order to feel more powerful than his “opponent”, probably with a small but distinctive brand tag. Knight: Helmet. Protects his head, but also makes him invisible to the enemy. The enemy must never understand the fear he might be feeling.. Modern Man: Sunglasses. Do not protect the head, but with the excuse of protecting his eyes from the sun, they serve the exact same purpose of hiding the eyes, which after all are the entrance to the soul. Knight: A token from a loved lady. Such as a medallion or a handkerchief to show that good spirits are following him through a woman’s love, which elevates a man and a fighter. Modern Man: A tie. Chosen by a special lady. Breaks monotony of dress code, and shows that he is surrounded by positive energy, through good taste and the rare ability to combine colours effectively. Knight: A shield. To protect himself from the enemy’s sword. Modern Man: A briefcase. To contain all necessary documents that will protect him from the enemy’s arguments. Knight: A Sword. Shiny and mighty, to make himself (be and look) dangerous, by having the possibility to attack and end the dispute. Modern Man: A pen. Preferably Mont Blanc, to make himself (be and look) mighty, always ready to sign and close the deal. Knight: A horse. To be envied and of course take him wherever his duty calls. Modern Man: A car. To be envied and of course take him wherever his duty calls. Knight: A symbol of religious trust. To talk to God or relevant saints and instantly empower his will Modern Man: A mobile phone. To talk to his boss or associates and instantly enrich his info.
and finally,
Knight:A dedicated fair lady. To pray for him and wait for his safe return Modern Man:A dedicated secretary. (does not have to be a lady, or fair, but it is always better if she is)
2 notes · View notes
alexat11 · 11 years
Text
Αυτό να ξέρεις θέλω.
“If you know the enemy and know yourself, you need not fear the result of a hundred battles.  If you know yourself but not the enemy, for every victory gained you will also suffer a defeat.”
                                                Sun Tzu, Art of War, πριν 2,500 χρόνια
«Κι αν είμαι εγώ η πέτρα του σκανδάλου, να ξέρεις τότε  πως εσύ ‘σαι που ονοματίζεις, αν και αυτό το ίδιο δεν είναι ποτέ το θέμα, μα πάντοτε στη μάνα του, την Αμαρτία, ο νους σου να ανατρέχει πρέπει.  Όταν μονάχη της χωρίς εσένα μένει,  δεν είναι πια φωτιά, μα λάσπη.
Όμως εγώ παιδί της δεν είμαι, ούτε πέτρα λοιπόν. Πιο πολύ σε πέπλο μοιάζω αφού για να κρυφτείς  με θες και με φωνάζεις, ανήμπορος με γυμνά χέρια την καθαρή αμαρτία να αγκαλιάσεις. Να καούν εγώ τα χέρια δεν αφήνω, τα φροντίζω, μα ολόκληρο να σε σκεπάσω, δε μπορώ, δε φτάνω, αυτό να ξέρεις θέλω.»
                                                                                Ο «εχθρός»  σήμερα.
0 notes