Tumgik
pro-s-poihths · 1 month
Text
Book cafe που θα έχει μικρές ανωμαλίες/εμπόδια κλπ στο πάτωμα ώστε να σκοντάφτει ο κόσμος και να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο
I call it Stumblr
0 notes
pro-s-poihths · 1 month
Text
7K notes · View notes
pro-s-poihths · 1 month
Text
Tumblr media
893 notes · View notes
pro-s-poihths · 1 month
Text
Tumblr media
10K notes · View notes
pro-s-poihths · 2 months
Text
Arctic wolves traversing deep snow...
28K notes · View notes
pro-s-poihths · 2 months
Text
Ξεχνάω πώς με λεν.
Merry Christmas 🎁⛄
32 notes · View notes
pro-s-poihths · 2 months
Text
Tumblr media
6K notes · View notes
pro-s-poihths · 2 months
Text
Όταν μαγειρεύω, η διαδικασία είναι πάντα η ίδια: το μαχαίρι μπροστά από την επιφάνεια κοπής, αλλά χωρίς να ακουμπάει. Έχω μία από αυτές τις ακριβές, από ξύλο κερασιάς που μου έφτιαξε ο παππούς μου, προτού μας αφήσει κι εκείνος.
Από τη στιγμή που μετακόμισα στην Λαμία, η ίδια ιστορία. Τις Πέμπτες μυρίζει κρέας, κάθε μέρα εκτός από Τετάρτη τσιγαρισμένα κρεμμύδια. Αν δεν έχεις μυρίσει καλά κρεμμύδια, δεν ξέρεις για τι μιλάω. Βλέπεις, ο κυρ-Τάσος έχει καταγωγή από τη Ρωσία, όπου ο παππούς του ήταν κάποιος παρασημοφορημένος -κομματόσκυλο- βοτανολόγος και γεωπόνος. Έφερε κάτι κρεμμύδια που λογικά είναι το μόνο μέρος στον κόσμο που μπορεί να τα βρει κανείς. Άλλα είναι καυτερά σαν πράσινη πιπεριά, άλλα γλυκά σχεδόν σα μήλο. Όλα ίδια ράτσα. Το μυστικό θα το πάρει μαζί, λέει.
Όταν βράζεις ραδίκια και μυρίζεις τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι -αυτό το κρεμμυδάκι- ε, κάπου αρχίζεις κι υποφέρεις. Η κυρα-Λεμονιά μου φέρνει από κανένα πιάτο, γιατί αντιθέτως με τον άντρα της είναι γλυκός άνθρωπος. Τηνε ρίχνει ίσαμε είκοσι χρόνια, αλλά στα πενήντα της χτυπάει πολλές εικοσάρες, μετά πάσης σοβαρότητος. Δε μπορείς να το δεις ερωτικά αυτό το άτομο, έχει μία τόσο νηφάλια και άπιαστη παρουσία. Θες-δε-θες την θαυμάζεις. Έτσι μου είπε κάποιος για την μαμά μου και φαίνεται χωρίς κι εγώ να το θέλω, το εσωτερίκευσα.
Για το μπαμπά μου τι να μου πουν, αφού τον ζούσα τόσο πολύ. Ήξερα τους ευσεβείς και καλαίσθητους τρόπους του, πώς γυρνούσε από την άλλη βλέποντας κανένα εφηβικό πατουράκι να κωλοχτυπιέται σαν ζαβογαρίδα στο δρόμο... Κι αυτό επειδή ο μπαμπάς ήταν πρώην πρωταθλητής στην πυγμαχία και στην ενόργανη. Εκτός από κορμί μοντέλου, είχε κατάμαυρα μάτια και μαλλιά, με κροτάφους γκρι του χρωματολογίου. Όλα τα κοριτσόπουλα θέλανε να τις κοιτάζει. Το άκουγα δώδεκα χρόνια στο σχολείο.
Όλα πάνω του ήταν αρμονικά. Δεν ήταν πολύ έξυπνος, αλλά η μαμά τον συμπλήρωνε με τα δύο της πτυχία. Μεροκαματιάρηδες όμως, τα έφερε ανάποδα η ζωή. Με μεγάλωσαν. Πήγα σ'ένα μίζερο ΤΕΙ. Άσχημος, κοντός, χοντρός, αλλεργικός και σαν να μη φτάναν όλα τ'άλλα, τα γράμματα δε τα'παιρνα. Τέλος πάντων, το πήρα το κωλοπτυχίο. Συγγνώμη που μιλάω έτσι μπαμπά.
Οι γονείς μου είχαν βρει το πάθος τους στην κουζίνα -πέρα από το κρεβάτι, που έκαναν εφτά παιδιά, κι ας τα χάσανε τα δίδυμα σε μία νταλίκα που περνούσε μετά από μεσημεριάτικα τσίπουρα. Η Αλκμήνη η αδερφή μου, με τα καλά χαρακτηριστικά και των δύο, πήγαινε κοντά τους κάθε Παρασκευή, που μαγείρευαν. Είχαν μία συλλογή με κασέτες -μετέφραζε η μαμά από τα γαλλικά, ιταλικά κι αγγλικά, κι ας μην τα διδάχτηκε ποτέ της- και πάμπολλα βιβλία. Ε, σύντομα, πήγαινα κι εγώ. Έμαθα να σωτάρω την πάπια στο λίπος της, αργά, ξεκινώντας σε κρύο τηγάνι. Να αφήνω το μανιτάρι να ιδρώσει, το κρεμμύδι να γίνεται διάφανο -μετά το σκόρδο γιατί θα καεί!-, τα φιλέτα να παίρνουν χρώμα γρήγορα, ντεγλασάρισμα... Το μαχαίρι να κοιτάει προς τον τοίχο, ο πάγκος σε αυτό το ιδανικό ύψος (για μένα 83cm, 91 για τον μπαμπά), η επιφάνεια κοπής καθαρή και δώσε.
Όταν μαγειρεύω, αφήνω το μαχαίρι όπως το άφηνε η μαμά. Χαϊδεύω το δίσκο κοπής όπως τον χάιδευε ο μπαμπάς. Πιάνω το τηγάνι σαν εκείνους, το πηρούνι, μυρίζω και δοκιμάζω όπως ακριβώς κι αυτοί. Μόνο και μόνο για να ζήσω (τώρα που είμαι μόνος μου) λίγο ξανά το πώς ζούσαμε εκείνες τις Παρασκευές στα όρια Χαϊδαρίου-Αιγάλεω.
Η Λαμία δεν θα τους άρεσε, ήταν πολύ δραστήριοι. Μόλις είχαμε μάθει για τον καρκίνο της μαμάς. Πήγαν να πάρουν δεύτερη γνώμη. Το σαραβαλάκι το Volkswagen τέταρτο χέρι, έμεινε στη μέση της στροφής.
"Δε υπέφεραν" μου είπε η γιατρός. Πήρα εγώ τα μαχαίρια. Η Αλκμήνη είχε σχέση, πτυχίο, εμφάνιση. Τα μικρά ήταν κι αυτά τετραπέρατα και κουκλιά, δεν θέλαν τίποτα. Με λυπόταν. Όλοι είχαν κάτι να βρουν στη ζωή τους. Κι εγώ κλαίω μες στα ραδίκια και η κυρα-Λεμονιά με κοιτάει από το παράθυρο με το πιάτο σχεδόν παραμάσχαλα. Τι να μου πει κι αυτή η έρμη; Κουνάω το κεφάλι. Μου το αφήνει στο περβάζι και φεύγει.
Μου αρέσει να μένω μόνος. Έτσι κανένας δε με λυπάται. Αλλά κάποιες φορές, λυπάμαι εγώ τον εαυτό μου. Τότε πάω επίσκεψη στον κυρ-Τάσο και στην κυρα-Λεμονιά. Τι έμεινε μήπως για μένα; Ένα μαχαίρι κι ένα τελετουργικό.
0 notes
pro-s-poihths · 3 months
Text
Πάντοτε θα με παρηγορεί η γνώση- ό,τι κι αν περνάω, αξίζω χειρότερα πράγματα από αυτά που έχω.
4 notes · View notes
pro-s-poihths · 3 months
Text
Tumblr media
3K notes · View notes
pro-s-poihths · 3 months
Text
27 notes · View notes
pro-s-poihths · 3 months
Text
Tumblr media
2K notes · View notes
pro-s-poihths · 8 months
Text
Μια περίεργη νύχτα -καλοκαίρι- μου'χες στείλει, ένα τραγούδι για να ακούσω ερωτικό, γιατί δεν τ'άκουσα; μες στην καρδιά σου ήταν πύλη, μάλλον θα ήμουνα πολύ πια βιαστικός.
Κι όπως τραγούδια παίζουν πίσω μελαγχολικά, και πέφτει η βροχή και στο σαλόνι κάποιος μιλάει, και το κρεσέντο με τη μπόρα τραγουδά αρμονικά, ο Ανεστόπουλος γκρινιάρικα μια Benson γρατσουνά,
γιατί αγάπη μου, χαρά μου, δεν το άκουγα; τι για το χρόνο μ'έκοφτε τόσο πολύ ως σήμερα δεν ξέρω, και πώς άντεχα χίλια -μ'άλλες- παρατράγουδα; Και ποιος είπε για πάντα πως με πρόοριζαν να σ'έχω;
φτιάχνω λοιπόν τη λίστα και θυμάμαι ερωτικά, και κλαψομούρικα τραγούδια για να βάλω να ακούσω, τι χάδι ηχεί το βλέμμα σου, μάτια λατρευτικά, μα κείνο το πλάσμα πέθανε, κι ούτε στην αγρυπνιά πρόλαβα λίγο το κορμί να λούσω,
γιατί δεν τ'άκουγα, λιγάκι να σε κάνω εγώ χαρούμενη; γιατί μετά από χρόνια πάλι στο'στειλα εγώ, σαν να'ν'καινούργιο; και η πικρόχολη κουβέντα πο'χες πει, της μνήμης αγνοούμενη, μου άξιζε, μα σ'έμαθα,
κάτι πρέπει να μετρούσε κι αυτό λουλούδι μου, που ήξερα πως είναι το στυλ σου και σ'αρέσει.
Συγγνώμη. Αντίο.
1 note · View note
pro-s-poihths · 10 months
Text
χορός για την γειτόνισσα
Κάνω έναν χορό για την γειτόνισσα, φοράω την μπιτζάμα και με βλέπει
ενώ πίνει τον καφέ της, φοιτητική ζωή στα 33, μεταπτυχιακό, πρώτη φορά μόνη,
κι εγώ δήθεν δεν την βλέπω, ξύνω τα προσόντα μου μέσα απ'την μπιτζάμα,
κάνω ότι πάω τα μαλλιά μου πίσω για να δει τα μπράτσα μου
γελάει, την ακροβλέπω δύο μπαλκόνια μακριά μα δε με θέλει
θέλει απλά αυτό που κάνω ότι έχω βαρεμάρα κι ελευθερία
και κάνω ότι δεν την βλέπω κι αυτή ότι με θέλει.
2 notes · View notes
pro-s-poihths · 10 months
Text
Το στήθος σου στο στόμα μου, το πέλμα στο καβάλο, και τα μικρά σου ηδονικά τα βογγητά μου λένε "κι άλλο".
Το δέρμα σου ροδάκινου πετσί, το στόμα μέλι, μεθάς με -τάχα μου- εσύ ή πιότερο το αμπέλι;
Τα ρούχα μας, σε μια γωνιά, τα λογικά μας πάνε, ούτε θυμάμαι πότε αρχίσαμε ή πότε πότε αν σταματάμε.
Ώρες περνάνε και γυμνά τα στήθια σ'ανεβαίνουν κι όλα τα κύτταρά μου μ'αγωνία σε ζητάν ποτέ δε σε χορταίνουν.
1 note · View note
pro-s-poihths · 10 months
Text
Αν ερχόμουν απόψε μαζί σου, δεν θα ήμουν ο άντρας που θαύμασες.
1 note · View note
pro-s-poihths · 10 months
Text
Μια λαχτάρα στο νησί
Αχ και να'ξερες για σένα τι έχω πάθει, πώς το βλέμμα σου όταν πιάνω ξαφνικά, στην καρδούλα μου σαν βέλος έν'αγκάθι και στα μάτια σου αδιάφορη ματιά.
Μα κι αν τελείως αψηφάς χαμογελά μου, στα σκουπίδια αν τ'αστεία μου πετάς, όταν βλέπω σε φοβίζει ένας πελάτης, με τα υπέροχα σου μάτια πρώτα εμέν'αναζητάς.
Κι όσοι άλλοι να σου πιάσουν την κουβέντα, αγκαλιάζεις και συνάμα εσύ γελάς, μα το στόμα σου στ'αυτιά μου το γυρίζεις, κι όταν φύγω την κουβέντα σταματάς- με κυνηγάς,
γλυκιά μου και το ξέρω, για τον γκόμενο που στα'ριξε προχθές, πως τα μάτια σου "δεν έχουν χώρο γι'άλλον, απ'τον #######" γυρίζεις και του λες.
Μωρέ μη κλαις, τα πράγματα πώς πάνε, ξέρεις καμιά φορά γυρίζουν στο καλό, όχι γλυκιά μου, τα χειλάκια ακουμπάνε, μόνο αν γνωρίζω πως δε θα'σαι ένα "χθες".
Κι όταν στα σπίτια μας γυρίζουμε και πάλι, απ'το νησί στην πόλη που αγαπάμε πιο πολύ, τότε μου είπες είναι η δουλειά σου σκέτη ζάλη, πως για σχέση τώρα είν' κακή στιγμή.
Μα εγώ σου είπα "έναν καφέ ας πάμε μόνο" διστακτικά εσύ είπες ναι από το τηλέφωνο, "αλλά να ξέρεις, μόνο Σάββατο έχω χρόνο". Κι όταν σε φίλησα μπροστά στην παραλία, τότε τα μάτια σου τα κρύσταλλα που είχα ερωτευτεί, γεμίσαν δάκρυα και ήξερα την αιτία: "Έχω σχέση ρε μωρό μου, πώς δε στο'χω ξαναπεί;" γι'αυτό εσύ θα'σαι καλή μου «μία λαχτάρα στο νησί».
0 notes