Tumgik
yournameisethel · 4 years
Text
Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν μετά τον θάνατο, ή τελεία μηδένιση ή μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλο. Οποιοδήποτε και από τα δυο συμβαίνει δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο. Αν πρόκειται περί οριστικού αφανισμού, τότε αυτό θα μοιάζει με έναν μακρύ ύπνο δίχως όνειρα, και τι πιο ευχάριστο. Αν με τον θάνατο πάμε σε άλλο μέρος, και τότε πάλι είναι επιθυμητός, αφού εκεί θα ανταμώσουμε θεούς, σοφούς και αγαθούς και ανθρώπους που είναι πολύ καλύτεροι από τους εδώ. Για το λόγο αυτό δεν αγανακτώ για τον θάνατό μου.
Σωκράτης (470-399 π.Χ.)
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 1
Κειτόταν ξαπλωμένη στο παγωμένο, βρώμικο δάπεδο. Το κρύο τρύπωνε κλεφτά μέσα από τις ίνες των συνθετικών της ρούχων και αγκάλιαζε το κορμί της δίχως ντροπή. Έκανε το δέρμα της να τσούζει, την σάρκα της να τρέμει ακατάσχετα. Ωστόσο εκείνη δεν ένιωθε το κρύο. Η πλάτη της ήταν μελανιασμένη.
Στην γροθιά της έσφιγγε με δύναμη ένα χαρτί τσαλακωμένο και γκρίζο από την βρωμιά. Οι λέξεις που με τόσο όμορφα γράμματα είχαν αποτυπωθεί πάνω στην σκοτεινή σελίδα την στοίχειωσαν, χαράχτηκαν στο μυαλό της βίαια προξενώντας της πόνο. Δάκρυα ξεχύνονταν φουρκισμένα από τα μάτια της και κυλούσαν λοξά στα χλωμά της μάγουλα αφήνοντας πίσω τους υγρές οδούς απεγνωσμένων συναισθημάτων.
Έφερε στο νου της το πρόσωπο του καλύτερού της φίλου, την κυρτή του πλάτη, καθώς έσκυβε πάνω από εκείνο το μικρό τραπεζάκι που είχαν στο γλιτσιασμένο τους δωμάτιο για να γράψει το τελευταίο του ποίημα. Έφερε στο νου της τους φύλακες, την απρόσμενη εισβολή τους στο δύσοσμο χώρο τους. Ο Γουίλ τσαλάκωσε το χαρτί που έγραφε με γοργές κινήσεις και το έκρυψε στο μανίκι του υψώνοντας τις άκρες των χειλιών του σε ένα ανόητο, ειρωνικό χαμόγελο.
Ο πρώτος άντρας τον χτύπησε στο στομάχι με το γκλομπ ενώ ο δεύτερος άρχισε να τριγυρίζει στο μικρό κελί μανιασμένα, αναζητώντας τα κρυμμένα βιβλία. Η εικόνα του θύμιζε λίγο σκύλο να στριφογυρίζει απεγνωσμένα γύρω από τον εαυτό του κυνηγώντας μια ουρά που δεν θα έφτανε ποτέ. Ο Γουίλ διπλώθηκε στα δύο απελευθερώνοντας ένα πονεμένο βογκητό. Το κορίτσι έτρεξε στο μέρος του και έπεσε πάνω στην πλάτη του την ώρα που η δεύτερη μπαστουνιά κατέφτανε έτοιμη να αποτυπώσει ακόμα ένα σημάδι πάνω στο λιπόσαρκο κορμί του.
Ο πόνος εξαπλώθηκε ακαριαία στην πλάτη της, στέλνοντας καυτά κύματα οδύνης σε όλο της το σώμα. Σωριάστηκε μισολιπόθυμη δίπλα στον χτυπημένο έφηβο ακούγοντας βλασφημίες και αγανακτισμένα μουγκρητά από τους άντρες με τις γκρίζες στολές. Ένιωσε το ζεστό χέρι του Γουίλ στο δικό της, είδε το άλλοτε λαμπερό του βλέμμα να την περιεργάζεται σκοτεινό, άδειο από ελπίδα.
«Δεν είναι εδώ»
Ούρλιαξε ο ένας φύλακας εκτοξεύοντας ταυτόχρονα κατάρες και βρισιές. Ο άλλος φύλακας ακολούθησε το παράδειγμα του πρώτου συμμετέχοντας και αυτός στην απαγγελία υβρεολόγιων.
Πριν εξαφανιστεί, το αγόρι γλίστρησε επιδέξια στο χέρι της το τσαλακωμένο χαρτί που είχε κρύψει, το τελευταίο του ποίημα.
«Θα γυρίσω»
Της ψιθύρισε. Τα πράσινά του μάτια έλαμπαν καθησυχαστικά εκπέμποντας μια θαλπωρή που της προκαλούσε νηνεμία. Το πρόσωπο του ήρεμο, της χαμογελούσε για ένα δευτερόλεπτο. Ωστόσο, το δευτερόλεπτο πέρασε και η ήρεμη εκείνη μάσκα του αγοριού μετατράπηκε σε προσωπείο οδύνης και αγωνίας. Τα μάτια του έκλεισαν σφιχτά και το στόμα του σιώπησε σε μια ίσια γραμμή. Ο μορφασμός του ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάται να βλέπει.
Τον είχαν πάρει, διότι ήξεραν. Τον είχαν πάρει, διότι έπρεπε να αποσπάσουν πληροφορίες, έπρεπε να τον τιμωρήσουν για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι. Τον είχαν πάρει γιατί τον φοβόντουσαν και αυτή την φορά δεν θα γυρνούσε.
Ο Γουίλ ήταν ένας έφηβος με αέρα αλλιώτικο, διαφορετικό. Δεν έμοιαζε με τους υπόλοιπους κλώνους. Υπήρχαν κλώνοι παθητικοί, δεχόντουσαν την μοίρα τους με δυσαρέσκεια, χωρίς να προβάλλουν καμία αντίσταση. Υπήρχαν κλώνοι οι οποίοι αντιδρούσαν στο παραμικρό, δημιουργούσαν συμπλοκές από το τίποτα και καυγάδιζαν με τους φύλακες του ιδρύματος καθημερινά. Με όπλο την ωμή βία και τον αυθορμητισμό επιτίθονταν στους άντρες με τις γκρι στολές ελπίζοντας για το καλύτερο.
Ο Γουίλ ήταν διαφορετικός. Προσπαθούσε και αυτός να καταπολεμήσει τις ανισότητες και τις αδικίες που κυριαρχούσαν ενάντια στους κλώνους. Παρ' όλα, αυτά εκείνος γνώριζε πως η ωμή βία θα ήταν άσκοπη, θα ήταν η λύση που, αντί να τους λύσει τα προβλήματα, θα τους προξενούσε ακόμα περισσότερα.
Το αγόρι, έπειτα από πολλές ώρες σκέψεις και πληθώρα ποικίλων τιμωριών κατέληξε πως η μοναδική λύση που θα τους εξόπλιζε κατάλληλα, ώστε να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους ήταν η μόρφωση. Έπρεπε να μορφωθούν, να γνωρίσουν τον έξω κόσμο και έπειτα να ετοιμάσουν κάτι μεγάλο. Κάτι που θα τους απελευθέρωνε. Ένα σχέδιο για επανάσταση.
Ο υπεύθυνος του ιδρύματος είχε απαγορεύσει ρητά -πριν καν τον σχηματισμό του- την παροχή οποιασδήποτε μορφής παιδείας στους κλώνους. Ωστόσο, τα ανθρώπινα αυτά όντα με το πέρασμα των χρόνων, άρχισαν να αναρωτιούνται και να αντιλαμβάνονται πως ο σκοπός της ζωής τους όφειλε να είναι κάτι παραπάνω από ψυγεία οργάνων. Όσοι τουλάχιστον από αυτούς είχαν ακόμα το μυαλό τους ξύπνιο.
Ήταν σκλάβοι, τσιμπούρια, παράσιτα που φρόντιζαν οι ανώτεροι άνθρωποι ώστε να μπορούν να τους εκμεταλλεύονται οποιαδήποτε στιγμή υπάρξει ανάγκη, οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν. Τρία γεύματα την ημέρα και ένα check-up τον μήνα ήταν τα μόνα πράγματα που χρειαζόντουσαν για την συντήρηση των ψυγείων.
Ο Γουίλ είχε διασυνδέσεις έξω από το ίδρυμα. Βέβαια, φρόντιζε να κρατάει το στόμα του κλειστό, να διαφυλάττει το μυστικό του. Ήταν πολύ διακριτικός με αυτό το θέμα. Δεν ήθελε να κινήσει υποψίες, δεν ήθελαν να τον βάλουν στο μάτι, γιατί –όπως έλεγαν και οι φήμες που κυκλοφορούσαν μυστικά ανάμεσα στους λιγοστούς νηφάλιους κλώνους που τον γνώριζαν- ετοίμαζε κάτι μεγάλο. Κάτι για το οποίο σχεδόν κανείς δεν γνώριζε.
Όταν όμως είχε όρεξη και ήταν με άτομα που έκρινε έμπιστα, μιλούσε για πολλά πράγματα. Για την ζωή έξω από το ίδρυμα, για παράξενα φαγητά, για εξωτικούς τόπους. Όμως το πράγμα για το οποίο λάτρευε να μιλάει περισσότερο από κάθε τι άλλο ήταν τα βιβλία, τα οποία, όσο καλά και να τα περιέγραφε στους κλώνους, εκείνοι τις περισσότερες φορές δεν είχαν την φαντασία να τα συλλάβουν. Την αδυναμία κατανόησης την έκρυβαν με ειρωνικά σχόλια δυσπιστίας και υποτίμησης. Τότε το αγόρι έπαυε να μιλάει και απομακρυνόταν αναζητώντας τον επόμενο κατάλληλο κλώνο για ευαισθητοποίηση.
«Είναι σαν χαρτιά που σου λένε ιστορίες»
Προσπαθούσε να εξηγήσει νιώθοντας ντροπή που χρησιμοποιούσε τέτοια λόγια για να τα περιγράψει.
«Μα τα χαρτιά δεν μιλάνε!»
Αποκρίνονταν όλοι όποτε τον άκουγαν να μιλάει ��ια αυτά.
«Μιλάνε, αρκεί να ξέρεις πώς να τα ακούσεις»
Βιβλία. Βιβλία με σελίδες μεγάλες, με σελίδες μικρές, βιβλία με ιστορίες φαντασίας, βιβλία με φιλοσοφικές θεωρίες. Όποτε μιλούσε για αυτά, τα μάτια του έλαμπαν πιο πρασινωπά από ότι συνήθως. Έτσι τον είχε γνωρίσει η Έθελ.
Μιλούσε συνεπαρμένος για τα βιβλία που είχε ο έξω κόσμος, διαγράφοντας έντονα κινήσεις με τα χέρια του στον αέρα. Δύο-τρεις κλώνοι είχαν συγκεντρωθεί τριγύρω του να τον ακούσουν. Ωστόσο, ο αληθινός λόγος που έστεκαν εκεί, ήταν η αναζήτησή τους για λίγη διασκέδαση, λίγο γέλιο, και όχι για να τον πάρουν στα σοβαρά. Η Έθελ είχε ενδιαφερθεί, τον είχε ρωτήσει πώς μπορούσε να ακούσει τα βιβλία. Και τότε το αγόρι έστρεψε το βλέμμα του πάνω της, την πλησίασε και την ρώτησε αν τον κορόιδευε.
«Πραγματικά, δεν σε κοροϊδεύω. Απλώς ενδιαφέρομαι να μάθω»
Την είχε περιεργαστεί εξονυχιστικά, αναζητώντας στο πρόσωπό της κάποιο στοιχείο που θα πρόδιδε το ψέμα της: έναν μορφασμό, έναν σφιγμένο μυ γύρω από το στόμα, ένα ανεπαίσθητο ζάρωμα στα φρύδια. Είχε σκάψει τα μάτια της ψάχνοντας να βρει κάποια περιπαικτική λάμψη, κάποια γυαλάδα που έκρυβε σαρκασμό και υπεροψία. Τελικά, απέτυχε να βρει το οτιδήποτε αρνητικό. Παρ ’όλα αυτά παρέμεινε διστακτικός.
«Πώς σε λένε;»
«813»
Το αγόρι σάστισε.
«Εννοώ το αληθινό σου όνομα»
«Δεν έχω αληθινό όνομα»
Η φωνή της δραπέτευσε από τον λάρυγγά της μηχανική, αυτοματοποιημένη. Σαν να είχε δώσει την ίδια απάντηση περισσότερες φορές από όσο ήταν πραγματικά ανάγκη. Το βλέμμα της ήταν κενό, το πρόσωπο της ανέκφραστο. Αυτή η απάθεια της τον στοίχειωσε, τον έκανε να μισήσει τον κόσμο, να μισήσει τον εαυτό του.
«Θα σου μάθω να διαβάζεις. Όμως δεν θα είσαι πια η κλώνος 813.»
Η κοπέλα τον κοίταξε μπερδεμένη. Ο Γουίλ διέκρινε την σύγχυση στα μάτια της και έσπευσε να της εξηγήσει.
«Πρέπει να βρεις ένα όνομα, ένα αληθινό όνομα.»
«Δεν ξέρω πολλά ονόματα, βρες εσύ ένα.»
Αποκρίθηκε χωρίς συναίσθημα. Τα ονόματα για εκείνη ήταν ασήμαντα, δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Μία ενοχλητική λεπτομέρεια στο φαινομενικά περιπετειώδες μέλλον που απλώνονταν μπροστά της. Η ταυτότητά της ήταν ο αριθμός της, τα σκουρόχρωμα σύμβολα που της χάρισε η μηχανή στο χέρι όταν την δημιο��ργησε. Θα μάθαινε να διαβάζει, αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία.
Το αγόρι δεν δυσκολεύτηκε. Είχε κάνει αυτή τη δουλειά δεκάδες φορές, είχε ονομάσει και άλλους κλώνους στο παρελθόν.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 2
Βάδιζε με βιαστικά βήματα στον στενό, σκοτεινό διάδρομο. Στον αέρα πλανιόταν μια ξινή μυρωδιά που τρύπωνε προκλητικά στα ρουθούνια του και του προκαλούσε αηδία. Το μέρος εκείνο είχε να καθαριστεί από την δημιουργία του. Στους τοίχους μπορούσε να διακρίνει μια πρασινωπή στρώση μούχλας να κρύβει οποιαδήποτε εγκοπή ή γωνία τολμούσε να εκδηλώσει την παρουσία της. Σιχαινόταν εκείνο το μέρος.
Έγλειφε με το βλέμμα του το δάπεδο, μετρούσε τα βήματα του αναζητώντας το σωστό σημείο. Είκοσι τρία βήματα αργότερα εντόπισε την κάποτε λευκή τσίχλα του, πλασμένη σφαιρικά. Ένα μικροσκοπικό σημάδι που, αν δεν ήξερες ότι υπήρχε, δεν θα ήσουν σε θέση να το παρατηρήσεις.
Μόλις την αντίκρισε, έσκυψε στα γόνατα του στρέφοντας το κεφάλι του αλαφιασμένα δεξιά και αριστερά. Αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν τον είχε ακολουθήσει ως εκεί, ψηλάφισε το πλακάκι πάνω στο οποίο είχε τοποθετήσει την μασημένη τσίχλα. Ένα χαμόγελο θριάμβου έλαμψε στο πρόσωπό του. Γδέρνοντας με τα νύχια του τις άκρες της βρώμικης εκείνης πλάκας κατάφερε να την ανασηκώσει αρκετά, ώστε να χώσει το χέρι του από κάτω.
Σήκωσε την πλάκα και την τοποθέτησε με επιδέξιες και σιωπηλές κινήσεις λίγο πιο δίπλα. Ήταν εκεί, ακριβώς όπως τον είχε αφήσει. Ο κρυμμένος του θησαυρός. Ένας θησαυρός διαφορετικός από τους άλλους, ένας θησαυρός που ίσως μια μέρα να τους έβγαζε από εκεί μέσα, να τους ελευθέρωνε. Η καρδιά του άρχισε να βροντοχτυπάει ξέφρενα.
Άγγιξε τον μαύρο πλαστικό σάκο που προστάτευε τα πολύτιμα αποκτήματα του και τον άνοιξε δειλά. Ο ήχος του να τσαλακώνεται, να παραμερίζεται έτσι από το χέρι του, του κόστισε έναν παλμό από την καρδιά του. Λες και ο θόρυβος εκείνος προέρχονταν από κάποια άγνωστη πηγή, λες και ο θόρυβος εκείνος έκρυβε μια έκπληξη δυσάρεστη, προμήνυε την ανακάλυψη του μυστικού του, την βάναυση τιμωρία του.
Κοίταξε τα βιβλία του με ανακούφιση και περηφάνια να φουσκώνει μέσα του. Ήταν όλα εκεί. Η φτωχή συλλογή του από παλιούς, ξεφτισμένους τόμους, άλλους χοντρούς, άλλους λεπτούς, άλλους με σκληρό εξώφυλλο, άλλους χωρίς καν εξώφυλλο, ήταν όλοι εκεί. Χάιδεψε τρυφερά το βιβλίο που βρισκόταν στην κορυφή των στίβων. Συλλογές του Σαίξπηρ, Τόμος Α’. Το αγαπημένο του βιβλίο.
Ο Γουίλ είχε καταφέρει να συγκεντρώσει έναν μικρό αριθμό βιβλίων, τα οποία ωστόσο κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνικών ειδών. Είκοσι τρία ήταν στο σύνολο. Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, Φρίντριχ Νίτσε, Όμηρο, Μαρσέλ Προυστ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Βίκτωρ Ουγκώ, Τζωρτζ Όργουελ, Φίοντορ Ντοστογιέφσκι και πολλά ακόμα.
Στην αρχή διχάστηκε. Δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο να διαλέξει, ποιο θα ήταν κατάλληλο για την περίσταση. Μία περίσταση τόσο ξεχωριστή. Πασπάτεψε απαλά τους τόμους και όταν αισθάνθηκε το άγριο εξώφυλλο της συλλογής των παραμυθιών των αδερφών Γκριμ χαμογέλασε ανυπόμονα. Τράβηξε απαλά το βιβλίο από τον σωρό βυθίζοντας τα υπόλοιπα τρία εκατοστά πιο βαθιά στο κούφιο πάτωμα με έναν υπόκωφο γδούπο.
Το αγκάλιασε σφιχτά κάτω από την φαρδιά, βρώμικη μπλούζα του και έσυρε την πλάκα πίσω στη θέση της. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω του, ώστε να σιγουρευτεί πως η μασημένη τσίχλα μαρτυρούσε ακόμα την κρυψώνα του, κίνησε να φύγει με βήμα ταχύ.
 «Μην ξαναπλησιάσεις αυτόν τον παλιάτσο. Είναι τρελός για δέσιμο, τα έχει εντελώς χαμένα!»
Η Νούμερο 104 την αποπήρε με βλέμμα αυστηρό. Ήταν η καλύτερη της φίλη, η σύμβουλος της, η μεγάλη της αδερφή. Έστεκε σαν μητέρα για την Νούμερο 813, όμως, αν το έλεγε ποτέ αυτό σε κανένα, θα την συλλάμβαναν αμέσως. Μητέρα. Μία λέξη που έμοιαζε τόσο αθώα, μία λέξη που έξω από το ίδρυμα ήταν παγκόσμιο σύμβολο της αγάπης, της στοργής και της φροντίδας.
Οι κλώνοι δεν είχαν μητέρες. Απαγορεύονταν. Η λέξη αυτή ήταν ένα είδος βρισιάς, ένα όνομα ταπείνωσης. Κανένας κλώνος δεν ήταν αρκετά άξιος για να έχει μητέρα, μόνο οι Ανώτεροι άνθρωποι είχαν αυτό το δικαίωμα, αυτό το προνόμιο.
Και όμως η Νούμερο 104 αντιπροσώπευε το ειδύλλιο αυτό, ήταν η μητρική φιγούρα της 813, η μητέρα που ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει. Την αγαπούσε με όλη της την καρδιά, υπάκουε στις συμβουλές της και ήθελε να είναι κοντά της και να την κάνει περήφανη.
«Ο Γουίλ ξέρει για τα βιβλία, 104»
Αποκρίθηκε προβληματισμένη η 813 σμίγοντας τα φρύδια της. Περιεργάστηκε το πρόσωπο της 104 αναζητώντας κάποια αντίδραση. Ένα ρυτιδωμένο πρόσωπο του οποίου τα γηρατειά ακύρωνε μια λάμψη νεανική, μια αλλόκοτη σπίθα ζωής και ελπίδας, σπιρτάδας και υπομονής.
Προς στιγμήν αναρωτήθηκε πόσο χρονών να ήταν η 104. Ηλικία, ακόμη ένα πράγμα που απαγορευόταν να γνωρίζει κανείς μέσα στο ίδρυμα.
«Βιβλία; Τις ζωγραφιές που μιλάνε; Παλάβωσες εντελώς;»
Δυσαρεστημένη η 813 ξάπλωσε στο σκληρό στρώμα της και έκλεισε τα μάτια της απογοητευμένη εισπνέοντας την δυσωδία που εξέπεμπε το σώμα της. Μισούσε την αντίδραση της 104, μισούσε την απάθειά της, μισούσε το στενόχωρο κελί της, μισούσε το ίδρυμα.
Αποκοιμήθηκε απογοητευμένη με το μυαλό της να τριβελίζεται από ένα σωρό σκέψεις: να κάνει τελικά μαθήματα με τον Γουίλ; Πόσες ημέρες είχαν απομείνει ακόμα μέχρι το επόμενο της μπάνιο, τι φαγητό θα είχε αύριο η καφετέρια, πως μπορούσε να ακούσει τα βιβλία;
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 3
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η λέξη μητέρα ήταν απαγορευμένη στο ίδρυμα. Η λέξη ταμπού, η λέξη που ονόμαζε πληθώρα αλληλοσυγκρουόμενων εννοιών. Οι κλώνοι δεν είχαν μητέρες, ήταν ψυγεία, ήταν όντα χωρίς δικαίωμα στα αισθήματα. Ακόμη μια κατάσταση που είχε απαγορευθεί˙ η καλλιέργεια οποιουδήποτε συναισθήματος.
Απαγορεύονταν να μισείς το ίδρυμα, να αγαπάς έναν κλώνο, να συμπαθείς έναν υπάλληλο, να απεχθάνεσαι έναν φύλακα. Απαγορεύονταν η δημιουργία οποιουδήποτε τύπου σχέσης. Ο κλώνος όφειλε να είναι μοναχικός, απαθής, να μην κάνει πολλές ερωτήσεις, να είναι ευχαριστημένος με αυτά που έχει: τρία γεύματα την ημέρα και ένα κελί να κοιμάται.
Οι υπεύθυνοι επιδίωκαν την συναισθηματική αποσιώπηση, απαιτούσαν τα αισθήματα των κλώνων κοιμισμένα, χαμένα στην άβυσσο μιας εγκεφαλικής λήθης την οποία και πετύχαιναν με την παροχή ηρεμιστικών μαζί με τα γεύματα.
Τα βλέμματά των κλώνων θόλωναν, εστίαζαν σε ένα σημείο που μόνο εκείνοι μπορούσαν να δουν και, αμίλητοι, βυθίζονταν σε σκέψεις σκοτεινές, σε σκέψεις που ξεγλιστρούσαν από την μνήμη τους σχεδόν αμέσως μετά την διάπλαση τους.
Ωστόσο, υπήρχαν και κλώνοι τους οποίους τα ηρεμιστικά δεν μπορούσαν να φυλακίσουν στην πνευματική αυτή άβυσσο. Η Έθελ ήταν μια από αυτούς. Τα ηρεμιστικά δεν επιδρούσαν στον οργανισμό της. Για αυτό και άλλωστε όταν δημιουργήθηκε αναζήτησε την μητέρα της.
Ένας κλώνος-παιδί που τριγυρνούσε ξυπόλυτο στους διαδρόμους, επειδή τα παπούτσια της ήταν πολύ στενά και πλήγωναν τους αστραγάλους της, αναζητώντας την μητέρα της. Της είχε φανεί τόσο περίεργος, τόσο άδικος ο ξυλοδαρμός της. Μια καθαρίστρια την είχε προειδοποιήσει να μην κάνει τέτοιες ερωτήσεις, ωστόσο εκείνη δεν την άκουσε. Η παιδική δίψα για γνώση, για ανακάλυψη, για σκανταλιές, για αγάπη δεν καταλαγιάζει ούτε στο ελάχιστο με φράσεις όπως:
«Μείνε ήσυχη στο κελί σου και μην κάνεις τέτοιες ερωτήσεις φωναχτά»
Ένας φύλακας την είχε ακούσει να ρωτάει για την μητέρα της. Την είχε πλησιάσει και της είχε ζητήσει γλυκά να επαναλάβει την ερώτηση της. Τα μάτια του παιδιού είχαν λάμψει, το πρόσωπο του όλο είχε φωτιστεί από ελπίδα, από προσμονή.
«Εσύ ξέρεις ποια είναι η μαμά μου;»
Το χέρι του έπεσε βαρύ πάνω στο απαλό, παιδικό μάγουλο της. Ο κόσμος έσβησε για μια στιγμή, ενώ μικροσκοπικά άστρα έλαμψαν ακολουθώντας επίμονα τις διαδρομές που έκαναν οι κόρες των ματιών της στην προσπάθεια τους να εστιάσουν ξανά στο πρόσωπο απέναντι της.
Ακόμα ένα χτύπημα, πιο δυνατό από το προηγούμενο, κατέφτασε για να σακατέψει την πλάτη της και να την κατεδαφίσει χάμω. Πόνος κυρίευσε το σώμα της, απελπισία την ψυχή της. Το μικρό παιδί έκλαιγε σπαρακτικά ενώ ο άντρας με την γκρίζα στολή το κλωτσούσε μανιασμένα, όσο εκείνο κείτονταν ανήμπορο στο έδαφος. Οι κραυγές της ήταν απεγνωσμένες, η οδύνη που ένιωθε έμοιαζε αβάσταχτη.
Όταν ο φύλακας έκρινε πως το παιδί είχε τιμωρηθεί αρκετά, απομακρύνθηκε ανέμελος, αφήνοντας την αιμόφυρτη στον βρώμικο διάδρομο, να βογκάει και να σιγοκλαίει.
«Η μητέρα σου είναι η Μηχανή»
Έφτυσε τις λέξεις σαν να ήταν δηλητήριο που μόλυνε τον ανθρωπισμό του, την αξιοπρέπεια του. Η ψύχρα στην φωνή του, η έκδηλη αποστροφή του, το ανάλαφρο περπάτημα του, γεμάτο περηφάνια και ανωτερότητα, έκαναν την μικρή Έθελ να αισθάνεται σκουπίδι, ένα ατόπημα, ένα κοινωνικό λάθος που ίσως έπρεπε να ήταν νεκρό.
Έμεινε κουβαριασμένη στον διάδρομο ώρες, πότε λιπόθυμη, πότε κοιμισμένη, πότε ξύπνια, να κλαίει ή να σκέφτεται τι είχε πει, τι λάθος είχε κάνει, γιατί της άξιζε τέτοια βίαια αντιμετώπιση. Τελικά κατέληξε στο ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Ευχήθηκε η Μηχανή να την έπαιρνε πίσω και να την ξαναγεννούσε, αλλά αυτή τη φορά να ήταν και αυτή ανώτερος άνθρωπος.
Ένας ανώτερος άνθρωπος που θα απολάμβανε νόστιμα φαγητά, ένα ζεστό κρεβάτι, μια τηλεόραση σαν αυτή στο γραφείο του διευθυντή και μια μητέρα που θα την αγαπούσε και όταν της έκανε ερωτήσεις δεν θα την έδερνε.
Η 104 γυρνούσε από αποργάνωση. Της είχαν μόλις αφαιρέσει ένα νεφρό, και βάδιζε νευρική στον διάδρομο όταν είδε την Έθελ κουλουριασμένη στο έδαφος να κλαίει απαρηγόρητη. Έσκυψε κοντά της και κάτι της είπε.
Ωστόσο το κορίτσι δεν την άκουγε. Το μόνο που άκουγε ήταν ένα μπερδεμένο μουρμουρητό, έναν απρόσωπο επαναλαμβανόμενο ήχο που την νανούριζε όλο και περισσότερο. Δεν ξεχώριζε τις λέξεις της, δεν μπορούσε να διακρίνει νόημα στα λόγια της. Τελικά αποκοιμήθηκε με τα καυτά της δάκρυα να βεβηλώνουν το παιδικό της πρόσωπο.
Όταν ξύπνησε βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, σκληρό σαν το δικό της. Το κελί της 104 ήταν πανομοιότυπο με το δικό της, όμως έμοιαζε πιο καθαρό, πιο όμορφο. Το αδύνατο κορμί της έζωναν λουρίδες επιπόλαια σκισμένου υφάσματος, άγνωστης προέλευσης. Πονούσε και ένιωθε την πείνα να τραντάζει το στομάχι της. Έκλεισε ξανά τα μάτια της προσπαθώντας να θυμηθεί τι είχε συμβεί, από πού προέρχονταν όλος αυτός ο πόνος. Προσπάθησε να θυμηθεί ποια ήταν τελικά η μητέρα της, που βρίσκονταν, από πότε είχε να φάει.
Μια κλώνος την πλησίασε και της έτεινε μια σιδερένια κούπα γεμισμένη με νερό. Πήρε διστακτικά την κούπα και αφού περιεργάστηκε για λίγο το πρόσωπο που της την προσέφερε, έφερε τα χείλια της στο κρύο σίδερο. Το νερό είχε γεύση σκουριάς και χλωρίου, ωστόσο το παιδί το ρούφηξε λαίμαργα. Λες και το πολύτιμο υγρό εκείνο επρόκειτο να καταπραΰνει, όχι μόνο την φυσική της δίψα, αλλά και την δίψα της για ανακάλυψη, την δίψα της για αποδοχή, την δίψα της για μητρική αγάπη.
«Ευχαριστώ»
Ξεστόμισε αδύναμα με μια φωνή τόσο ψιλή και σιγανή που με το ζόρι την αναγνώρισε σαν δικιά της. Η 104 της χαμογέλασε στοργικά και χάιδεψε τα λαδωμένα μαλλιά της με τρυφερότητα. Πήρε την άδεια κούπα και την εναπόθεσε στο μικρό τραπέζι με το οποίο ήταν εξοπλισμένα όλα τα κελιά.
Από τότε η 104 έστεκε προστάτιδά της, φίλη της, αδερφή της, μητέρα της. Με αυτήν μπορούσε να συζητήσει τα πάντα, οι συμβουλές της αποδεικνύονταν πάντοτε σωστές και η κρίση της ήταν πολύ λογική και συνετισμένη.
Η Έθελ την αγαπούσε την 104.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 4
Η Έθελ την αγαπούσε την 104. Για αυτό και όταν την πήραν για ολική αποργάνωση είχε σβήσει ο κόσμος της, είχε γκρεμιστεί η πραγματικότητα της.
Βρισκόντουσαν στην αυλή, σε εκείνο το μέρος δίχως στέγη και τοίχους που υποτίθεται ότι υπήρχε για να ελευθερώνει λίγο τους κλώνους. Συνθετικό γρασίδι κάτω από τα πόδια τους και καθαρός αέρας ήταν τα στοιχεία που τους χάριζαν όση ελευθερία μπορούσαν να έχουν.
Ξύλινα παγκάκια ήταν σκορπισμένα ανόμοια, τόπους-τόπους, σαν ψίχουλα που κάποιος είχε ρίξει άθελά του σε έναν γκρίζο και μονότονο χώρο, τρώγοντας επιπόλαια.
«Θεωρώ ανοησία να καταφύγεις σε τέτοιου είδους διασκέδαση»
Τόνισε η 104 υψώνοντας τα δύο δάχτυλα της στον αέρα για να πλαισιώσει ειρωνικά την τελευταία της λέξη. Καθόταν μαζί με την Έθελ σε ένα παγκάκι με τα πόδια της σταυρωμένα οκλαδόν. Ατένιζαν και οι δύο την υπόλοιπη αυλή με τις πλάτες του καμπουριαστές και τα χέρια τους να αγκαλιάζουν το σώμα τους. Έμπαινε ο Νοέμβρης και είχε κρύο, πράγμα που δικαιολογούσε λογικά την στάση τους.
«Και αν ο Γουίλ έχει δίκιο; Αν όντως τα βιβλία είναι αυτά που μπορούν να μας βγάλουν από εδώ μέσα;»
Αναρωτήθηκε σκεπτική η Έθελ. Στο οπτικό της πεδίο εισέβαλε ένας από τους αντιπαθητικούς άντρες με τις γκρίζες στολές, ωστόσο δεν του έδωσε σημασία. Θα αναζητούσε κάποιον για ακόμα μια αποργάνωση, φαινόμενο πολύ συχνό στο ίδρυμα.
«Το μόνο πράγμα που μπορεί να μας βγάλει από εδώ μέσα είναι το κλειδί της κεντρικής εισόδου»
Αποκρίθηκε σαρκαστικά η 104. Η κάθετη αυτή άρνηση της και η υπεροψία της την εκνεύριζαν, την έκαναν να αισθάνεται άσχημα. Ωστόσο, έκρυψε πειστικά την δυσφορία της και κάγχασε στα λόγια της για να συμμεριστεί με την φίλη της την ειρωνεία της κατάστασης.
«Θα ήταν τρελό»
Αναλογίστηκε.
«Και όμως θα ήταν τέλειο. Θα ήσουν πραγματικά ελεύθερη, θα έκανες ό,τι θες»
«Θα μπορούσες να βρεις μια μητέρα»
Ο σκεπτικισμός στην φωνή της Έθελ πρόδιδε τις ονειροπολήσεις της. Η 104 στράφηκε να περιεργαστεί την φίλη της. Είχε καιρό να μιλήσει για αυτό το θέμα, από τότε που ήταν μικρή. Δεν γνώριζε ότι ακόμα την προβλημάτιζε κάτι τόσο ασήμαντο, κάτι τόσο μακρινό.
«Ή να γίνεις μία»
Η 813 ένευσε καταφατικά ανασηκώνοντας τους ώμους. Ύστερα άφησε το σώμα της να χαλαρώσει και το κεφάλι της να ακουμπήσει απαλά στην κρύα, ξύλινη επιφάνεια της πλάτης του παγκακίου. Είχε κουραστεί να ζει έτσι. Ήθελε να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, να μάθει κάτι νέο, να νιώσει τον θρίαμβο μιας ανακάλυψης, να βγει από εκεί μέσα.
Από την μικρής διάρκειας ονειροπόληση της την απέσπασε βίαια μια βαθιά αντρική φωνή. Άνοιξε τα μάτια της ενοχλημένη και άφησε τις κόρες των ματιών της να τρέξουν στον χώρο για να εντοπίσουν την πηγή του ήχου. Εν τέλει έμεινε να κοιτάζει έναν ψηλό άντρα με γκρίζα στολή και γυαλιά ηλίου να κρύβουν τα μάτια του, τον ίδιο άντρα που με τόση αδιαφορία είχε αγνοήσει νωρίτερα.
«Ποιός από τους δύο είναι ο 104;»
Ο φύλακας δεν έκανε καν τον κόπο να αλλάξει το γένος των επιθέτων που χρησιμοποιούσε. Αυτό υπενθύμιζε πόσο ασήμαντοι έστεκαν για αυτόν οι κλώνοι. Σαν να μην ήταν άνθρωποι, σαν να μην είχαν αισθήματα, σαν να ήταν απλά ψυγεία. Αν τον είχαν ρωτήσει εκείνη την στιγμή θα έστρεφε αγανακτισμένος τα μάτια του στον ουρανό, επιζητώντας έμμεσα λίγη θεία κατανόηση και ύστερα θα είχε απαντήσει με τόνο κουρασμένο κάτι προσβλητικό.
«Καμιά από εμάς δεν είναι η 104, σας έστειλαν λάθος»
Απάντησε εριστικά η Έθελ τονίζοντας κραυγαλέα τις αναφορές στο γένος της. Δεν ήταν ψυγείο, ήταν άνθρωπος.
Ο φύλακας την διαπέρασε με βλέμμα άγριο, επικριτικό. Άρπαξε απότομα τον δεξί της καρπό και τον γύρισε ανάποδα για να μπορέσει να διακρίνει τα μαύρα νούμερα που ήταν αποτυπωμένα στην 813 από την δημιουργία της. Η λαβή του ήταν σφιχτή και της προκαλούσε πόνο, ωστόσο εκείνη δεν είπε τίποτα. Αρκέστηκε σε μια θανατηφόρα μάτια.
Ο φύλακας, ανίκανος να βρει αυτό που έψαχνε άφησε το χέρι της Έθελ και στράφηκε στη φίλη της έτοιμος να ελέγξει και την ίδια. Η καρδιά του κοριτσιού άρχισε να κλωτσάει άγρια πίσω από το στήθος της, ενώ το στομάχι της αντικαταστάθηκε από ένα κόμπο τόσο σφιχτό που της προκαλούσε ανακατωσούρα.
«Εγώ είμαι ο 104»
Αποκρίθηκε η κλώνος τείνοντας ειρηνικά τον καρπό της στον γκριζοντυμένο φύλακα. Εκείνος αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα της στράφηκε αγριεμένος στην Έθελ.
Είδε το χέρι του να σηκώνεται, την παλάμη του να πλησιάζει επικίνδυνα το πρόσωπο της. Τελικά, προσγειώθηκε βίαια πάνω στο μάγουλο της αφήνοντας, πίσω ένα κοκκινωπό σημάδι και μια επιφάνεια τόσο καυτή από τον πόνο, που ούτε το κρύο του Νοέμβρη δεν μπορούσε να την εξισορροπήσει.
«Ηλίθιοι κλώνοι»
Άρχισε να μουρμουρίζει ο φύλακας εκτοξεύοντας βωμολοχίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Με μια σβέλτη κίνηση τράβηξε το μαύρο του πιστόλι από την θήκη, που τόσο άψυχα κρεμόταν από την ζώνη του. Ένα springfield armory δεκαεπτά εκατοστών που θεωρούνταν βασικός εξοπλισμός για έναν φύλακα.
Έστρεψε το όπλο στο μέρος της 104 και τελικά έφερε την παγωμένη κάννη του να αγγίζει απειλητικά την λιπόσαρκη πλάτη της.
«Κουνήσου»
Απαίτησε ψυχρά. Το ανέκφραστο προσωπείο του πρόδιδε το μεγάλο πλήθος των φορών που είχε ακολουθήσει την ίδια διαδικασία. Η κλώνος έριξε ένα λυπημένο βλέμμα στην Έθελ, η οποία έστεκε αποσβολωμένη να παρακολουθεί το γνώριμο σκηνικό.
Όσες φορές και αν το ξαναέβλεπε, όσες φορές και αν υπέστη η ίδια αποργάνωση, ήταν ένα πράγμα που ακόμα δεν μπορούσε να συλλάβει, ένα πράγμα που δεν μπορούσε να συνηθίσει: την απάθειά στο ύφος των φυλάκων.
«Τι θα της αφαιρέσετε αυτή την φορά;»
Ξεστόμισε προκλητικά. Ο άντρας την κοίταξε απηυδισμένος και βρέθηκε αντιμέτωπος με το δίλημμα αν θα την τιμωρούσε ή όχι για την αυθάδεια της. Όταν αποφάσισε πως ο περιορισμένος χρόνος του δεν του επέτρεπε άλλες καθυστερήσεις έσπρωξε την καταδικασμένη κλώνο υποδεικνύοντας με την κίνηση αυτή να προχωρήσει.
«Ολική αποργάνωση»
Απάντησε βαριεστημένα.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 5
Οι λέξεις του φύλακα μαστίγωσαν βίαια την Έθελ, προκαλώντας της σοκ. Δύο μόνο λέξεις αρκούσαν να αρπάξουν την λογική της κοπέλας και να την τσαλακώσουν σαν ένα ασήμαντο φύλλο χαρτιού, να την πετάξουν με φινέτσα στον κάδο του τρόμου και της τρέλας.
Δεν αντιλαμβανόταν τι έκανε. Μάλιστα αν παρακολουθούσε από μια διαφορετική οπτική γωνία, δεν θα αναγνώριζε καν τον εαυτό της να επιτίθεται έτσι αυθόρμητα στον φύλακα.
Όρμησε πάνω του και με ένα σάλτο τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Εκείνος μόρφασε από την έκπληξη και με μια κίνηση απελευθερώθηκε από το κράτημα της 813 και την έριξε στο έδαφος.
Αγανακτισμένη από την αδυναμία της, η κλώνος φύσηξε μια τούφα που έπεφτε ατίθαση στο πρόσωπο της και έκανε να σηκωθεί, έτοιμη να ορμήσει ξανά. Δυστυχώς, ποτέ δεν πρόλαβε να σηκωθεί.
Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Η κοπέλα πρώτα το ένιωσε και έπειτα το άκουσε. Ένα βογκητό της ξέφυγε, χωρίς να καταφέρει να το πνίξει έγκαιρα. Έσφιξε τα δόντια της δυνατά. Ο ώμος της καίγονταν σε φλόγες, ανελέητες και ασταμάτητες ενώ ο πόνος άρχισε να εξαπλώνεται όλο και πιο χαμηλά στο χέρι της. Αίμα φρέσκο και κατακόκκινο άρχισε να κυλάει στα ανοιχτόχρωμα ρούχα της.
Το σώμα της από σφιγμένο και νευρώδες κατέληξε αδύναμο και βαρύ. Πιο βαρύ από ότι συνήθως. Τα βλέφαρα της βάραιναν και αυτά, τα αυτιά της βούιζαν, οι αισθήσεις της την εγκατέλειπαν. Είχε αποτύχει.
Ξύπνησε αλαφιασμένη στο σκοτεινό της δωμάτιο με κρύο ιδρώτα να την περιλούζει και την καρδιά της να κλωτσάει δυνατά πίσω από το στήθος της. Δεν αισθάνονταν το σώμα της, δεν ένιωθε τα άκρα της. Ανακάθισε και ανοιγόκλεισε επίμονα τα βλέφαρα της προσπαθώντας να συνηθίσει στο σκοτάδι.
Σταδιακά η όραση της αποκαταστάθηκε. Έριξε το βλέμμα της στα χέρια της και έντρομη παρακολούθησε τα δάχτυλα της να ανοιγοκλείνουν, τους καρπούς της να λυγίζουν και να διαγραφούν κυκλικές κινήσεις ακριβώς όπως τα διέταζε να κάνουν. Το τρομακτικό με την όλη υπόθεση σχετίζονταν με το γεγονός ότι δεν ένιωθε.
Πραγματοποιούσε τις κινήσεις που ήθελε, ωστόσο δεν ένιωθε να τις πραγματοποιεί. Σαν το σώμα της να υπάκουε κάποιον άλλον που έδινε τις ίδιες εντολές με εκείνη, σαν το μυαλό της να χειρίζονταν τα μέλη κάποιου άλλου.
Ξάπλωσε πάλι πίσω και έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε συμβεί, προσπάθησε να θυμηθεί ποτέ είχε κοιμηθεί, πόσες ώρες κοιμόταν, που βρίσκονταν, που ήταν η 104. Τελικά οι αναμνήσεις άρχισαν να ξυπνάνε μέσα της. Καθεμία τόσο μακρινή και τόσο αλλόκοτη που έμοιαζαν με εφιάλτη.
Όλα ήταν ένα όνειρο. Σκέφτηκε για να παρηγορήσει τον εαυτό της. Ένα κακό όνειρο από το οποίο είχε δραπετεύσει. Θα άνοιγε ξανά τα μάτια της και η 104 θα έστεκε απέναντι της περιμένοντας την να ξυπνήσει. Ωστόσο όλα αυτά που έλεγε στον εαυτό της δεν ήταν τίποτα άλλο από ψέματα, αισχρά ψέματα που την τύλιγαν προστατευτικά σε μια γλυκιά, απατηλή θαλπωρή ξεγνοιασιάς και χαλάρωσης.
Καυτά δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπο της. Η 104 είχε φύγει για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή με το τρένο του πιο άδοξου τέλους. Μπορούσε να ακούσει τους μακάβριους, επαναλαμβανόμενους γδούπους των τροχών του να χτυπάνε απαλά πάνω στις βρώμικες ράγες, την σφυρίχτρα του να καλεί τον θάνατο. Αποκοιμήθηκε μέσα στα δάκρυα της, με το σώμα της να κλυδωνίζεται από τους σιωπηλούς της λυγμούς και τον λόξιγκά της. Ένα μέρος της ευχόταν να μην ξυπνούσε ποτέ.
Βυθίστηκε για πρώτη φορά στο όνειρο που θα την στοίχειωνε για καιρό από εκείνη την νύχτα και μετά.
Ήταν ανώτερος άνθρωπος και η 104 ήταν η μητέρα της, η καλύτερη μητέρα που θα μπορούσε κανείς να έχει. Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, κάτι την δυσαρεστούσε. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς τι ήταν αυτό και ούτε μπορούσε να ανακαλύψει, καθώς δεν ήλεγχε την πορεία του ονείρου της. Ήταν μεσημέρι και επέστρεφε από κάπου με βήμα νωχελικό.
Όταν έφτασε σπίτι της –ένα σπίτι πανομοιότυπο με το ίδρυμα- και έκλεισε την πόρτα πίσω της, παρατήρησε την ησυχία που επικρατούσε. Η μητέρα της, όποτε δεν κοιμόταν, σκότωνε την λύπη της κάνοντάς δουλειές.
«Μαμά, γύρισα!»
Ανακοίνωσε παθητικά προς όλες τις κατευθύνσεις του σπιτιού. Πέταξε τα κλειδιά πάνω σε ένα τραπέζι και έσυρε την τσάντα της ως το δωμάτιο της.
«Μαμά;»
Την α��αζήτησε φωναχτά. Δεν πήρε καμία απάντηση. Θα κοιμάται, είχε συμπεράνει.
Αφού άλλαξε ρούχα πήγε στο μπάνιο να πλυθεί. Τότε ήταν που το είδε. Η μπανιέρα γεμισμένη με νερό ως πάνω. Όμως πώς μπορούσε να είναι νερό; Το νερό που γνωρίζει είναι διάφανο, λίγο θολό και συνήθως εμπλουτισμένο με ρανίδες μεταλλικής σκουριάς... Εκείνο το υγρό που γέμιζε την πορσελάνινη μπανιέρα της ήταν αφύσικα κόκκινο, πηχτό και θολό.
Η μητέρα της έκανε μπάνιο μέσα στο περίεργο αυτό νερό. Ήταν ξαπλωμένη, χαλαρή, με το πρόσωπο της γαλήνιο για πρώτη φορά μετά από καιρό. Τα μάτια της, σφαλισμένα καθώς ήταν, ζωγράφιζαν στο πρόσωπο της μια έκφραση ηρεμίας.
Την είχε πάρει ο ύπνος μέσα σε αυτό το νερό που είχε βάψει κόκκινο, πριν αποκοιμηθεί. Θα ήταν κάποιο νέο αφρόλουτρο, κάποιο που δεν χρησιμοποιούσαν στο ίδρυμα.
«Μαμά;»
Η φωνή της βγήκε τόσο ψιθυριστή που με το ζόρι κατάφερε και η ίδια να την ακούσει. Η μητέρα της δεν σάλεψε. Θα ήταν πολύ κουρασμένη.
Το χέρι της, βαμμένο πορφυρό από αυτό το αλλόκοτο αφρόλουτρο, κρέμονταν έξω από την μπανιέρα, σχεδόν άγγιζε το πάτωμα. Λίγα εκατοστά πιο χαμηλά, πεσμένο στα λερωμένα πλακάκια του μπάνιου, βρισκόταν ένα ξυράφι από αυτά που χρησιμοποιούν οι καθαριστές για να ξυρίζουν τους κλώνους. Πώς είχε βρεθεί αυτό εκεί;
«Μαμά, πώς βρέθηκε εκεί αυτό;»
Την ρώτησε απορημένη. Καμιά απάντηση όμως δεν έλυσε την απορία της. Το κορίτσι ήξερε. Ήξερε τι δουλειά είχε εκεί το ξυράφι, ήξερε τι είχε κάνει η μητέρα της, ήξερε γιατί δεν της απαντούσε.
Ωστόσο δεν μπορούσε να το πιστέψει. Εκείνο το αφρόλουτρο έμοιαζε με αίμα, εκείνο το ήρεμο σώμα έμοιαζε άψυχο, εκείνη η νηνεμία στο πρόσωπο της μητέρας της έμοιαζε αφύσικη.
«Μαμά!»
Φώναξε το κορίτσι.
«Μαμά! Ξύπνα! Μαμά γύρισα! Μαμά έλα να φάμε!»
Φώναζε ανεξέλεγκτα, φώναζε ό,τι της κατέβαινε στο μυαλό, φώναζε την μαμά της να ξυπνήσει, όμως εκείνη δεν ξυπνούσε.
«Θα φταίει αυτό το περίεργο αφρόλουτρο»
Συμπέρανε με δάκρυα στα μάτια, αδύναμη να πιστέψει το θέαμα μπροστά της. Κλότσησε το ξυράφι μακριά από την μητέρα της και άνοιξε το σιφόνι της μπανιέρας για να αδειάσει το μακάβριο αφρόλουτρο.
Μόλις στράγγισε και η τελευταία σταγόνα, άνοιξε το νερό να τρέχει. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν ούτε πολύ ζεστό αλλά ούτε και πολύ κρύο, βάλθηκε να πλένει το γυμνό σώμα της μητέρας της, να της λούζει τα μαλλιά, να την σαπουνίζει με μανία μέχρι να φύγει και η τελευταία σταγόνα αίματος. Παρατήρησε πόσο είχε αδυνατίσει τον τελευταίο καιρό.
«Έχεις ρέψει»
Είπε και γέλασε πίκρα μέσα από τα δάκρυα της χρησιμοποιώντας αυτή την τόσο παλιομοδίτικη έκφραση.
«Πρέπει να προσέχεις λίγο τον εαυτό σου, μαμά..»
Είπε κοιτάζοντας το χλωμό πρόσωπο της.
«Είσαι ό,τι μου έχει απομείνει»
Της χαμογέλασε και ξέπλυνε την σαπουνάδα από τα μαλλιά της.
«Ξέρεις, μπορεί να μη στο λέω συχνά, αλλά σε αγαπώ. Σε αγαπώ πάρα πολύ. Είσαι η μαμά μου και ξέρω ότι είσαι δυστυχισμένη για κάτι, αλλά να ξέρεις ότι θα είμαι πάντα εδώ για σένα»
Πρόσθεσε.
«Ξέρω ότι πολλές φορές θέλεις σε κάποιον να μιλήσεις και ξέρω ότι νιώθεις πως η σχέση μας σε περιορίζει, αλλά είναι εντάξει να μου μιλάς..»
Πήρε μια πετσέτα και άρχισε να σκουπίζει το σώμα της, αγνοώντας το αίμα που έτρεχε από τις φλέβες της.
«Θα μου μιλάς; Θα μου μιλήσεις;»
Την ρώτησε. Η μαμά της όμως δεν ήθελε να μιλήσει. Κράτησε τα μάτια της κλειστά.
«Μίλα μου!»
Φώναξε απεγνωσμένα το κορίτσι.
«Σε παρακαλώ»
Ψιθύρισε ενώ ξέσπαγε σε αναφιλητά. Η μητέρα της είχε πεθάνει.
Η 104 ήταν μαζί με τους νεκρούς πια.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 6
Είχε περάσει μία εβδομάδα από τότε που πήραν την 104. Η Έθελ καθόταν στο ίδιο παγκάκι που καθόταν με την καλύτερη της φίλη, όταν την συνέλαβαν. Καθόταν λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που την πυροβόλησαν.
Με τα χέρια ριγμένα ανέμελα στα γόνατα της και την πλάτη της σκυφτή σε μια κυρτή στάση αγνάντευε τους άβουλους κλώνους να περιφέρονται χωρίς σκοπό στην αυλή του ιδρύματος.
«Άβουλα όντα. Τους έχουν φλομώσει στα ηρεμιστικά.»
Θυμήθηκε την 104 να λέει αγανακτισμένη. Αν ήταν τώρα δίπλα της, ίσως να την άκουγε ξανά να διατυπώνει την ίδια άποψη. Αν ήταν τώρα δίπλα της, η Έθελ δεν θα ευχόταν να δρούσαν πάνω της τα εν λόγω ηρεμιστικά τόσο αποτελεσματικά, όσο και στους υπόλοιπους κλώνους.
Το βλέμμα της έπεσε αφηρημένα σε ένα σημείο στο έδαφος που δεν έκρυβε το συνθετικό γρασίδι και ξεχάστηκε εκεί θολό και κουρασμένο. Τελικά, έμεινε έτσι για πολύ ώρα, να ανατρέχει σε αναμνήσεις με την 104.
Από τον αναμνηστικό αυτό της λήθαργο την έβγαλε βίαια ένα υπόκωφο σύρσιμο που ήχησε λίγα εκατοστά πιo δεξιά. Έστρεψε ξαφνιασμένη το κεφάλι της προς την πηγή του ήχου για να αντικρίσει τον Γουίλ να κάθεται δίπλα της.
«Τι θες;»
Τον ρώτησε επιθετικά χωρίς στα αλήθεια να περιμένει απάντηση. Δεν τον είχε δει να πλησιάζει και αυτό καθιστούσε την παρουσία του τρομακτικά αιφνιδιαστική.
«Να κάτσω.»
Αποκρίθηκε ήρεμα και άφησε την πλάτη του να ακουμπήσει όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε στην πλάτη του σημαδεμένου αυτού παγκακίου. Η Έθελ ήταν ιδιαίτερα κουρασμένη για καυγά, ωστόσο φρόντισε να διατηρήσει εκείνο τον τόνο εκνευρισμού στην φωνή της.
«Βρες άλλο παγκάκι.»
«Θέλω να σου μιλήσω.»
Όλο αυτό κούραζε ιδιαίτερα την 813. Δεν θα μπορούσε να αντέξει και άλλες σκοτούρες στην ήδη υπερφορτωμένη πλάτη της. Έστρεψε απηυδισμένη το βλέμμα της στον ουρανό και δυσανασχέτησε αισθητά.
«Μάντεψε.»
Το αγόρι εκνευριζόταν από την αλαζονική της στάση, ωστόσο γνώριζε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η κοπέλα, οπότε την δικαιολογούσε πλήρως.
«Λυπάμαι για την φίλη σου.»
«Δεν λυπάσαι πραγματικά.»
Του αντιγύρισε απότομα. Εκείνος σάστισε, έμεινε να την κοιτάζει με μια ανόητη έκφραση έκπληξης ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;»
«Δεν την γνώριζες καν.»
«Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις κάποιον προσωπικά για να αισθάνεσαι λύπη για τον χαμό του.»
Το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Δεν την ένοιαζε τι έλεγε ο Γουίλ, αν είχε δίκιο ή όχι. Όσο πιο γρήγορα έφευγε από εκεί τόσο το καλύτερο. Στάθηκε αμίλητη να τον αγνοεί αγναντεύοντας ανόρεκτα τον χώρο.
«Ξέρω ότι τα ηρεμιστικά δεν δρουν πάνω σου.»
Συνέχισε το αγόρι απτόητο, χωρίς φυσικά να πάρει κάποια απάντηση.
«Ούτε εμένα με επηρεάζουν.»
Της εξομολογήθηκε. Η Έθελ γύρισε εκνευρισμένη έτοιμη να ξεστομίσει κάτι προσβλητικό, έτοιμη να τον διώξει μακριά της. Ωστόσο, μόλις αντίκρισε πιο προσεκτικά την όψη του, οι λέξεις σκάλωσαν δειλές στον λαιμό της.
Μια πρησμένη τούφα κοκκινωπού χρώματος στόλιζε ηγετικά το δεξί του μάγουλο, ξεκινώντας από το ύψος του ματιού του και τερματίζοντας στο σαγόνι του. Από όσο μπόρεσε να διακρίνει, και άλλες τούφες τύλιγαν το σώμα του: άλλες έκαναν την εμφάνιση τους στο λαιμό του και κρύβονταν μέσα στην λαιμόκοψη της σκουρόχρωμης μπλούζας του, καταλήγοντας ένας Θεός ξέρει που, ενώ άλλες στραγγάλιζαν τους πήχεις του και τις παλάμες του.
Τα γνώριζε αυτά τα σημάδια. Ταξίδευαν πάντα σε κοπάδια πάνω στα σώματα των κλώνων και καθένα από αυτά κουβαλούσε πολύ πόνο και οδύνη. Την είχαν μαστιγώσει και εκείνη πολλές φορές. Η πιο πρόσφατη ήταν μια εβδομάδα πριν, όταν την τιμώρησαν για την επίθεση της στον φύλακα.
Θυμάται το τσουχτερό μαστίγιο να πέφτει με δύναμη πάνω στο γυμνό της σώμα, τις κραυγές που με τόσο κόπο προσπαθούσε να πνίξει στα βάθη του λαιμού της. Οι πληγές του αγοριού ήταν πρόσφατες. Κάτι στην έκφραση της 813 μαλάκωσε, κάτι άλλαξε, όταν αντίκρισε τον πόνο στο πρασινωπό βλέμμα του.
«Γιατί σε τιμώρησαν;»
Ρώτησε τελικά κουνώντας κυκλικά τον δείκτη της γύρω από το πρόσωπό της. Το αγόρι την κοίταξε κουρασμένα.
«Γιατί παράκουσα»
Ανασήκωσε τους ώμους του αναστενάζοντας με προσποιητό καημό.
«Τι έκανες;»
«Τίποτα το σπουδαίο»
Σιωπή επικράτησε ανάμεσα τους. Το αγόρι έκανε κάτι να πει όμως μετάνιωσε. Την σιωπηρή αυτή αμηχανία που επικρατούσε ανάμεσα τους έσπασε τελικά η Έθελ.
«Λοιπόν… Έχεις κρυμμένα βιβλία μέσα στο ίδρυμα;»
Εξέφρασε την απορία που της στοίχειωνε το μυαλό εδώ και μερικές μέρες. Το αγόρι γούρλωσε τα μάτια του ξαφνιασμένο.
«Φυσικά και όχι!»
Αποκρίθηκε με τις λέξεις να δραπετεύουν γρήγορα από το στόμα του και τα φρύδια του ζαρωμένα σε μια έκφραση αγανάκτησης. Η Έθελ δεν πείστηκε εντελώς, μάλιστα η υπερβολική του αντίδραση της προξένησε διάφορες αμφιβολίες σχετικές με το θέμα, παρ'όλα αυτά δεν έθιξε τον ισχυρισμό του.
«Αν ήταν εδώ η 104, θα αμφισβητούσε την ύπαρξη των βιβλίων ακόμα και έξω από το ίδρυμα»
Ο Γουίλ περιεργάστηκε σκεπτικός την κοπέλα. Το αφηρημένο βλέμμα της πρόδιδε τις ονειροπολήσεις της. Μαύροι κύκλοι χαράκωναν την επιδερμίδα της, βεβηλώνοντας την φυσική ομορφιά της. Η μύτη της ήταν κοκκινωπή από το κρύο και η περιοχή κάτω από τα ρουθούνια της έστεκε ερεθισμένη και ξεραμένη από το κλάμα.
«Ξέρεις, ο θάνατος της δεν είναι τόσο τραγικός»
Τα δάκρυα φούσκωσαν ακαριαία στα μάτια της και με την παραμικρή ταραχή θα απελευθερώνονταν μανιασμένα, θα έτρεχαν έναν καυτό αγώνα δρόμου κατά μήκος του προσώπου της προσπαθώντας να σκάσουν πρώτα στο έδαφος.
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο»
Τα λόγια της πνιχτά, μετά βίας έφτασαν στα αυτιά του.
«Όχι, όχι, όχι δεν το εννοούσα έτσι..»
Αντέτεινε με τις λέξεις να ξεχύνονται γρήγορα από το στόμα του.
«Κοίτα... Κάποιος κάποτε είπε: «Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν μετά τον θάνατο, ή τελεία μηδένιση ή μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλο. Οποιοδήποτε και από τα δυο συμβαίνει δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο. Αν πρόκειται περί οριστικού αφανισμού, τότε αυτό θα μοιάζει με έναν μακρύ ύπνο δίχως όνειρα, και τι πιο ευχάριστο. Αν με τον θάνατο πάμε σε άλλο μέρος, και τότε πάλι είναι επιθυμητός, αφού εκεί θα ανταμώσουμε θεούς, σοφούς και αγαθούς και ανθρώπους που είναι πολύ καλύτεροι από τους εδώ»«
Της έριξε μια κλέφτη μάτια αναζητώντας κατανόηση σε αυτά που έλεγε.
«Η γέννηση και ο θάνατος είναι τα βιβλία της ζωής μας.»
Συμπλήρωσε.
Η Έθελ είχε την επιθυμία να ζητήσει την σημασία αρκετών λέξεων, τις οποίες προς μεγάλη της ντροπή και απογοήτευση, δεν γνώριζε, αλλά συγκρατήθηκε.
«Όντως διαβάζεις βιβλία τελικά...»
Κατέληξε η κοπέλα βρίσκοντας ξανά την αυτοκυριαρχία της. Το αγόρι έμεινε ανέκφραστο. Φοβόταν να το παραδεχτεί, ωστόσο δεν ήθελε και να το αρνηθεί.
«Μάθε μου να διαβάζω»
Ζήτησε η Έθελ και το πρόσωπο του Γουίλ στολίστηκε με ένα περήφανο χαμόγελο που τον έκανε να νιώθει τόσο ανόητο και ρηχό. Ωστόσο, όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε να σβήσει εκείνο το χαμόγελο, δεν μπορούσε να σβήσει την νέα σπίθα ελπίδας που είχε ζεστάνει ξανά την ψυχή του.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 7
«Αποκλείεται να υπάρχουν βιβλία μέσα στο ίδρυμα, που θα τα έβρισκαν οι κλώνοι;»
Κοπάνησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο ξύλινο γραφείο κάνοντας τα μικρού όγκου αντικείμενα πάνω σε αυτό να αναπηδήσουν μισό χιλιοστό ψηλά και το αρχοντικό του προγούλι να τρεμουλιάσει ανήσυχα. Η οργή του κόχλαζε και ξεχείλιζε βάφοντας το στρογγυλό, νεανικό του πρόσωπο, κόκκινο. Κανένας δεν τον καταλάβαινε.
«Θα βασιστείτε σε εικασίες, ανίκανα, αποτυχημένα πλάσματα;»
Ρώτησε φωνάζοντας αγανακτισμένος. Μια μικρή φλέβα ξεπρόβαλε στο μέτωπο του και βάλθηκε να πάλλεται ανεπαίσθητα.
«Μα γιατί ανησυχείτε τόσο, κύριε διευθυντά; Ακόμα και να υπάρχουν βιβλία, τι θα προσφέρουν στους κλώνους;»
Ο ένας από τους δύο φύλακες που καθόταν απέναντι από τον διευθυντή του ιδρύματος εξέφρασε την απορία του, προσπαθώντας να κατευνάσει τα οργισμένα αισθήματα του αφεντικού του. Ωστόσο, το μόνο που κατάφερε ήταν να πυροδοτήσει ακόμα ένα ξέσπασμα.
«Αγράμματοι! Ανίδεοι! Δεν ξέρετε τι σας γίνεται!»
Ο διευθυντής σηκώθηκε απότομα από την αναπαυτική καρέκλα του, εκτοπίζοντάς την λίγα εκατοστά πιο πίσω. Βάδισε με βιαστικό βήμα στην άλλη άκρη του γραφείου, στοχεύοντας προς την μηχανική καφετιέρα. Πάτησε το γκρίζο κουμπί για να αντλήσει καφέ και να γεμίσει με το θαυματουργό αυτό ρόφημα την λευκή του κούπα.
Παράλληλα, άναψε ένα παχύ τσιγάρο που φυλούσε στην μπροστινή τσέπη του πουκάμισού του και ρούφηξε άπληστα τον βλαβερό καπνό. Με το τσιγάρο ανάμεσα στα πλαδαρά, κοντόχοντρα δάχτυλα του δεξιού χεριού του και τον καφέ του στο άλλο, κίνησε πάλι για την καρέκλα του. Χύθηκε σε αυτήν με το επιπλέον λίπος του να ξεχειλίζει από το στενό του κοστούμι.
Παρατήρησε το γραφείο του. Ο υπολογιστής του ήταν τέλεια κεντραρισμένος στη γωνία, πάνω στο ανοιχτόχρωμο ξύλο, τα νερά του οποίου προστατεύονταν από μια γυάλινη, διάφανη επιφάνεια. Στο κέντρο, ακριβώς μπροστά του, είχε τοποθετημένα έγγραφα κλώνων σε στοίβα, τόσο καλά ταξινομημένα, που μπορούσε να βρει όποιο ήθελε με κλειστά μάτια. Ίσιωσε επιδεικτικά ένα φρεσκοξυσμένο μολύβι που με τόσο θράσος κείτονταν μη παραλληλισμένο, δίπλα από τα έγγραφα του, βεβηλώνοντας την τάξη που επικρατούσε πάνω στο έδρανο του. Όλα πρέπει να βρίσκονται σε τάξη. Αν δεν υπάρχει τάξη, δεν υπάρχουν αρχές, δεν υπάρχει αρμονία, δεν υπάρχει ευδαιμονία.
Δεν είχε σκοπό να αφήσει ένα μάτσο βιβλία να καταστρέψουν την ευδαιμονία που με τόσο κόπο είχαν κατασκευάσει αυτός και οι πρόγονοι του. Άφησε τον αέρα να δραπετεύσει θορυβώδης από τα πνευμόνια του και με μια νέα ανάσα, εξήγησε υπό πλήρη αυτοκυριαρχία:
«Ακούστε, άβουλα πλάσματα και βάλτε το καλά στο μικρό σας, φτωχό μυαλουδάκι»
Οργίστηκε αυτάρεσκα και ρούφηξε αθόρυβα ακόμα μια γουλιά από τον γλυκό καφέ του δημιουργώντας την κατάλληλη παύση αγωνίας που απαιτούσε η περίσταση.
«Τα βιβλία αποκαλύπτουν τον τρόπο ζωή μας. Αν οι κλώνοι μάθουν να διαβάσουν, αν βρουν τις κατάλληλες πηγές, τότε θα αρχίσουν να συνειδητοποιούν! Θα αρχίσουν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους πιο έντονα, αυτή τη φορά με ορθά επιχειρήματα. Αν οι κλώνοι ξεσηκωθούν, αλίμονο μας!»
Το ροδαλό του πρόσωπο άρχισε να κοκκινίζει ακόμα περισσότερο.
«Πιστεύετε ότι δεν μπορούμε να χειριστούμε μια επανάσταση κλώνων;»
Κάγχασε με ένα ειρωνικό χαμόγελο ένας από τους φύλακες. Το κήρυγμα του αφεντικού του δεν τον είχε επηρεάσει καθόλου. Ίσως έφταιγε η αύξηση που του είχαν κάνει πριν δύο ημέρες, ίσως έφταιγε η κοπέλα που γνώρισε σε εκείνο το σκοτεινό μπαρ το προηγούμενο βράδυ, ίσως έφταιγε που όλα πήγαιναν τέλεια στη ζωή του εδώ και μια εβδομάδα. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα ήταν πολύ ταραγμένος. Ωστόσο τώρα, τίποτα δεν μπορούσε να τον επηρεάσει αρνητικά.
«Τίποτα δεν θα μπορεί να τους κατευνάσει! Μπορεί να έχουμε την δυνατότητα να αυξήσουμε την ποσότητα του ηρεμιστικού που τους χορηγούμε κάθε μέρα, μπορεί με τη βία να είμαστε ικανοί να τους χαλιναγωγήσουμε σωματικά. Ωστόσο, το πνεύμα τους δεν θα πάψει να βράζει μέσα τους. Οι επόμενες φουρνιές κλώνων θα μεγαλώνουν με τις ιδέες και τις γνώσεις που τόσο καιρό επιδιώκουμε να διατηρήσουμε μυστικές. Κάθε μέρα σου εδώ μέσα, θα είναι μαρτύριο!»
Τον αποστόμωσε υψώνοντας θεατρικά την φωνή του στις τελευταίες του λέξεις. Ήξερε πολύ καλά πως να πείθει τον κόσμο γύρω του, πώς να τους καλλιεργεί τις κατάλληλες ιδέες, ώστε να τους καθιστά υποχείρια του, μαριονέτες στα ύπουλα παιχνίδια του.
«Κατάλαβες για πιο λόγο δεν πρέπει να υπάρχουν βιβλία στο ίδρυμα, Λόρενς;»
Κατέληξε με ένα υποκριτικό χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία να ζωγραφίζεται στο πνιγμένο από το λίπος πρόσωπο του. Ύψωσε το τσιγάρο στο στόμα του και άφησε ακόμα μια ρουφηξιά να εισχωρήσει στα πνευμόνια του. Έπειτα το έσβησε επιδεικτικά στο γυάλινο τασάκι πάνω στο γραφείο του και το άφησε εκεί, τσαλακωμένο. Είδε στη φιγούρα του άψυχου εκείνου αντικειμένου τους κλώνους. Την ψυχή τους τσαλακωμένη, στραπατσαρισμένη, τα μάτια τους γκρίζα σαν την καμένη στάχτη, άδεια από κάθε ελπίδα. Χαμογέλασε ικανοποιημένος.
Ο φρουρός αναστέναξε.
«Τον παλιό καιρό δεν ήταν έτσι οι συνθήκες..»
Μουρμούρισε, αναπολώντας, με την φωνή του να σιγοσβήνει με το ξεστόμισμα κάθε λέξης. Το αφεντικό απηύδησε, στρέφοντας το βλέμμα του στο κιτρινωπό από το κάπνισμα ταβάνι. Κάποτε ήταν λευκό.
Αυτός ο ψευτορομαντισμός της υποκριτικής νοσταλγίας του παρελθόντος τον κούραζε. Ήταν η καραμέλα στα στόματα όλων.
«Ξεκουμπίδια από εδώ. Νομίζω έγινα αρκετά σαφής.»
Οι δύο φρουροί σηκώθηκαν απότομα από τις καρέκλες τους εκτοπίζοντάς τες λίγα εκατοστά πιο εκεί. Αφού έγνεψαν ταυτόχρονα σαν καλά εκπαιδευμένοι στρατιώτες, αποχώρησαν από το δωμάτιο με βήμα βαρύ. Μόλις έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ο παχουλός διευθυντής μπόρεσε επιτέλους να βρει λίγη γαλήνη.
Με μια απαλή κλωτσιά στο έδαφος ανάγκασε την ακριβή του καρέκλα να περιστραφεί. Μόλις εκείνη διέγραψε ημικύκλιο και αφού βεβαιώθηκε πως ήταν ικανοποιημένος από την νέα του θέση, άγγιξε ξανά το πόδι του στο έδαφος για να σταματήσει την περιστροφή της.
Έμεινε να περιεργάζεται την γιγάντια βιβλιοθήκη που υψώνονταν μπροστά του. Πώς ένας άνθρωπος με τέτοια μόρφωση, με τέτοιο γνωστικό υπόβαθρο, είχε καταλήξει να διαμορφώσει τέτοιες στερεοτυπικές αντιλήψεις; Πώς ένας άνθρωπος με τέτοιους θησαυρούς στην πνευματική του, λογοτεχνική βιβλιοθήκη είχε υιοθετήσει τέτοια αποκρουστική στάση απέναντι στην κοινωνία, είχε κερδίσει μια κοινωνική θέση σαν αυτή;
Φυσικά, τα ρητορικά αυτά ερωτήματα δεν τον είχαν βασανίσει ποτέ. Ποτέ ένα ελαττωματικό άτομο δεν έρχεται αντιμέτωπο με απορίες και διλήμματα που θίγουν την προσωπικότητα του, διότι πολύ απλά θεωρεί την στάση του απόλυτα σωστή, την συμπεριφορά του λογική και τίμια.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στην φάρμα των ζώων του Τζορτζ Όργουελ. Αλίμονο αν ένα βιβλίο σαν αυτό έπεφτε στα χέρια των κλώνων...
Ήταν όμως πολύ αργά.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 8
Σύρθηκε διακριτικά πάνω στο γρασίδι, κάτω από τον πλαστικό θάμνο που είχε επιλέξει για κρυψώνα. Τα αληθοφανή φύλλα, που ήταν πεσμένα παντού στη αυλή έβγαλαν έναν ενοχλημένο, ξερό ήχο, καθώς στραπατσάρονταν κάτω από το βάρος του. Αμέσως πάγωσε στη θέση του. Τα χέρια του έγιναν σφιχτές γροθιές και τα δόντια του έκλεισαν τόσο δυνατά που μπόρεσε να ακούσει τον υπόκωφο κρότο.
Η καρδιά του βροντοχτυπούσε δυνατά κάτω από ψεύτικα πράσινα φύλλα και αστέρια, που τόσο αρμονικά και στοργικά αγκάλιαζε η σκοτεινή νύχτα. Η φύση, ακόμα και πλαστή, ήταν πανέμορφη. Και αν έβρισκε τρόπο να βγει από την κρυψώνα του χωρίς να τον καταλάβει κανείς, θα ήταν ακόμα πιο όμορφη.
Είχε κρυφτεί εκεί πριν το κλείδωμα των δωματίων, το βράδυ. Σήμερα είχε μια ξεχωριστή συνάντηση, μια συνάντηση από την οποία θα κέρδιζε πολλά. Μια μάχη μαίνονταν μέσα του, ανάμεσα στην έξαψη και στο άγχος, δύο αισθήματα τόσο δυνατά που έκαναν τον παλμό του να επιταχύνει όλο και περισσότερο.
Κάνοντας την καρδιά του πέτρα και ευχόμενος να μην είναι κανείς εκεί τριγύρω, σύρθηκε απότομα κάτω από τον θάμνο και σηκώθηκε όρθιος. Ο θόρυβος που προκάλεσε, αν και τόσο ασήμαντος, ήχησε εκκωφαντικός στα αυτιά του. Φαντάστηκε τους κλώνους και τους φύλακες να ξυπνάνε εξαιτίας του, φαντάστηκε την χαμένη έκφραση των πάντα ναρκωμένων ψυγείων, τους ήχους των τρεχαλητών των φυλάκων που θα προσπαθούσαν να τον πιάσουν.
Φυσικά τίποτα από αυτά δεν συνέβησαν. Ποτέ κανένας δεν φυλάει την αυλή το βράδυ. Αφού απόδιωξε αυτούς τους παράλογους συλλογισμούς από το κεφάλι του και διερεύνησε παντού την περιοχή γύρω του αναζητώντας κάποια ανεπιθύμητη παρουσία, βάλθηκε να τρέχει αθόρυβα μέσα στην σκοτεινή νύχτα.
Διέσχισε την αυλή και κατευθύνθηκε προς το ίδρυμα, φροντίζοντας ωστόσο να μην το πλησιάσει πολύ. Έτρεξε περιμετρικά της φυλακής του και αφού έφτασε στην πίσω μεριά του κτιρίου σταμάτησε να αναλογιστεί την επομένη του κίνηση.
Το στόμα του πλημμύρισε με μια παράξενη γεύση, σαν σιδερένια. Η ανάσα του έβγαινε φουριόζα από τα πνευμόνια του και επέστρεφε πάλι πίσω ακόμα πιο γρήγορα από ότι είχε μπει. Αλαφιασμένος, όμως, καθώς ήταν, δεν περίμενε λεπτό να ξαποστάσει.
Συνέχισε να τρέχει προς την πρώτη περίφραξη της αυλής, όπως έκανε κάθε φορά. Μόλις έφτασε στον προορισμό του άγγιξε τα πλεγμένα σίδερα του δίμετρου φράχτη. Ένιωσε την κρύα επιφάνεια τους, την σκληροτράχηλη υφή τους, σκουριασμένα καθώς ήταν από τον καιρό.
Γαντζώθηκε απότομα και με ένα ψηλό σάλτο βρέθηκε από την άλλη μεριά της περίφραξης. Φυσικά, εκείνος ο διχτυωτός, σιδερένιος φράχτης δεν ήταν το μόνο μέτρο ασφαλείας του ιδρύματος.
Είκοσι μέτρα πιο πέρα ορθώνονταν περήφανο ένα ατσάλινο τείχος με μαρμάρινη επένδυση περίπου δέκα μέτρα ψηλό. Δεν σταμάτησε να τρέχει ώσπου να το φτάσει και αφού άγγιξε και εκείνο με το χέρι του άρχισε να κατευθύνεται με βήμα γοργό προς το κατάλληλο σημείο. Δεν σήκωσε το χέρι του από πάνω του. Ήθελε να νιώσει το λείο, σκονισμένο μάρμαρο κάτω από το άγγιγμα του, ήθελε να νιώσει πολλά πράγματα που δεν βρισκόντουσαν μέσα στο ίδρυμα.
Όταν σταμάτησε, έσκυψε για να αντικρίσει το κακοστρωμένο, ψεύτικο γρασίδι να καλύπτει ένα μικρό μέρος του τείχους. Σαν ένα χαλί που περίσσευε από τον χώρο τον οποίο κάλυπτε και η άκρη του αναγκαζόταν να σκαρφαλώνει ελαφρώς στον τοίχο.
Άπλωσε το χέρι του και τράβηξε το γρασίδι στην άκρη, ενοχλημένος από την ανικανότητα των εργατών να υπολογίσουν σωστά την έκταση της αυλής, αλλά και ευγνώμων από το όφελος της ανικανότητας αυτής.
Με την κίνηση του κατάφερε να αποκαλύψει μια τρύπα μπαλωμένη με χώμα, στο μέγεθος αυτό που χρειαζότανε για την καθιερωμένη συναλλαγή. Με το χέρι του τράβηξε το ξερό χώμα προς τα μέσα. Τα νύχια του γέμισαν σκουρόχρωμους κόκκους προκαλώντας του μια αίσθηση που τον χαροποιούσε ιδιαίτερα. Αληθινή φύση. Είχε συνδυάσει την πράξη αυτή με κάτι ευχάριστο, κάτι που δεν αργούσε να έρθει.
«Νόμιζα δεν θα ερχόσουν ποτέ»
Ήχησε μια αντρική φωνή, βαθιά και σκοτεινή.
«Τι χαμπάρια, Άνταμ;»
Ρώτησε το αγόρι με έναν τόνο που πρόδιδε το ευτυχισμένο του χαμόγελο. Η αγωνία μέσα του μεγάλωνε, η καρδιά του κλωτσούσε δυνατά το στήθος του και δεν έφταιγε η σωματική του άσκηση για αυτό.
«Χαρούμενο.. σε ακούω»
Η γνωστή φωνή, σοβαρή όπως πάντοτε, γέμισε ενδιαφέρον. Ο Γουίλ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν προσποιητό ή αληθινό.
«Φταίει η περίσταση»
Δικαιολογήθηκε το αγόρι.
«Τι μου έφερες;»
Πρόσθεσε με αγωνία.
«Λοιπόν, έχουμε Τολστόι, ‘’Πόλεμος και Ειρήνη’’ και Όργουελ, ‘’1984’’»
Απάντησε το άτομο πίσω από το τείχος και έσπρωξε δύο βιβλία κάτω από το άνοιγμα. Το αγόρι τα πήρε και τα περιεργάστηκε κάτω από το σεληνόφωτο νιώθοντας πιο ευτυχισμένο από ποτέ.
«Έχουμε επίσης τα νέα της τελευταίας βδομάδας και πληροφορίες για τη ζωή του Σαίξπηρ, ακριβώς όπως μου ζήτησες»
Ήχησε η φωνή και από την τρύπα ξεπρόβαλλε μια στοίβα από χαρτιά. Τα πήρε και αυτά στα χέρια του και τα έφερε κοντά στην μύτη του να μυρίσει τη μυρωδιά του χαρτιού. Την αγαπούσε πολύ αυτή την μυρωδιά.
«Είσαι μάγκας»
Τον παίνεψε το αγόρι.
«Έχουμε κανένα νέο από μέσα;»
Ρώτησε η φωνή.
«Θα μάθω σε μια κλώνο να διαβάζει»
«Είναι έμπιστη;»
«Πολύ»
Παύση επικράτησε.
«Πόσο σίγουρος είσαι;»
«Έχω καλό ένστικτο..»
«Γουίλ, δεν μπορούμε να βασιστούμε σε ένα απλό ένστικτο»
«Μην ανησυχείς Άνταμ, προσέχω καλά τι κάνω. Εξάλλου το ένστικτο μου ως τώρα δε με έχει προδώσει »
«Εντάξει. Δώσε μου τα προηγούμενα.»
Ζήτησε ο Άνταμ και το αγόρι έβγαλε από το εσωτερικό της μπλούζας του μια στοίβα χαρτιά, ένα περιτύλιγμα σοκολάτας και μερικές φωτογραφίες.
«Θα μου τα φυλάξεις για όταν βγω από εδώ, εντάξει;»
Ρώτησε, καθώς έσπρωχνε τους θησαυρούς του κάτω από το τείχος.
«Βέβαια, θα τα βάλω μαζί με τα υπόλοιπα»
«Ευχαριστώ»
«Τίποτα μικρέ, τα λέμε την επόμενη φορά»
«Στο καλό, Άνταμ»
Άκουσε τα βήματα του άγνωστου φίλου του να απομακρύνονται στον πλακόστρωτο δρόμο. Ερεύνησε τριγύρω του με την ψυχή του πιο ήρεμη αυτή τη φορά και ετοιμάστηκε να κλείσει ξανά την τρύπα, όταν εντόπισε με το βλέμμα του κάτι να γυαλίζει κάτω από το φεγγαρόφωτο.
Σαστισμένος, ψηλάφησε με τα δάχτυλα του το έδαφος και βρέθηκε να κρατάει μια μικρή κασέτα της οποίας την ετικέτα δεν μπορούσε να διαβάσει στο σκοτάδι και μια σοκολάτα με γεύση πορτοκάλι.
«Είσαι μάγκας»
Ψιθύρισε ξανά χαμογελώντας.
Κράτησε όλα τα πράγματα παραμάσχαλα και έκλεισε την τρύπα. Αφού έριξε και το γρασίδι με τρόπο τέτοιο ώστε να την καλύπτει έφυγε από εκεί τρέχοντας, όντας ένα με την νύχτα.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 9
 Κοιτούσε το ρολόι στο δωμάτιο της με προσμονή. Ο επαναλαμβανόμενος ήχος του δευτερολεπτοδείκτη την υπνώτιζε, την έκανε να θέλει να χαθεί σε μια άβυσσο, όπου δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχαν υποχρεώσεις, δεν υπήρχε δυστυχία.
Τέσσερα ακόμα λεπτά και οι πόρτες θα ξεκλείδωναν, θα ήταν όσο πιο ελεύθερη μπορούσε να είναι μέσα στο ίδρυμα. Θα πήγαινε στην αυλή, στο τρίτο παγκάκι από την αριστερή μεριά της περίφραξης, όπου είχε κανονίσει να συναντηθεί με τον Γουίλ.
Θα ξεκινούσε τα 'μαθήματα απελευθέρωσης' όπως της άρεσε να τα χαρακτηρίζει στο μυαλό της. Αν δεν καταλαμβάνονταν από τόση έξαψη και αγωνία, ίσως να είχε αφήσει τον μηχανικό ήχο του χρόνου να την νανουρίσει, να την ταξιδέψει σε σκοτεινά όνειρα και εφιάλτες, όπως κάθε φορά που κοιμόταν.
Εφιάλτες, όπου κυριαρχούσαν τα τρομοκρατημένα βλέμματα της 104 καθώς την συλλάμβαναν, μπανιέρες γεμάτες αίμα, το επίπονο μαστίγιο και τα οδυνηρά χτυπήματά του, ο απρόσμενος θάνατος της φίλης της. Όσο και αν δεν το παραδεχόταν στον εαυτό της, βαθιά μέσα της πίστευε ότι μπορούσε να ελευθερωθεί, να βρει μια μητέρα, να ζήσει μια ζωή ευτυχισμένη, απαλλαγμένη από τα άγχη των αποργανώσεων και τα βασανιστήρια των φυλάκων.
Ο μεταλλικός κρότος του κουδουνιού του ιδρύματος αντήχησε στους άδειους διαδρόμους και οι πόρτες ξεκλείδωσαν με ένα ανεπαίσθητο κλικ. Η Έθελ ξεχύθηκε βιαστική έξω από το δωμάτιο της και άρχισε να βαδίζει με ανυπόμονα βήματα προς την αυλή.
Ταυτόχρονα, και άλλοι κλώνοι βάλθηκαν να βγουν έξω, όχι όμως με την ίδια έξαψη και ταχύτητα που είχε η κοπέλα. Το βλέμμα τους ήταν θολό, καρφωμένο σε ένα σημείο στο κενό. Έσερναν τα πόδια τους αργά, υποτονικά, αφήνοντάς τα να τους οδηγήσουν, όπου ήθελαν εκείνα.
Η Έθελ τους λυπήθηκε, θέλησε να βρει τρόπο να τους βοηθήσει, να ξεκολλήσει τα μυαλά τους από την πηχτή λάσπη των ηρεμιστικών, όμως μόνη της δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Ένας φύλακας ξεπρόβαλλε μπροστά της κόβοντας την φόρα της απότομα. Μόλις τον αντίκρισε, επιβράδυνε διακριτικά τον βηματισμό της και κάρφωσε το βλέμμα της στο έδαφος. Προσπάθησε να γίνει ένα με την μάζα ώστε να περάσει απαρατήρητη, να καταφέρει να φτάσει στην αυλή. Ο γκριζοφορεμένος άντρας της έριξε μια καχύποπτη μάτια, όμως πέρα από ένα σμίξιμο φρυδιών δεν εξέλαβε καμία άλλη ανεπιθύμητη αντίδραση.
Συνέχισε την πορεία της, πιο προσεχτική αυτή τη φορά, με την καρδιά της να ανεβοκατεβαίνει ξέφρενα. Βγήκε στην αυλή και αμέσως έκλεισε τα μάτια της καθώς το φως του ήλιου την τύφλωνε. Ύψωσε την παλάμη της μηχανικά για να προστατέψει τα μάτια της και μόλις προσαρμόστηκε η όραση της στην νέα φωτεινότητά, κατέβασε το χέρι της και άφησε τον ήλιο να την ποτίσει.
Απολάμβανε την θαλπωρή του, όσο ανεπαίσθητη και αν ήταν. Το γρασίδι κάτω από τα πόδια της υποχωρούσε σε κάθε της βήμα, αγκάλιαζε διακριτικά το παπούτσι της πνίγοντας κάθε ήχο που θα μπορούσε να προκαλέσει.
Μόλις κατέφτασε στον παγκάκι, βρήκε τον Γουίλ καθισμένο στην ράχη του, ακριβώς όπως είχε καθίσει και την προηγούμενη φορά, να αγναντεύει την αυλή που είχε αρχίσει να γεμίζει με κλώνους.
«Δεν μπορώ να τους βλέπω έτσι»
Ανακοίνωσε με τόνο κουρασμένο. Το κορίτσι συμφώνησε νεύοντας καταφατικά και κάθισε στο παγκάκι δίπλα του, με την πλάτη της να ακουμπάει την ράχη του. Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, μια σιωπή που κάθε άλλο παρά αμήχανη ήταν.
«Έχω πολλές αμφιβολίες για αυτό»
Έσπασε τελικά την ησυχία το αγόρι.
«Και εγώ»
Αποκρίθηκε η Έθελ. Πήρε το βλέμμα της από μια κλώνο που καθόταν στο γρασίδι και κοιτούσε αποσβολωμένη τον ουρανό και το έστρεψε στο αγόρι. Παρατήρησε τις πληγές στο κορμί του που βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι ήταν δυο μέρες νωρίτερα. Οι κοκκινωπές τούφες είχαν αλλάξει, είχαν λεπτύνει και είχαν αποβάλλει εκείνο το κόκκινο χρώμα, αντικαθιστώντας το με ένα πιο ήπιο ροζ.
«Εγώ έχω περισσότερες. Αν σου μάθω να διαβάζεις, σου αποκαλύπτω τα μυστικά μου και αν σου αποκαλύψω τα μυστικά μου, σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου. Που ξέρω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ;»
Επέλεξε τα λόγια του με ιδιαίτερη προσοχή, καρφώνοντάς την με το πρασινωπό του βλέμμα. Το κορίτσι αισθάνθηκε απογοήτευση, εκνευρισμό, λύπη, προδοσία.
Ο χαμός της 104 την είχε κατακερματίσει, την είχε κάνει να γαντζωθεί από την προσφορά εκείνου του αγοριού και να νιώσει ελπίδα για αυτήν. Για μια στιγμή είχε ελπίσει ότι θα κατάφερνε να βγει έξω. Όμως τώρα ο Γουίλ την μεταχειρίζονταν έτσι, με αμφιβολία και καχυποψία. Δεν την εμπιστεύονταν. Ωστόσο τον καταλάβαινε. Απέστρεψε το βλέμμα της μακριά, σκεπτόμενη τα λόγια του Γουίλ.
«Δεν το ξέρεις. Πρέπει όμως, διότι στα αλήθεια ενδιαφέρομαι πολύ για αυτό που κάνεις. Και σίγουρα δεν έχω κανένα σκοπό να σε εκθέσω, με οποιοδήποτε τρόπο. Σαφώς, η επιλογή είναι δικιά σου.»
Κατέληξε τελικά το κορίτσι. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να τον πείσει και η αλήθεια είναι ότι όσο και αν ήθελε, δεν είχε σκοπό να το κάνει. Ήθελε ο Γουίλ να την εμπιστευτεί από μόνος του.
«Αν είναι να το κάνουμε, πρέπει, ό,τι και αν συμβεί, να μην μιλήσεις σε κανένα για ό,τι συζητάμε, για ό,τι σου δείχνω. Θέλω τον λόγο σου, Έθελ»
Το κορίτσι σάστισε στο άκουσμα του ονόματος αυτού. Είχε ξεχάσει ότι την είχε αποκαλέσει έτσι, όταν είχαν συναντηθεί πρώτη φορά. Της είχε δώσει ταυτότητα, την είχε ονομάσει.
«Έχεις τον λόγο μου»
Αποκρίθηκε ανέκφραστη, ωστόσο μέσα της ήταν γεμάτη έξαψη.
«Ωραία»
Το αγόρι αναστέναξε ελαφρώς αγχωμένο και έβγαλε από την εσωτερική του τσέπη έναν μικρό, στραπατσαρισμένο φάκελο. Το σύνηθες ε��ίπεδο σχήμα του είχε παραμορφωθεί και έμοιαζε περισσότερο με ρόμβο, καθώς μέσα του έκρυβε, πέρα από χαρτιά, και ένα μικρού μεγέθους αντικείμενο.
Έτεινε διακριτικά τον φάκελο στην κοπέλα και την κοίταξε με μια ματιά γεμάτη νόημα. Εκείνη τον πήρε από τα χέρια του και με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις τον έκρυψε μέσα στη ζακέτα της.
«Αυτό θα σε μάθει να διαβάζεις. Να το προσέχεις σαν τα μάτια σου, είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει αυτή τη στιγμή μέσα στο ίδρυμα.»
Η Έθελ κούνησε καταφατικά το γεμάτη κατανόηση.
«Όταν πας στο δωμάτιο σου, θα ανοίξεις τον φάκελο και θα βρεις ένα μικρό κουτάκι με κουμπιά. Θα πατήσεις το κόκκινο κουμπί και μετά θα πάρεις όλες της οδηγίες που χρειάζεσαι. Απλά, φρόντισε οι πόρτες να είναι κλειδωμένες, όταν το ανοίξεις. Αν σε πιάσουν με αυτό, δεν με ξέρεις. Σύμφωνοι;»
«Ναι»
Ένευσε ξανά το κορίτσι.
«Ωραία. Τα λέμε αύριο εδώ, την ίδια ώρα»
Αποκρίθηκε ο Γουίλ και σηκώθηκε όρθιος. Με ένα πήδημα κατέβηκε από το παγκάκι και άρχισε να απομακρύνεται με την πλάτη του στραμμένη στην Έθελ και τα χέρια του κρυμμένα στις τσέπες του.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 10
Κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της με ρυθμό βαρύ και αργό. Άκουγε τα βήματα της να σέρνονται νωχελικά στο γυμνό έδαφος του ιδρύματος. Η αγωνία της έσβηνε την πείνα και την δίψα της. Ήθελε να ανοίξει τον στραπατσαρισμένο, μικρό φάκελο τόσο πολύ που δεν κρατιόταν να φτάσει ως το δωμάτιο.
Της ερχόταν η παρόρμηση να σταματήσει εκείνη τη στιγμή, στη μέση του διαδρόμου και να ανακαλύψει το περιεχόμενο του, να ανακαλύψει τον τρόπο να μάθει να διαβάζει. Όμως δεν μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να κάνει κάτι τέτοιο.
Άρχισε να μετράει τα βήματα της για να σκοτώσει την προσμονή της, να παρατείνει την υπομονή της. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Της είχε γίνει τόσο μεγάλη εμμονή να μάθει γράμματα. Από τότε που έχασε την 104, ήταν το μόνο πράγμα που στριφογύριζε στο μυαλό της. Μια σκέψη ντυμένη με λύπη και στολισμένη με απόγνωση. Μια σκέψη τόσο έντονη που της προκαλούσε αϋπνία, προσμονή, έκανε την ψυχή της να βράζει. Ήταν μια σκέψη που ασυναίσθητα είχε συνδέσει άμεσα με την απελευθέρωση.
Λίγα ακόμα μέτρα την χώριζαν από το δωμάτιο της. Έκανε να επιταχύνει το βήμα της, όταν μια βαριά φωνή την σταμάτησε.
«Κλώνος!»
Κοκάλωσε στη θέση της. Ένιωσε τον μικρό φάκελο στην εσωτερική τσέπη της ζακέτας, που τόσο φαρδιά έπεφτε πάνω της, να την προδίδει, να την εκθέτει σε νέους μπελάδες. Η καρδιά της άρχισε να βροντοχτυπά τόσο γρήγορα που νόμιζε θα το σκάσει από το στήθος της και θα αρχίσει να χοροπηδά μακριά, να γλιτώσει από την ανάκριση.
Έκανε αναστροφή για να πλησιάσει τον φύλακα. Δέκα έξι, δέκα επτά, δέκα οκτώ. Έσβησε το ξύπνιο βλέμμα της καρφώνοντας το στο έδαφος μπροστά της.
«Αριθμό»
Διέταξε ο άντρας μόλις έφτασε μπροστά του. Τι θα έκανε αν ανακάλυπτε τον φάκελο, αν μάθαινε για τα βιβλία; Τι θα έκανε αν ανακάλυπταν για τον Γουίλ.
«813»
Απάντησε διατηρώντας την φωνή της όσο πιο μηχανική μπορούσε. Έτεινε το χέρι της αργά προς το μέρος του και γύρισε τον καρπό της έτσι ώστε να φαίνονται τα σκουρόχρωμα νούμερα που είχαν αποτυπωθεί στο δέρμα της όταν γεννήθηκε.
«Γιατί δεν τρως στην τραπεζαρία;»
Ρώτησε ύποπτα ο φύλακας νεύοντας της για να κατεβάσει το χέρι της. Εκείνη υπάκουσε αφήνοντάς το να κρεμάσει βαριεστημένα δίπλα στα πλευρά της.
«Έφαγα. Νυστάζω»
Ξεστόμισε την καλοπροβαρισμένη ατάκα της, αγχωμένη.
«Χαχαχ... Ηλίθια ψυγεία»
Γέλασε βαριά το όργανο και απομακρύνθηκε με το ενοχλητικό του γέλιο να αντηχεί δυνατό στα αυτιά της Έθελ. Εκείνη παραήταν αναστατωμένη για να αντιδράσει. Έριξε μια ματιά τριγύρω και αφού βεβαιώθηκε ότι ο φύλακας είχε απομακρυνθεί αρκετά, κίνησε με γοργά βήματα προς το δωμάτιό της.
Μόλις μπήκε μέσα έκλεισε γρήγορα την πόρτα και με την πλάτη της να ακουμπάει πάνω στην σιδερένια, ψυχρή επιφάνεια της, άφησε το σώμα της να γλιστρήσει απαλά ώσπου να αγγίξει το πάτωμα. Έπιασε τον φάκελο πάνω από την μπλούζα της και μόνο τότε μπόρεσε να ηρεμήσει, μόνο τότε μπόρεσε να αισθανθεί ασφάλεια.
Τελικά τον έβγαλε από την τσέπη της και έμεινε στο πάτωμα, να τον περιεργάζεται σκεπτική. Έκανε να τον ανοίξει για να ικανοποιήσει επιτέλους την περιέργεια της, ωστόσο θυμήθηκε τον Γουίλ και την συμβουλή του. Σηκώθηκε κουρασμένη και έριξε μια ματιά στο μικροσκοπικό, σκουριασμένο ρολόι που κρεμόταν στον γυμνό, γκρίζο τοίχο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τα σύμβολα πάνω του, όμως είχε καταλάβει ότι καθένα από αυτά συμβόλιζαν μία ώρα και ότι όταν ο μικρός δείκτης βρίσκονταν στο πρώτο διπλό σύμβολο και ο μεγάλος στο τελευταίο, κλείδωναν οι πόρτες.
Θα περνούσε αρκετή ακόμα ώρα ώσπου να συμβεί αυτό. Με βαριεστημένες κινήσεις σηκώθηκε από το πάτωμα και κίνησε προς το κρεβάτι της. Έσκυψε από κάτω του και ψηλάφησε τις σανίδες μέχρι να βρει την εσοχή που φυλούσε τα αποκτήματα της.
Οτιδήποτε έβρισκε το έκρυβε εκεί. Είχε μαζέψει ως τότε μερικά κέρματα, δύο μασημένες τσίχλες, έναν συνδετήρα, λίγο σπάγκο και ένα δαχτυλίδι. Βέβαια -πέρα από τον σπάγκο- δεν γνώριζε την χρησιμότητα των αντικειμένων που είχε συγκεντρώσει, ωστόσο η συλλογή τους της προσέδιδε ένα συναίσθημα ανεξαρτησίας, ιδιωτικότητας, διαφορετικότητας.
Τοποθέτησε στην εσοχή το φάκελο και έπεσε στο κρεβάτι ατσούμπαλα, με το σώμα της να ανεβοκατε��αίνει ελαφρώς από την σύγκρουση του με το σκληρό στρώμα. Ήταν πολύ κουρασμένη. Είχε να κοιμηθεί πολλές ώρες, ίσως και μέρες. Άφησε τον επαναλαμβανόμενο ήχο του ρολογιού να επαναπαυτεί πάνω στα βλέφαρα της και να τα βαρύνει ώσπου να τα κλείσει εντελώς. Τον άφησε να την ταξιδέψει στους εφιάλτες της.
Όταν ξύπνησε, οι δείκτες είχαν ξεπεράσει τα δίπλα σύμβολα. Έτριψε νυσταγμένη τα μάτια της προσπαθώντας να αποδιώξει από το μυαλό της τους γιγάντιους φύλακες που την βασάνιζαν στους εφιάλτες της.
Ανακάθισε στο σκληρό στρώμα και έμεινε έτσι για λίγη ώρα, με το βλέμμα της καρφωμένο κάπου στο κενό. Εστίαζε εκεί, αγνοώντας το υπόλοιπο περιβάλλον. Με τα μάτια της θολωμένα από τη συγκέντρωση, έμοιαζε να αναλογίζεται κάτι σοβαρό ή κάτι ξεχασμένο. Στην ουσία έφερνε στο μυαλό της τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. Το φαγητό, την επιστροφή της στο δωμάτιο της, την συνάντηση της με τον Γουίλ.
Είχε έρθει ώρα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Απορούσε πώς είχε αντέξει ως εκείνη την ώρα. Με μια κίνηση, έριξε το χέρι της στο πλάι του κρεβατιού για να το δει να εξαφανίζεται από κάτω του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίστηκε ξανά, με τον φάκελο ανάμεσα στις κλειδώσεις της. Έτσι στα σκοτεινά έμεινε να τον πασπατεύει και να τον χαϊδεύει μη μπορώντας να πιστέψει ότι είχε φτάσει η ώρα.
Άναψε το φως του δωματίου της που τρεμόπαιξε αδύναμο στην προσπάθειά του να φωτίσει όλο τον χώρο. Είχε φτάσει η ώρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με όση περισσότερη προσοχή μπορούσε, άνοιξε τον φάκελο.
Από μέσα του, έβγαλε με χέρια τρεμάμενα ένα μικρό κασετόφωνο -αντικείμενο άγνωστο για αυτή- και μερικά χρωματιστά χαρτιά με σύμβολα ζωγραφισμένα πάνω τους. Ξεφυλλίζοντάς τα μπόρεσε να διακρίνει και μερικά ήδη γνωστά σε αυτή, μερικά που έμοιαζαν πολύ με αυτά που ήταν χαραγμένα πάνω στο ρολόι της.
Άφησε τα χαρτιά στην άκρη και έπιασε το κασετόφωνο. Τι παράξενο, σκέφτηκε.
«Θα πατήσεις το κόκκινο κουμπί και μετά θα πάρεις όλες της οδηγίες που χρειάζεσαι»
Ήχησαν στα αυτιά της τα λόγια του Γουίλ. Πάτησε το κόκκινο κουμπί με προσμονή και αμέσως τινάχτηκε πίσω ξαφνιασμένη.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 11
Γεια σου, 127. Συγγνώμη αν ξαφνιάστηκες με το κασετόφωνο. Λογικά πρώτη φορά βλέπεις ένα. Ίσως θα ήταν συνετό και για σένα να γνωρίζεις πως το κασετόφωνο πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο με το οποίο μπορείς να καταγράψεις την φωνή κάποιου ώστε να έχεις την δυνατότητα αργότερα να την ξανακούσεις όσες φορές θελήσεις.
Εγώ έγραψα την δικιά μου φωνή και την στέλνω σε εσένα με μεγάλη ελπίδα και προσδοκίες. Αρχικά, το όνομα μου είναι Άνταμ και είμαι ανώτερος άνθρωπος, όπως λέτε και εσείς -μια διάκριση που προσωπικά με αρρωσταίνει. Το όνομα μου είναι το μόνο πράγμα που χρειάζεται να ξέρεις για μένα.
Ένα σωρό ερωτήματα θα πρέπει να στριφογυρίζουν στο κεφάλι σου, όμως σου υπόσχομαι ότι με τον καιρό όλα θα λυθούν. Αρχικά πρέπει να βεβαιωθώ ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ.
Βλέπεις, βρήκες αυτό το κασετόφωνο, όχι από τύχη, αλλά επειδή εγώ στο έδωσα. Μαθαίνω ότι τα ηρεμιστικά που σας χορηγούν μαζί με το φαγητό δεν σε επηρεάζουν και ότι είσαι λιγάκι ανήσυχο πνεύμα. Αυτό είναι καλό, πολύ καλό. Αλλά ας τα πάρουμε όλα με μια σειρά.
Όπως ήδη γνωρίζεις, οι άνθρωποι δημιουργούν κλώνους για να έχουν πρόσβαση σε όργανα οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν. Σας συμπεριφέρονται σαν να είστε σκουπίδια, αγνοούν την ανθρωπιά σας και καταπατούν όλα σας τα δικαιώματα.
Το γεγονός ότι είσαι κλώνος δεν ακυρώνει την ανθρωπιά σου, τα δικαιώματα σου. Είστε ίσοι με εμάς, όλοι είμαστε ίσοι και αξίζουμε το ίδιο. Δεν υπάρχουν ανώτεροι άνθρωποι, ούτε κατώτεροι.
Αν και το ίδρυμα προσφέρει πολλά στην κοινωνία μας, πολλοί είναι αυτοί που αποδοκιμάζουν το σύστημα αυτό και τάσσονται κατά του. Εγώ είμαι ένας από αυτούς.
Θέλουμε να σας βοηθήσουμε, θέλουμε να σας ελευθερώσουμε, να σβήσουμε τις λέξεις «ανώτερος άνθρωπος» από την ιστορία και για μια φορά να κερδίσει το δίκαιο.
Δυστυχώς, οι νόμοι μας είναι έτσι διαμορφωμένοι ώστε να ευνοούν την κλωνοποίηση και την αισχρή σας μεταχείριση. Επομένως, νομικά είναι αδύνατον να σας βοηθήσουμε.
Μια άλλη προσπάθεια που κάναμε ήταν οι διαδηλώσεις. Εσύ βέβαια δεν θα έχεις ιδέα τι είναι αυτό. Με τις διαδηλώσεις μπορείς να εκφράσεις την αντίθεση σου για ένα θέμα. Πολλές φορές έχει μαζευτεί κόσμος έξω από το ίδρυμα και διαδηλώνει υπέρ σας, όμως κανείς δεν ακούει.
Οπότε, η επόμενη κίνηση πρέπει να είναι εσωτερική. Πρέπει εσείς να αναλάβετε ευθύνες, να πάρετε την ζωή σας στα χέρια σας και να κάνετε ότι πρέπει για να ελευθερωθείτε.
Εμείς θα σας βοηθήσουμε. Θα σας προσφέρουμε κάτι που τόσο καιρό σας στερούσαν: το δικαίωμα για μόρφωση. Αν μορφωθείτε θα ανοίξετε τα μάτια σας, θα διαμορφώσετε μια ευρεία άποψη για το τι συμβαίνει μέσα και έξω από το ίδρυμα και έπειτα με προσεκτικές κινήσεις θα μπορέσετε να πετύχετε την απελευθέρωσή σας.
Πρώτα, λοιπόν, έπρεπε να στοχεύσουμε στους ανήσυχους κλώνους, αυτούς που δεν επηρεάζονται από τα ηρεμιστικά που σας χορηγούν. Για αυτό επιλέξαμε εσένα. Είσαι το κλ��ιδί, είσαι ο άνθρωπος που θα επηρεάσει τους υπόλοιπους, που θα ηγηθεί της επανάστασης. Της επανάστασης των κλώνων…
   «Ώστε έχεις διασυνδέσεις έξω από το ίδρυμα»
Το αγόρι αγνάντευε την αυλή από το παγκάκι που καθόντουσαν συνήθως. Το βλέμμα του ακολούθησε έναν φύλακα ο οποίος τραβούσε από τον καρπό μια κλώνο που αντιστεκόταν ασθενικά. Σήκωσε το χέρι του και την χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο. Εκείνη έβαλε τα κλάματα και με τους ώμους της να τραντάζονται από τους λυγμούς τον ακολούθησε μέσα στο θεόρατο κτίριο.
Παρατήρησε τις εκφράσεις που εναλλασσόντουσαν στο πρόσωπο του γκριζοφορεμένου άντρα, τον θυμό στα χείλη του, τον φανατισμό στο βλέμμα του. Είναι απίστευτο το μπορεί να κάνει η εξουσία σε ένα άτομο. Πόσο μπορεί να το αλλάξει.
«Ίσως και να έχω»
Απάντησε ανέμελα χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον φύλακα.
«Και πως σου έδωσε ο Άνταμ το κασετόφωνο;»
Ρώτησε η Έθελ όλο απορία.
«Σσσς, μη λες αυτό το όνομα φωναχτά»
Το κορίτσι έριξε μια ματιά τριγύρω και μόλις διαπίστωσε ότι δεν ήταν κανείς εκεί που θα μπορούσε να τους ακούει, το άγχος αντικαταστάθηκε από εκνευρισμό. Πώς έκανε έτσι ο Γουίλ. Ωστόσο δεν εξέφρασε τα συναισθήματα της, παρά μόνο περίμενε για μια απάντηση που δεν ήρθε ποτέ.
«Και αυτά τα χαρτιά με τα σύμβολα πάνω; Ποτέ θα τα μάθω;»
«Αυτά θα στα μάθω εγώ. Οι κασέτες δεν είναι αρκετά κατατοπιστικές»
Αποκρίθηκε σκεπτικό το αγόρι.
«Τι θα πει κατατοπιστικές;»
«Θα πει ότι δεν μπορούν να σε βοηθήσουν πολύ καλά να μάθεις»
«Πότε θα μου μάθεις;»
Απαίτησε να μάθει η Έθελ.
«Σύντομα»
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 12
Είχε βυθιστεί στην ανάγνωση του βιβλίου. Τόσο ωραία γραφή, τόσο ωραίες περιγραφές, τόσο ενδιαφέρουσα πλοκή. Ήταν τόσο προσηλωμένος, που αργότερα απορούσε πώς είχε ακούσει τον ήχο που τον ξύπνησε από την λήθη του.
Εκείνος ο επαναλαμβανόμενος ήχος που στην αρχή νόμιζε ότι ήταν της φαντασίας του άλλα έπειτα τον γέμισε με τρόμο, έκανε την καρδιά του να χτυπάει ανεξέλεγκτα, διότι κατάλαβε. Κατάλαβε πως δεν ήταν της φαντασίας του, κατάλαβε πως εκείνος ήχος δεν ήταν παρά βήματα. Βήματα που πλησίαζαν.
Έκλεισε γρήγορα το βιβλίο και το τοποθέτησε στη στοίβα με τα υπόλοιπα. Με χέρια που έτρεμαν έσυρε την πλάκα πίσω στη θέση της απελευθερώνοντας έναν προδοτικό θόρυβο.
«Ποιος είναι εκεί;»
Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Ήθελε να εξαφανιστεί, να χαθεί από προσώπου γης, όμως δεν μπορούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Μπορούσε να τρέξει, αλλά θα τον έπιαναν, μπορούσε να μείνει ακίνητος εκεί, ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα τον καταλάβαινε, όμως και πάλι θα τον έπιαναν. Δεν είχε παρά να περπατήσει ως την έξοδο, όσο πιο ανέμελα μπορούσε, ελπίζοντας να είναι αρκετά πειστικός.
«Βοήθεια, κάποιος»
Φώναξε αποκαλύπτοντας εντελώς την παρουσία του. Φρόντισε να αφήσει στην φωνή του στοιχεία πανικού και φόβου, αισθήματα τα οποία δεν χρειαζόταν να προσποιηθεί, απλά να τα εκδηλώσει.
«Ποιος είναι εκεί;»
Ρώτησε η φωνή πιο επιτακτικά. Από την άκρη του διαδρόμου ξεχύθηκε μια τούφα φωτός και εμφανίστηκε μια μικροσκοπική φιγούρα που όσο πλησίαζε τόσο μεγάλωνε.
«Έχω χαθεί»
Απάντησε ο Γουίλ. Άρχισε να βαδίζει γρήγορα προς του μέρος της φύλακα. Εκείνη σάστισε και έπειτα έβγαλε με μια γρήγορη κίνηση το όπλο της. Το αγόρι ύψωσε τα χέρια στον αέρα και κοκάλωσε στη θέση του.
«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ κάτω;»
Για μια στιγμή ήθελε να της απαντήσει, ήθελε να της πει την αλήθεια, ότι διαβάζει βιβλία, ότι ήθελε να βγει από εκεί μέσα, ότι ήθελε να ζήσει ελεύθερος.
«Δεν ξέρω έχω χαθεί»
Απάντησε τελικά με τόνο εξομολογητικό. Φυσικά κάθε, άλλο παρά είχε χαθεί. Μάλλον εκείνος ήξερε καλύτερα τα μέρη εκεί κάτω από ότι η ίδια η φύλακας. Η γυναίκα τον πλησίαζε όλο και περισσότερο με βήμα ταχύ.
«Σε ποιόν τα πουλάς αυτά;»
Τελικά έφτασε στο μέρος του και σημάδεψε τον ώμο του με το πιστόλι της.
«Όχι όχι, αλήθεια λέω»
Της απάντησε, όχι τόσο πειστικά.
«Να δούμε αν θα σε πιστέψει και ο διευθυντής»
Με τα λόγια της αυτά, το παιδί συνειδητοποίησε πόσο μπλεγμένος ήταν. Θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια όμως δεν θα γλίτωνε.
«Γιατί, δεν μπορείτε να το χειριστείτε μόνη σας;»
Την προκάλεσε. Ήταν η τελευταία του ελπίδα.
«Προχωρά!»
Ούρλιαξε εξοργισμένη η φύλακας. Εκείνος κούνησε τα χέρια του στον αέρα και προχώρησε στην κατεύθυνση που του υποδείκνυε.
«Δεν μπορώ να σε χειριστώ μόνη μου; Θα σε τιμωρήσω με τα ίδια μου τα χέρια μου»
Έτριξε μέσα από τα δόντια της μη μπορώντας να πιστέψει τι της είχε ξεστομίσει ο κλώνος. Σε αυτό ήλπιζε και ο Γουίλ. Ήξερε ότι θα τιμωρηθεί έτσι και αλλιώς από την στιγμή που άκουσε τα βήματα της να τον πλησιάζουν. Το άγχος του ήταν να μη φτάσει το όνομα του, η πιο σωστά ο αριθμός του, στα αυτιά του διευθυντή.
Δεν έπρεπε να τραβάει την προσοχή. Έπρεπε να είναι προσεκτικός. Κλώνοι τιμωρούνταν κάθε μέρα, αλλά στο γραφείο του διευθυντή δεν πήγαιναν συχνά.
Η φύλακας τον οδήγησε πάνω, στην είσοδο του ιδρύματος, από την οποία ακολούθησαν την σκάλα που οδηγούσε κάτω, στις αίθουσες τιμωρίας.
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, το αγόρι μπόρεσε να αφουγκραστεί τις κραυγές και τα βογκητά που τόσο άμεσα πρόδιδαν την οδύνη που βίωναν οι κλώνοι.
«Τώρα θα δεις, αν μπορώ να σε χειριστώ μόνη μου»
Αποκρίθηκε η φύλακας και τον έσπρωξε βίαια μέσα σε ένα δωμάτιο από τα πολλά που απλώνονταν κατά μήκος του διαδρόμου. Με ένα σαρδόνιο χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο νεανικό της πρόσωπο, έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Γδύσου»
Έφτυσε, ανυπόμονη να ικανοποιήσει τις σαδιστικές της ανάγκες. Αν και ήξερε ότι δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει, το αγόρι δίστασε να την υπακούσει.
«Γδύσου είπα!»
Ούρλιαξε μανιασμένα η γυναίκα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Γουίλ έβγαλε τα ρούχα του και τα απέθεσε με ευλάβεια στην άκρη του μικροσκοπικού δωματίου.
Με μια κίνηση, η φύλακας κατέβασε το όπλο της και το τοποθέτησε πίσω στη ζώνη της, ενώ ταυτόχρονα περιεργάζονταν τον πέτρινο τοίχο αναζητώντας το εργαλείο τιμωρίας.
Εντοπίζοντας το μαστίγιο να κρέμεται λίγα μέτρα δίπλα από το κεφάλι της, άφησε ένα σιγανό γέλιο να ηχήσει. Το πήρε στα χέρια της και κοίταξε το αγόρι ανυπόμονα.
Το πρώτο χτύπημα έπεσε τσουχτερό στον ώμο του, εξαπλώνοντας τον καυτό πόνο σε όλο του το σώμα. Έβγαλε μια κοφτή ανάσα και άρχισε να μετράει. Ένα, δύο, τρία. Προσπαθούσε να μην φωνάξει, προσπαθούσε να μην της δώσει την ικανοποιήση να τον ακούσει να πονάει.
Βέβαια, η φύλακας δεν χρειαζόταν να τον ακούσει να φωνάζει ώστε να διακρίνει τον πόνο να καταλαμβάνει το σώμα του νέου. Όλο του το κορμί μαζεύτηκε, έμοιαζε να συρρικνώνεται σε μια μπάλα οδύνης και αγωνίας. Οι μυς του σφιγμένοι, τα χείλη και τα μάτια του τόσο δυνατά σφραγισμένα που δημιουργούσαν ρυτίδες κατά μήκος του προσώπου του.
Έξι, επτά, οκτώ. Πρώτα το ένιωθε στο κορμί του και έπειτα άκουγε τον ήχο, να του υπενθυμίζει ότι δεν είχε ξεμπερδέψει ακόμα, ότι θα ήταν για πάντα παγιδευμένος. Έντεκα, δώδεκα, δεκατρία. Τα γόνατα του έπαψαν να τον βαστούν. Γονάτισε στο πάτωμα και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τα γόνατά του προσπαθώντας να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος του.
Δέκα πέντε, δέκα έξι. Η πλάτη του άρχισε να στάζει αίμα. Μια χάλκινη γεύση πλημμύρησε το στόμα του, χόρεψε προκλητικά πάνω στη γλώσσα του. Το ένα χτύπημα έπεφτε μετά το άλλο. Καθένα από αυτά του έμοιαζε πιο δυνατό από το προηγούμενο.
«Μπορώ να σε χειριστώ μόνη μου;»
Φώναξε άγρια η φύλακας. Δεν κατάλαβε ποτέ σταμάτησαν τα χτυπήματα. Πονούσε τόσο που δεν μπορούσε να αντιληφθεί καν αν είχε φύγει η τιμωρός του από το δωμάτιο. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις από το πάτωμα και παραπάτησε ως την άκρη του δωματίου. Κάθε του βήμα, κάθε του κίνηση του προκαλούσε πόνο. Έσκυψε να πάρει τα ρούχα του από το πάτωμα και ζαλίστηκε τόσο που σχεδόν έπεσε κάτω.
Το στόμα του ήταν γεμάτο αίμα. Έφτυσε αηδιασμένος μια ποσότητα στο έδαφος και κίνησε με βήμα βαρύ για το δωμάτιο του.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 13
Κατευθύνθηκε ανυπόμονη προς το δωμάτιο του Γουίλ, όπου θα έκανε το πρώτο της μάθημα ανάγνωσης. Χιλιάδες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό της, σκέψεις σχετικές με γνώση, σκέψεις σχετικές με ευτυχία, με ελευθερία. Ενθουσιάζονταν στην ιδέα ότι θα μάθαινε να κάνει κάτι που κανένας άλλος κλώνος στο ίδρυμα δεν ήξερε να κάνει. Ένιωθε ξεχωριστή. Αργότερα βέβαια θα ανακάλυπτε ότι δεν μάθαινε μόνο αυτή ανάγνωση αλλά και δεκάδες άλλοι κλώνοι.
Έγλυφε με το βλέμμα της τις πόρτες των δωματίων που απλώνονταν κατά μήκος του διαδρόμου. Δεν ήξερε να διαβάζει τους αριθμούς πάνω στις πόρτες, όμως ο Γουίλ της είχε δώσει ένα μικρό χαρτί πάνω στο οποίο είχε γράψει τον αριθμό του δωματίου του.
Τα μάτια της στριφογυρνούσαν, περιεργάζονταν το χαρτί και έπειτα τις πόρτες των δωματίων, προσπαθώντας να αντιστοιχίσει τα σύμβολα που είχε γράψει ο Γουίλ με αυτά που ήταν τυπωμένα πάνω στα δωμάτια.
Όταν κατάφερε επιτέλους να τα ταιριάξει, ενθουσιασμός την κατέκλυσε. Είχε φτάσει η ώρα. Αφού βεβαιώθηκε ακόμα μια φορά ότι ήταν στο σωστό δωμάτιο, χτύπησε ανυπόμονα την πόρτα τρεις φορές.
«Ναι;»
Ακούστηκε από μέσα πνιχτή η φωνή του Γουίλ.
«Εγώ είμαι»
Είπε σιγανά το κορίτσι και έκανε να ανοίξει την πόρτα.
«Έθελ, ίσως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή»
Έκανε το αγόρι να την διώξει αλλά ήταν πολύ αργά. Το κορίτσι είχε ανοίξει την πόρτα, τον είχε δει.
«Τι στο..»
Έστεκε εκεί, πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα, με το στόμα της κρεμασμένο από την έκπληξη.
«Τι έγινε;»
Ρώτησε μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της.
«Έθελ ή μπες μέσα ή φύγε, μην αφήνεις έτσι ανοιχτή την πόρτα»
Το κορίτσι χώθηκε γρήγορα στο δωμάτιο του Γουίλ και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
«Τι έγινε;»
Επανέλαβε την ερώτηση της. Περιεργάστηκε το αγόρι που κείτονταν στο κρεβάτι του γεμάτος πληγές. Έβλεπε τον πόνο ζωγραφισμένο στο βλέμμα του, χαραγμένο στο σώμα του, στις νωπές πληγές του. Έκλεισε τα μάτια του εκνευρισμένος και έμεινε αμίλητος.
«Πρέπει να πας στο ιατρείο»
Συνέχισε η Έθελ.
«Δεν χρειάζομαι τίποτα»
Την έκοψε το αγόρι.
«Κοίτα πως είσαι! Πρέπει να σου βάλουν επιδέσμους, πώς θα κλείσουν οι πληγές σου; Πρέπει να-»
«Σταμάτα!»
Ξέσπασε απότομα διακόπτοντας το άσκοπο μουρμουρητό της.
«Όλα είναι υπό έλεγχο»
Την βεβαίωσε ενοχλημένος συλλαβίζοντας της τελευταίες του λέξεις ώστε να γίνει πιο αντιληπτός. Το κορίτσι τον κοίταζε αποσβολωμένο.
Βγήκε απότομα από το δωμάτιο αφήνοντάς τον μόνο του. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε. Θα έβρισκε την ηρεμία του. Δεν χρειαζόταν κανένα, τα είχε όλα υπό τον έλεγχο του.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ένιωσε τον καυτό πόνο να εξαπλώνεται από το στήθος του σε όλο το υπόλοιπο του κορμί. Στις τιμωρίες δεν επιτρεπόταν τόσα μαστιγώματα. Ο κλώνος πρέπει να είναι υγιείς, να μην έχει πολλά τραύματα ώστε να είναι πιο ‘’αποδοτικός’’ στη δουλειά του.
Εκείνη η φύλακας το παρακάνε με την τιμωρία του Γουίλ. Έβγαλε όλη την οργή της πάνω του. Υπό οποιαδήποτε άλλη συνθήκη, θα διαμαρτυρόταν, θα μιλούσε για την τιμωρό του, θα έδειχνε τα σημάδια του και έπειτα θα την επέπλητταν οι ανώτεροι της, θα υπήρχαν συνέπειες για εκείνη.
Όμως δεν μπορούσε να την προδώσει. Αν την πρόδιδε θα τον πρόδιδε και εκείνη, θα έλεγε για την επίσκεψη του στα κάτω διαμερίσματα και τότε τα ψέματα του δεν θα μπορούσαν να τον καλύψουν.
Τέτοιες σκέψεις έκανε και η ώρα περνούσε. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο ήχος της πόρτας που ανοίγει. Έγειρε το κεφάλι του για να αντικρίσει την μικροκαμωμένη σιλουέτα της Έθελ να μπαίνει σιγανά στο δωμάτιο. Αναστέναξε κουρασμένα.
Στα χέρια της κρατούσε μια κούπα και μια χάρτινη μικρή σακούλα.
«Τι κάνεις εκεί;»
Την ρώτησε απορημένος.
«Σήκω όρθιος»
Μουρμούρισε επιτακτικά γυρίζοντας την πλάτη της ώστε να ακουμπήσει την χάρτινη σακούλα στο γυμνό τραπεζάκι του δωματίου του.
«Γιατί;»
«Απλά σήκω»
Ο Γουίλ έκανε να σηκωθεί, όχι επειδή του το έλεγε η Έθελ, αλλά επειδή ήθελε να ρίξει μια ματιά στα πράγματα που είχε φέρει. Πόνος πλημμύρησε το σώμα του, κάνοντας την κάθε του κίνηση μαρτύριο. Δάκρυα φούσκωσαν στα μάτια του αλλά τα έπνιξε βιαστικά γιατί δεν ήθελε να τον δει η κοπέλα.
«Τι έχεις εκεί;»
Ρώτησε κοιτάζοντας την χάρτινη σακούλα.
«Επιδέσμους»
«Ω, έλα τώρα!»
Απηύδησε στρέφοντας τα μάτια του ψηλά.
«Σταμάτα επιτέλους»
Τον αποπήρε το κορίτσι βουτώντας ένα λευκό πανί στο υγρό που περιείχε η κούπα που είχε φέρει μαζί της. Έσυρε απαλά το νωπό ύφασμα κατά μήκος της πλάτης του, απολυμαίνοντας της πληγές του. Όλο του το σώμα πήρε φωτιά, καιγόταν στις φλόγες του μαστιγίου, στις φλόγες της τιμωρίας του. Το κορμί του σφίχτηκε και οι ανάσες του άρχισαν να μπαινοβγαίνουν κόφτες στα πνευμόνια του.
«Έθελ φτάνει»
Είπε κοφτά μέσα από τα δόντια του, όμως η κοπέλα συνέχισε να σκουπίζει τις πληγές του. Το βλέμμα της, συνοφρυωμένο καθώς ήταν, πρόδιδε την καθήλωση της στη δουλειά που είχε αναλάβει να κάνει. Μια τούφα είχε ξεφύγει από τον ατημέλητο κότσο της και έπεφτε μπροστά στα μάτια της, όμως δεν φάνηκε να την ενοχλεί. Ο Γουίλ έκανε να φύγει από εκεί, όμως το κορίτσι στάθηκε μπροστά του.
«Περίμενε»
Μουρμούρισε η Έθελ και έβγαλε από την χάρτινη σακούλα τους επιδέσμους που είχε φέρει. Το αγόρι αγανάκτησε και ετοιμάστηκε να εκδηλώσει την ενόχληση του, όμως συγκρατήθηκε.
Η κοπέλα, με γρήγορες και μεθοδικές κινήσεις άρχισε να τυλίγει τους επιδέσμους γύρω από το λιπόσαρκο, πληγωμένο σώμα του. Ο πόνος που ένιωθε έμοιαζε αβάσταχτος. Η κούραση και τα αισθήματα του έδεσαν κόμπο τον λαιμό του και απείλησαν να πλημμυρίσουν με δάκρυα τα μάτια του. Όμως δεν ενέδωσε στην κούραση και στον πόνο. Πώς συμπεριφερόταν έτσι. Σαν μικρό παιδί. Αποπήρε νοερά τον εαυτό του.
Το κορίτσι τελείωσε πολύ γρήγορα την φτηνή του περίθαλψη, ακόμα και αν σε αυτόν φάνηκε σαν να πέρασαν αιώνες. Ο πόνος δεν ήταν πλέον τόσο έντονος, ωστόσο αυτό ήταν κάτι που, παιδαριωδώς, δεν θα παραδεχόταν ποτέ.
Άπλωσε τα χέρια του και περιεργάστηκε τους επιδέσμους να κατεβαίνουν ως τους καρπούς του, όσο η Έθελ συγκέντρωνε τα υφάσματα που περίσσεψαν μέσα στη χάρτινη σακούλα. Έριξε μια τελευταία ματιά στο αγόρι.
«Ευχαριστώ πο-»
Ο Γουίλ έκανε να την ευχαριστήσει, όμως η φράση του κόπηκε στη μέση από τον υπόκωφο γδούπο της πόρτας που κλείνει. Το κορίτσι είχε ήδη φύγει. Δεν έκατσε να συζητήσει άλλο, δεν ήθελε να ακούσει ευχαριστίες ούτε γκρίνιες. Ήθελε να γίνει η δουλειά που έπρεπε να γίνει. Ήθελε ο Γουίλ να θεραπευτεί γρήγορα για να την μάθει να διαβάζει. Ήθελε επιτέλους να απελευθερωθεί.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 14
Ήταν και αυτός ακόμα ένας κλώνος. Είχε ζήσει πολλά χρόνια μέσα στο ίδρυμα, είχε δει πολλά, είχε βιώσει πολλά. Είχε νιώσει την αδικία της εκμετάλλευσης στην ψυχή του, στο σώμα του. Το δέρμα του μαρτυρούσε τα βάσανα του. Οι κοκκινωπές τούφες που ταξίδευαν κατά μήκος του σώματος του, οι μελανιές που δεν ένιωθε πια, το ελαφρύ του κούτσαμα. Όλα αυτά ήταν σελίδες της μαύρης ιστορίας του, γραμμένες με το αίμα του, τον ιδρώτα του, τα δάκρυα του.
Είχε βρει και άλλους κλώνους που δεν τους επηρέαζαν τα ηρεμιστικά. Όλοι μαζί συγκεντρωνόταν τα βράδια που κλείδωναν τα δωμάτια και συζητούσαν, κατέστρωναν σχέδια να δραπετεύσουν, έκαναν όνειρα.
Τζόναθαν τον έλεγαν. Το όνομα του τού το είχε χαρίσει ο Γουίλ, ο πιο παράξενος από όλους τους κλώνους. Τους είχε ονομάσει όλους, είχε σκεφτεί ονόματα για κάθε έναν από αυτούς.
«Ένας αριθμός, δεν φτάνει για να σε προσδιορίσει, δεν φτάνει για να δηλώσει την ταυτότητα σου, το χαρακτήρα σου. Το γεγονός ότι είμαστε κλώνοι δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε άνθρωποι»
Του είχε πει το μικρό αγόρι, το οποίο, αν και χρόνια νεότερο του, κουβαλούσε περισσότερη σοφία από ότι όλοι οι κλώνοι μέσα στο ίδρυμα μαζί.
Τα λόγια του είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό του, χόρευαν προκλητικά γύρω από κάθε του σκέψη. Είχε δίκιο. Έφερε στο νου του την νύχτα που είχε προσπαθήσει να ξύσει τον αριθμό που σημάδευε τον καρπό του, είχε προσπαθήσει να τον ξεριζώσει από το δέρμα του. Το έξυνε με μανία μέχρι το αίμα να καλύψει τους αριθμούς. Όμως αυτοί παρέμεναν εκεί.
«Τι κάνεις εκεί;»
Τον είχε ρωτήσει ένας εύσωμος φύλακας γεμάτος έκπληξη.
«Αυτά τα νούμερα στο χέρι μου με αρρωσταίνουν. Θέλω ένα αληθινό όνομα»
Του είχε πει εξομολογητικά. Η τιμωρία του έπειτα από αυτό του είχε στοιχήσει την ομαλή λειτουργία του δεξιού του ποδιού.
Από αυτό το περιστατικό είχε καταλάβει ότι οποιαδήποτε φανερή προσπάθεια των κλώνων να αποκτήσουν ταυτότητα, δικαιώματα, ακόμα και αισθήματα, θα καταδικαζόταν άμεσα, θα ξεριζωνόταν πριν καν προλάβει να εκδηλωθεί. Με βία και τιμωρίες κατέπνιγαν όλες τους τις προσπάθειες να υψώσουν το ανάστημα τους.
Παλαιότερα, με την βία να είναι το μόνο πράγμα που γνώριζε ως μέσο αντιμετώπισης όλων των καταστάσεων, προσπαθούσε να εκφράσει την αποστασιοποίηση του με αυτήν. Επιτίθονταν σε φυλακές στους διαδρόμους, στους νοσοκόμους που ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο του.
Ο Γουίλ, ωστόσο, βλέποντας τη συμπεριφορά του, ανέλαβε να τον συνετίσει, να του δείξει ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να αντισταθεί, να του δείξει ότι έχουν ακόμα πολλά βήματα να κάνουν πριν προβούν σε βία, πριν την επανάσταση.
Έτσι έμαθε να διαβάζει. Ήταν αξιόπιστος, δυνατός χαρακτήρας και πεπεισμένος να δραπετεύσει από το ίδρυμα.
«Η μαγκιά δεν είναι δραπετεύσεις. Η μαγκιά είναι να καταστρέψεις το σύστημα μια και καλή. Να δράσεις έτσι ώστε να μη χρειάζεται να δραπετεύσει κανένας, να είμαστε όλοι ελεύθεροι»
Τον είχε διορθώσει το αγόρι. Πάλι είχε δίκιο. Τώρα αυτός και η παρέα του διάβαζε, μορφωνόταν, προσπαθούσε να εντοπίσει άτομα που έχουν τις ίδιες διαθέσεις, τα ιδία όνειρα, τις ίδιες ελπίδες. Άτομα που δεν επηρεάζονταν από τα ναρκωτικά, άτομα που θα λάμβαναν μέρος στην εξέγερση, στην επανάστασή τους.
Και η επανάσταση θα ήταν μεγάλη, θα ήταν δραστική, θα ήταν καταστρεπτική. Θα γίνονταν γνωστοί σε όλο τον κόσμο, θα κατάφερναν το ακατόρθωτο, θα ελευθερωνόντουσαν.
«Τι σκέφτεσαι;»
Τον ρώτησε η Τζόζεφιν που καθόταν στο έδαφος του δωματίου δίπλα του χαϊδεύοντας στοργικά τον ώμο του. Η Τζόσι ήταν η κρυφή του αγάπη, το μόνο άτομο που μπορούσε να εμπιστευτεί τα πάντα, το μόνο άτομο που μπορούσε να είναι μαζί του όλη την ώρα.
Όταν την είχε πρωτοδεί, η καρδιά του είχε τρεμοπαίξει παράξενα, είχε πλημμυριστεί από ένα συναίσθημα που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του, έναν άγχος του οποίου την αιτία δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Δεν ήξερε τότε τι θα πει έρωτας, τι θα πει αγάπη. Τα μόνα πράγματα για τα οποία γνώριζε ήταν το μίσος, η οργή, η αγανάκτηση, η λύπη, η απογοήτευση.
Μισούσε αυτό που ένιωθε, το φοβόταν, δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Όταν ο άνθρωπος φοβάται κάτι το μισεί, προσπαθεί να το πολεμήσει.
Μετά γνώρισε τον Γουίλ, διάβασε στα βιβλία για τον έρωτα και τότε κατάλαβε τι ένιωθε, τότε απάντησε τις ερωτήσεις του, τότε την πλησίασε. Και αυτή τον συμπαθούσε. Της μίλησε για τον κόσμο έξω από το ίδρυμα, της μίλησε για έναν κόσμο γεμάτο ευτυχία και όνειρα. Είδε την ελπίδα να λάμπει στα μάτια της και τότε κατάλαβε ότι ήταν μια από αυτούς.
Της έμαθε να διαβάζει, συζήτησε μαζί της τη φτηνή από εμπειρίες ζωή του. Του μίλησε και εκείνη για τα βάσανα της και τις ταλαιπωρίες της και ξαφνικά έγιναν ένα. Την είχε φιλήσει, χωρίς να ξέρει τι κάνει, είχε νιώσει την καρδιά του να ξεριζώνεται από το στήθος του γεμάτη αγωνία και άγχος.
Είχε δει τα μάγουλα της να βάφονται ροδαλά, το βλέμμα της να στρέφεται ντροπαλό στο πάτωμα. Την αγαπούσε πάρα πολύ.
«Ξέρεις.. διάφορα»
Της απάντησε κάνοντας μια ανέμελη κίνηση με το χέρι του στον αέρα, σαν να προσπαθούσε με την κίνηση αυτή να προσδιορίσει τα διάφορα που περνούσαν από το μυαλό του. Εκείνη του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση και συνέχισε να διαβάζει το φθαρμένο βιβλίο που στήριζε στα πόδια της.
Έσυρε γαλήνια το δάχτυλο της πάνω στη σελίδα, ακολουθώντας αργά τη σειρά που διάβαζε και έσμιξε ανεπαίσθητα τα φρύδια της, επηρεασμένη από την πλοκή του βιβλίου.
«Ποτέ θα φέρει ο Γουίλ άλλο βιβλίο;»
Ρώτησε βαριεστημένα ένας κοκκινομάλλης κλώνος που άκουγε στο όνομα Τιμ. Ακόμα ένα όνομα που είχε κλέψει το αγόρι από τους χαρακτήρες του Σαίξπηρ, αθεράπευτα ερωτευμένος καθώς ήταν με τα έργα του.
«Είπε θα μιλήσουμε αύριο το πρωί»
Ανέλαβε να απαντήσει η Ιζαμπέλα που έκανε απόπειρες να διαμορφώσει τον γραφικό της χαρακτήρα γράφοντας επανειλημμένα την αλφαβήτα σε ένα χαρτί σκισμένο από ένας Θεός ξέρει που.
«Ας κλειδώσουμε παιδιά»
Τους παρότρυνε ο Τζόναθαν κοιτάζοντας το ρολόι. Έφτανε η ώρα που ξεκλείδωναν οι πόρτες. Σαφώς, η πόρτα τους θα μπορούσε να ξεκλειδώσει οποιαδήποτε στιγμή, ωστόσο οι έλεγχοι άκμαζαν τις ώρες που οι κλώνοι ήταν έξω για φαγητό ή στη αυλή.
Η Τζόσι έκλεισε το βιβλίο δυσαρεστημένη και το έτεινε στο αγόρι της. Συγκέντρωσαν όλα τα πράγματα στο μικρό μπαούλο, που με το ζόρι χωρούσε δύο βιβλία και αφού το κλείδωσαν, το έκρυψαν σε μια εσοχή που είχαν ανακαλύψει κάτω από το κρεβάτι.
Έπειτα, ανέμελοι, συνέχισαν να συζητάνε ώσπου να ανοίξουν οι πόρτες.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 15
«Οπότε αυτό πιο γράμμα είναι;»
Την ρώτησε ο Γουίλ υψώνοντας στον αέρα μια χρωματιστή κάρτα.
«Το Άλφα»
Απάντησε με σιγουριά η Έθελ. Είχε γίνει καλή σε αυτό. Καθόταν στο πάτωμα του δωματίου του αγοριού, με την πλάτη της κόντρα στην πόρτα, όπως ακριβώς της είχε υποδείξει, και τα χέρια της τυλιγμένα προστατευτικά γύρω από τα γόνατα της.
Το αγόρι καθόταν απέναντι της οκλαδόν και δεν σταματούσε να της δείχνει κάρτες, να της εξηγεί τα γράμματα, να την εξετάζει ώστε να βεβαιωθεί ότι τα μάθαινε. Του άρεσε που ακόμα ένας κλώνος έμπαινε σιγά σιγά στο κόλπο, ακόμα και εν αγνοία του.
«Αρκετά για σήμερα. Τα πηγές τέλεια»
Αποκρίθηκε το αγόρι υψώνοντας τις άκρες των χειλιών του σε ένα αχνό χαμόγελο.
«Ελπίζω μόνο να μου τα μαθαίνεις σωστά»
Απάντησε η Έθελ παρακολουθώντας το αγόρι να τοποθετεί της κάρτες σε ένα λευκό πουγκί χαμογελαστό.
Παρακολούθησε τις γρήγορες, προσεκτικές κινήσεις του, περιεργάστηκε τα χέρια του, κρυμμένα κάτω από τους επιδέσμους με τους οποίους η ίδια τα είχε τυλίξει. Κάθε κίνηση πρέπει να ήταν μια σουβλιά πόνου, κάθε κίνηση πρέπει να του υπενθύμιζε πόσο κοντά ήταν εκείνη η φύλακας στο να ανακαλύψει το πολύτιμο μυστικό του.
Μόνο όταν έκρυψε το πουγκί στη φαρδιά μπλούζα του, σηκώθηκε όρθια για να φύγει. Έπρεπε όσο έκαναν αυτή τη δουλειά η πόρτα να είναι ασφαλισμένη. Ίσως να μη μπορούσαν να εμποδίσουν τους φύλακες να εισχωρήσουν στο δωμάτιο, ωστόσο μπορούσαν να τους καθυστερήσουν ώστε να κρύψουν τα ‘‘λαθραία’’.
«Την κάνω»
Ανακοίνωσε φευγάτα και άνοιξε την πόρτα του να φύγει.
«Τα λέμε»
Της απάντησε ανέκφραστα. Είχε σχεδόν κλείσει την πόρτα πίσω της, όταν άκουσε το όνομα της να ηχεί ανεπαίσθητα στον χώρο.
«Τι έγινε;»
Έβαλε το κεφάλι της μέσα στο δωμάτιο αφήνοντάς την πόρτα τόσο ανοιχτή όσο να μπορεί να χωράει ο λαιμός της.
«Δεν σε ευχαρίστησα εχθές»
Της απάντησε αμήχανα. Το κορίτσι σάστισε, νόμιζε ότι αυτό το θέμα είχε ξεχαστεί. Ανασήκωσε τους ώμους ανέμελα.
«Δεν χρειαζόταν»
«Χρειαζόταν. Ευχαριστώ»
Αποκρίθηκε το αγόρι με τις λέξεις να βγαίνουν αργές και βαθιές από το στόμα του. Έδινε ωστόσο την αίσθηση ότι την ευχαριστούσε μόνο και μόνο για το τυπικό της υπόθεσης, ότι δεν το εννοούσε πραγματικά. Η αμηχανία ήταν τόσο έντονη, σχεδόν απτή στην ατμόσφαιρα.
«Τίποτα»
Απάντησε η Έθελ βιαστικά και έκλεισε την πόρτα του αγοριού. Έπειτα κίνησε για την τραπεζαρία, να ικανοποιήσει το στομάχι της που παραπονιόταν αισθητά.
Ο Γουίλ βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο του και παρακολούθησε την σιλουέτα της να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου. Αφού βεβαιώθηκε ότι είχε φύγει, αποχώρησε και αυτός από το δωμάτιο, κατευθυνόμενος κάπου που μόνο αυτός γνώριζε.
Έπρεπε να είναι προσεκτικός αυτή τη φορά. Το σχέδιο τους δεν χωρούσε αλλά λάθη. Προσπέρασε τις πόρτες των δωματίων και βγήκε σε μια λευκή σάλα το πάτωμα της οποίας ήταν στρωμένο με ένα παχύ γκρίζο χαλί. Αμέσως τα βήματα του σιώπησαν, πνίγηκαν στην μαλλιαρή υφή του χαλιού.
Έστριψε δεξιά στον διάδρομο που οδηγούσε στις αποθήκες και έψαξε με το βλέμμα του να ξεχωρίσει την πιο ξεβαμμένη από όλες τις πόρτες που απλώνονταν εκατέρωθεν του. Αφού έριξε μια ματιά ολόγυρα και επιβεβαίωσε την απουσία φυλάκων, γύρισε το πόμολο της πόρτας γεμάτος αγωνία.
Εκείνο υποχώρησε κάτω από τη δύναμη του χεριού του, ωστόσο από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να υπακούει στις κινήσεις του. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Αναμενόμενο, σκέφτηκε.
Ήταν όμως προετοιμασμένος. Είχε ακολουθήσει πολλές φορές τους μάγειρες και τις μαγείρισσες ως εκεί, ήξερε τι είχε πίσω από αυτή την πόρτα, όπως επίσης ήξερε και πως μπορούσε να την ανοίξει. Έριξε μια ματιά στα μικρά κάδρα που ήταν κρεμασμένα κατά μήκος του διαδρόμου και απεικόνιζαν απομιμήσεις διάσημων ζωγραφικών πινάκων, τους οποίους δυστυχώς αδυνατούσε να αναγνωρίσει.
Μέτρησε τρία κάδρα από την πόρτα που επιδίωκε να ξεκλειδώσει και κατευθύνθηκε προς το τέταρτο με βήμα αποφασιστικό. Όλοι οι πίνακες κρέμονταν σκονισμένοι εκτός από εκείνον εκεί. Εκείνον που ήταν βαμμένος με θερμά χρώματα και απεικόνιζε έναν άντρα να ουρλιάζει. Τόση απόγνωση και τρόμος στο βλέμμα του. Ήταν σχεδόν ειρωνικό.
Σήκωσε προσεκτικά το έργο τέχνης και ψηλάφησε τον τοίχο πίσω του. Ένα θριαμβευτικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του όταν τα ακροδάχτυλα του άγγιξαν την ψυχρή επιφάνεια ενός σιδερένιου κλειδιού. Το άρπαξε και με γοργές κινήσεις επέστρεψε στην πόρτα την οποία και με τόση έξαψη ξεκλείδωσε.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του αθόρυβα. Το θέαμα το οποίο έμεινε να κοιτάζει τον άφησε άναυδο.
Το δωμάτιο ήταν εξαιρετικά μικρό, ίσως και τέσσερα τετραγωνικά μέτρα σε σύνολο. Στους τοίχους που το οριοθετούσαν ορθώνονταν αλουμινένια ράφια πάνω στα οποία απλώνονταν κατά δεκάδες μικρά, γυάλινα μπουκάλια γεμισμένα με ένα σκουρόχρωμο υγρό.
Ώστε έτσι τα φυλάνε, αναλογίστηκε. Κούνησε απότομα το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να αποδιώξει τις σκέψεις που τον κρατούσαν σαστισμένο τόση ώρα και πλησίασε στην βιβλιοθήκη που έστεκε απέναντι του.
Έβγαλε από το παντελόνι του ένα παλιάς τεχνολογίας κινητό και το άνοιξε με την καρδιά του να βροντοχτυπάει. Αν τη γλιτώσω από αυτό... Σκέφτηκε αγχωμένος. Γεμίζοντας τα πνευμόνια του με όσο περισσότερο αέρα χωρούσαν έπιασε ένα από τα εκατοντάδες γυάλινα μπουκάλια που απλώνονταν μπροστά του και τράβηξε φωτογραφία τις ετικέτες που είχε από την μπροστινή και από την πίσω μεριά της συσκευασίας.
Τώρα το μόνο που του έμενε ήταν να βγει από εκεί. Κόλλησε το αυτί του στο ξύλο της πόρτας, στην προσπάθεια του να αφουγκραστεί κάποια ανεπιθύμητη παρουσία. Δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα. Δεν υπήρχε τρόπος να βεβαιωθεί ότι δεν παραμόνευε κάνεις έξω, έπρεπε να ρισκάρει.
Κρατώντας την αναπνοή του και με τους παλμούς της καρδιάς του να αγωνίζονται σε ταχύτητα άνοιξε την πόρτα και βάδισε όσο πιο ανέμελα μπορούσε έξω από αυτή. Γυρνώντας το κεφάλι του διακριτικά διερεύνησε την περιοχή γύρω του. Ανακούφιση τον πλημμύρησε όταν διαπίστωσε πως ο διάδρομος απλώνονταν άδειος εκατέρωθεν του.
Με μεθοδικές και γρήγορες κινήσεις κλείδωσε την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και τοποθέτησε το κλειδί πίσω από τον κατάλληλο πίνακα. Είχε σχεδόν τελειώσει. Το μόνο που του έμενε ήταν να απομακρυνθεί από εκεί. Έσκυψε το κεφάλι του στο έδαφος και άρχισε να προχωράει προς την τραπεζαρία που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι κλώνοι.
«Εσύ εκεί!»
Άκουσε μια οργισμένη, αντρική φωνή να αντηχεί μερικά μέτρα πίσω του. Η καρδιά του σκίρτησε. Επιτάχυνε το βήμα του και συνέχισε την πορεία του χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Άμα τον έπιαναν τώρα, ήταν νεκρός.
«Εσύ! Κλώνε!»
Επέμεινε ο φύλακας επιταχύνοντας και αυτός το βήμα του. Λίγα μέτρα του είχαν μείνει για την τραπεζαρία. Έβλεπε την πόρτα της να πλησιάζει όλο και περισσότερο, έβλεπε την ώρα που θα έφτανε εκεί. Η αδρεναλίνη που κυλούσε στο αίμα του δεν του επέτρεπε αλλά βιαστικά βήματα. Άρχισε να τρέχει.
«Σταμάτα!»
Άκουσε τον φύλακα να φωνάζει πίσω του, όμως ήταν πολύ αργά. Είχε φτάσει στην τραπεζαρία. Μπήκε μέσα και αφού έκλεισε την πόρτα, πήρε τον δίσκο από τα χέρια ενός κλώνου. Αυτός του έριξε μια μπερδεμένη μάτια και αφού κοίταξε ξανά τα χέρια του για να επιβεβαιώσει την απώλεια του δίσκου του επέστρεψε με κουρασμένο βλέμμα στη σειρά σερβιρίσματος.
Ο Γουίλ αναμείχθηκε σε μια ουρά κλώνων που περίμεναν να πάρουν μαχαιροπίρουνα τη στιγμή ακριβώς που ο φύλακας έμπαινε φουριόζος και αναψοκοκκινισμένος στην τραπεζαρία.
Το αγόρι δεν του έριξε ούτε μια ματιά. Κάρφωσε το βλέμμα του στο έδαφος και άκουσε τα βαριά βήματα του φύλακα να διασχίζουν ξέφρενα το δωμάτιο. Όλοι οι κλώνοι φορούσαν τα ίδια ρούχα. Όλοι οι κλώνοι είχαν το ίδιο κούρεμα. Πλέον, ότι και να έκανε ο φύλακας δεν θα μπορούσε με σιγουριά να βρει τον κλώνο που έψαχνε. Το αγόρι είχε γίνει ένα με τις άβουλες σάρκες και χάρη στην κίνηση του αυτή τα είχε καταφέρει.
0 notes
yournameisethel · 4 years
Text
Κεφαλαιο 16
Βρήκα τα ηρεμιστικά.
Πληκτρολόγησε με τρεμάμενα χέρια και πάτησε το κουμπί της αποστολής. Βρισκόταν στην ασφάλεια του δωματίου του, κάτω από την σκληροτράχηλη κουβέρτα του, με την οθόνη του κινητού για μοναδικό φως του. Οι πόρτες είχαν κλειδώσει και θα ξεκλείδωναν ξανά σε έξι ώρες.
Μαύροι κύκλοι απλώνονταν σαν σύννεφα κάτω από τα πράσινα μάτια του αγοριού. Ήταν κουρασμένος, όμως η ένταση δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Όλοι του οι μυς ήταν σφιγμένοι, το σώμα του σε εγρήγορση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να δραπετεύσει αργά από τα πνευμόνια του, για να δώσει στον εαυτό του την ψευδαίσθηση ότι τώρα ήταν ήρεμος, ήταν ασφαλής.
Τράβηξες φωτογραφία;
Έλαμψε η απάντηση του Άνταμ στο παλιό κινητό.
Ναι.
Έστειλε ο Γουίλ και επισύναψε τις δύο φωτογραφίες που είχε τραβήξει στην αποθήκη. Το καθήκον του είχε τελειώσει. Έκλεισε την οθόνη του κινητού και παίρνοντας ακόμα μια βαθιά ανάσα άφησε τα βλέφαρα του να κλείσουν και να ζωγραφίσουν ευτυχισμένα μισοφέγγαρα πάνω στο νεανικό του πρόσωπο.
Η αδρεναλίνη είχε αρχίσει να εγκαταλείπει το σώμα του και ο πόνος την τιμωρίας του είχε αρχίσει να επανέρχεται πιο ενοχλητικός από ποτέ. Με έναν κουρασμένο αναστεναγμό σηκώθηκε όρθιος και, αφού έβγαλε τα ρούχα του, βάλθηκε να ξετυλίγει τους επιδέσμους με τους οποίους τον είχε στολίσει η Έθελ.
Τι παράξενη η πράξη της. Ένιωθε ωραία που τον είχε σκεφτεί. Κούνησε απότομα το κεφάλι του προσπαθώντας να αποδιώξει τις τελευταίες του σκέψεις και επικεντρώθηκε στο να απελευθερωθεί από τους επιδέσμους.
Ένιωθε το ξεραμένο του αίμα να αποκολλάται από το ταλαιπωρημένο δέρμα του με την απομάκρυνση του ειδικού υφάσματος. Ένιωθε έναν καυτερό πόνο να του ξεριζώνει βίαια την όση γαλήνη είχε καταφέρει να αισθανθεί τις τελευταίες ώρες.
Παρόλο τον πόνο, οι πληγές του έδειχναν πολύ καλύτερα, ξεραμένες και έτοιμες να επουλωθούν. Έκανε κουβάρι τους ματωμένους επιδέσμους και τους πέταξε στην άκρη του δωματίου.
Ξάπλωσε γυμνός στα κρύα σεντόνια και έκλεισε τα μάτια του έτοιμος να αφεθεί για μερικές ώρες στην ξεκούραση και στην ευφορία του ύπνου. Ωστόσο, ένιωσε τα σχέδια του να βαραθρώνονται όταν το κεφάλι του άρχισε να δονείται πάνω στο μαξιλάρι του.
Πήρε το κινητό του στα χέρια του και με μισόκλειστά μάτια έλεγξε τον αριθμό που αναβόσβηνε στην φωτεινή οθόνη. Τελικά το έφερε στο αυτί του πατώντας το πράσινο κουμπί αποδοχής κλήσης.
«Καλησπέρα, Άνταμ»
«Γουίλ, αύριο το βράδυ, τέτοια ώρα, συνάντηση. Τα λέμε εκεί»
«Τα λέμε»
Ψέλλισε κουρασμένα το αγόρι, όμως η γραμμή είχε ήδη κλείσει. Ο Άνταμ ήταν πάντοτε λακωνικός, προσπαθούσε να αποφύγει την επικοινωνία τέτοιου τύπου καθώς έτρεμε για την τύχη του κλώνου φίλου του.
Το αγόρι έκλεισε το κινητό και το έχωσε στην μαξιλαροθήκη, από την κάτω μεριά του μαξιλαριού. Κλείνοντας τα μάτια του έφερε στο μυαλό του την πρώτη του συνάντηση με τον Άνταμ.
Πώς είχε βρει το κασετόφωνο εκείνη την ημέρα, πόσο τρομαγμένος άκουγε το παράξενο κουτί να μιλάει σαν άνθρωπος, πόσο ελεύθερος και ξεχωριστός είχε αισθανθεί ακούγοντας και κατανοώντας τα λόγια του Άνταμ. Είχε ακούσει πολλές φορές τις κασέτες που του είχε αφήσει.
Την δεύτερη κασέτα την είχε βρει κάτω από το μαξιλάρι του μετά από περίπου μια εβδομάδα από τότε που βρήκε το κασετόφωνο. Εκείνη την φορά ο Άνταμ τον παρακινούσε να συναντηθούν.
  Ξέρω ότι είναι πολύ παράτολμο αυτό που σου ζητάω και η αλήθεια είναι ότι απαιτείται να πάρεις τεράστιο ρίσκο για να κάνεις κάτι τέτοιο, ωστόσο σου εγγυώμαι ότι θα επωφεληθείς πολύ από την συνάντηση αυτή. Ξέρω επίσης ότι θέλεις χρόνο να το σκεφτείς, οπότε πρέπει να ξέρεις ότι είμαι διατεθειμένος να περάσω τα τέσσερα ερχόμενα βραδιά στο σημείο συνάντησης. Έλα οποίο βράδυ θελήσεις. Αν δεν έρθεις θα ξέρω ότι δεν πρέπει να ξαναεπικοινωνήσω μαζί σου»
Το αγόρι ακολούθησε τις οδηγίες του Άνταμ και τον συνάντησε την δεύτερη νύχτα. Εκείνος του εξήγησε το σχέδιο που είχε καταστρώσει, τον είχε προμηθεύσει με κασέτες και κάρτες πάνω στις οποίες αναγράφονταν τα γράμματα και του είχε περιγράψει όσο πιο συνοπτικά μπορούσε για την ζωή έξω από το ίδρυμα.
«Έχεις κάποια ερώτηση;»
«Πολλές»
Είχε απαντήσει το αγόρι γεμάτο έξαψη για το τι τον περίμενε έξω από την φυλακή του, μόλις ελευθερώνονταν.
«Καταλαβαίνω, όμως υπόσχομαι ότι όλες θα απαντηθούν με τον καιρό. Πρέπει να πηγαίνουμε, όπου να’ναι ξημερώνει»
Ο Γουίλ χαμογέλασε με τα μάτια κλειστά αναπολώντας τις στιγμές του αυτές. Θυμήθηκε επίσης πως είχε γνωρίσει τον Τζόναθαν, τον πρώτο φίλο του στο ίδρυμα.
Τον είχε να δει να βγαίνει από το ιατρείο του ιδρύματος με το σώμα του γεμάτο μελανιές. Προχωρούσε και εκτόξευε μουρμουριστά βρισιές και κατάρες. Όποιος τον έβλεπε θα συμπέραινε ότι είναι τρελός. Ο Γουίλ συμπέρανε ότι δεν τον επηρεάζουν τα ηρεμιστικά.
«Βαριά τιμωρία ε;»
Τον ρώτησε βαδίζοντας δίπλα του.
«Δίνε του πιτσιρίκι»
Πέταξε εκνευρισμένος και συνέχισε την απαγγελία υβρεολόγιων. Το αγόρι όμως δεν τα παράτησε.
«Είμαι ο Γουίλ»
Επισήμανε. Ο άντρας ξαφνιάστηκε τόσο που δεν κατάφερε να ελέγξει το επερχόμενο ξέσπασμα του. Γέλασε τόσο που τον κυρίευσε βήχας.
«Αστείο μικρέ. Καλό αστείο»
«Δεν είναι αστείο, είναι το όνομα μου»
Αποκρίθηκε ήρεμα το αγόρι παραβλέποντας τα γέλια του άντρα.
«Άκου κάτι πιτσιρίκο και βάλτο καλά στο μυαλό σου. Δεν είμαστε ανώτεροι άνθρωποι, είμαστε κλώνοι και τα ονόματα μας δεν είναι ονόματα, είναι αριθμοί. Τώρα παράτα με ήσυχο»
Είπε με στόμφο και έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να επιταχύνει το βήμα του. Ο Γουίλ ωστόσο δεν έπαψε να συμβαδίζει μαζί του.
«Ένας αριθμός, όμως, δεν φτάνει για να σε προσδιορίσει, δεν φτάνει για να δηλώσει την ταυτότητα σου, το χαρακτήρα σου. Το γεγονός ότι είμαστε κλώνοι δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε άνθρωποι»
Αποκρίθηκε και έκανε μεταβολή να απομακρυνθεί από εκείνον. Τα λόγια που ξεστόμισε αποτυπώθηκαν στο μυαλό του Τζόναθαν και τον επηρέασαν βαθύτατα. Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν ο Γουίλ του είπε και άλλα τέτοια λόγια, του γέμισε το μυαλό με ελπίδες και όνειρα. Έτσι μπήκε και ο Τζόναθαν στο κόλπο. Στο μυαλό του έλαμψαν τα πρόσωπα και άλλων φίλων του. Είδε την αποφασιστικότητα της Τζόσι, το πείσμα του Τιμ, την γενναιότητα της Ιζαμπέλας.
Τέλος έφερε στο μυαλό του την Έθελ. Θυμήθηκε πόσο ανέκφραστη ήταν την πρώτη φορά που μίλησαν, πόσο μηχανικά δραπέτευε η φωνή από το λαιμό της. Στην αρχή δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν δρούσαν πάνω της τα ηρεμιστικά ή όχι.
Έφερε στο μυαλό του την σιλουέτα της να απομακρύνεται σε έναν στενό, γκρίζο διάδρομο, την φιγούρα της να τον τυλίγει με επιδέσμους, την λάμψη ενθουσιασμού στα σκούρα της μάτια όταν διάβασε τα πρώτα της γράμματα.
Τελικά αποκοιμήθηκε με την ψυχή του σε νηνεμία.
0 notes