Φύγε, του είπα, μέχρι εδώ
μην πλησιάζεις άλλο
(γιατί αν κάνεις ένα βήμα παραπάνω
νομίζω θα σε ερωτευτώ… )
Φύγε, του είπα, ακόμα είναι νωρίς
φύγε και ξέχασέ με
άλλον αγαπάω, δεν σου το είπα στην αρχή;
«Συγγνώμη» μου είπε
«…που σε ενόχλησα, συνέχισε τη ζωή σου…»
Και έφυγε σιωπηλός
με ένα πικρό παράπονο σκυφτός
και ένιωσα εκείνην ακριβώς τη στιγμή
να σπάει και να διαλύεται το μέσα μου σε χίλια κομμάτια
ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται
πώς μπόρεσα να ξεστομίσω αυτές τις λέξεις;
Όχι… δεν θα έρθω κοντά σου απόψε
δεν μπορώ να σε ξαναδώ
όπως και εσύ δεν πρέπει πια να βρίσκεσαι εδώ
πρέπει να γυρίσω πίσω εκεί που ανήκω,
να σε ξεχάσω… όσο είναι νωρίς.
Αυτό ήταν το λάθος μου
δεν ήθελα να δω ότι ανήκω σε σένα.
Τούτη τη μεταμεσονύχτια ώρα
η φύση είχε πλέον σωπάσει
μα η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη
περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Και κάπου εκεί, κάτω από το φως των κεριών
μακριά από όλους και από όλα
είχαμε επιτέλους βρει το ησυχαστήριό μας.
Και δεν είχε ποτέ υπάρξει για κανέναν από τους δύο
μεγαλύτερη προσμονή
απ’ τα λεπτά που μεσολάβησαν
ανάμεσα στη στιγμή
που από πίσω μου τύλιξε τα τρεμάμενα χέρια του
απαλά γύρω από τη μέση μου
σε μια τρυφερή αγκαλιά
που έκλεισε όλον τον κόσμο απ’ έξω,
μέχρι που γύρισα για να του χαρίσω
εκείνο το πρώτο μας φιλί.
Και οι μέρες περνούσαν αδιάφορα
ώσπου εμφανίστηκες μπροστά μου ζητώντας να με δεις.
Αλήθεια; Και εγώ σε σκεφτόμουν!
Έχεις κάτι διαφορετικό, κάτι αλλόκοτο
και θα ψάξω να το βρω…
Και ξεκινήσαμε έναν βραδινό περίπλου.
Πες μου, τι σε έφερε ως εδώ;
Όχι, εγώ δεν είμαι σαν και αυτήν
αν σε είχα δικό μου εγώ,
θα σε κράταγα σφιχτά κοντά μου μια ζωή…
Περπατούσαμε για ώρες
μιλώντας για θέματα αδιάφορα
όμως η στιγμές μόνο αδιάφορες δεν ήταν.
Και όταν έφτασε το τέλος εκείνης της διαδρομής
ένιωθα σα να είχαμε πάει οι δυο μας μακρινό ταξίδι
ο ένας στο παρελθόν του άλλου
ο ένας στην ψυχή του άλλου
ο ένας στο παρόν και το μέλλον του άλλου.
Δεν μπορεί ως σύμπτωση να ονομάζεται η μοίρα
που φέρνει κοντά και ενώνει δύο ανθρώπους.
Και ως δικιά μου «μοίρα»
θα ορίσω εκείνην τη σατανική συνεργεία
που σε έφερε εκείνο το βράδυ μπροστά μου.
Ψηλός, μελαχρινός, αινιγματικός
μου συστήθηκε ως…
Δεν είναι το παρουσιαστικό του
ούτε κάποια ομορφιά,
μα κάτι άλλο που με μαγνητίζει.
Ίσως ο τρόπος που μου μιλά
ή που με κάνει να γελάω μετά από χρόνια.
Πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα
πόσο διαφορετικά έμοιαζαν όλα
αναγνωρίζω τα σημάδια από την παλιά τη φλόγα,
σα να ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες μέσα μου.