Tumgik
#περιπλάνηση
reality-breaker · 8 months
Text
Αστική Περιπλάνηση
Τα μυστικά της πόλης… Αυτό είναι ένα άρθρο που ήθελα να γράψω εδώ και χρόνια, όμως κάποιο άλλο πάντα έμοιαζε να έχει προτεραιότητα και το άφηνα για μετά. Τώρα ήρθε πια η ώρα. Είναι ένα άρθρο που δεν έχει σχέση με τη λογοτεχνία (φανταστική ή μη) – όχι άμεση, τουλάχιστον. Το θέμα του είναι η αστική περιπλάνηση, δηλαδή το να τριγυρίζει κανείς τυχαία στους δρόμους μιας μεγάλης πόλης. Τι; Υπάρχουν άνθρωποι που όντως το κάνουν αυτό; Υπάρχουν και παραϋπάρχουν, και ο γράφων είναι ένας από αυτούς για παραπάνω από δύο δεκαετίες. [Συνέχισε να διαβάζεις => https://fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/th.php?ID=astiki_periplanisi
1 note · View note
justforbooks · 1 month
Text
Tumblr media
Κλαίτη Σωτηριάδου
Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια του Βάργκας Λιόσα, του Κάρλος Φουέντες, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Πάμπλο Γκουτιέρεθ και του Ερνέστο Σάμπατο ανάμεσα σε άλλους, που το όνομά της συνδέθηκε κυρίως με όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Το σπίτι της Κλαίτης Σωτηριάδου στο Σύνταγμα είναι λουσμένο στο χειμωνιάτικο φως και νομίζεις ότι θα απλώσεις το χέρι σου από το κατάφυτο μπαλκόνι και θα πιάσεις την Ακρόπολη. Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια του Βάργκας Λιόσα, του Κάρλος Φουέντες, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Πάμπλο Γκουτιέρεθ και του Ερνέστο Σάμπατο ανάμεσα σε άλλους, που το όνομά της συνδέθηκε κυρίως με όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μια δραστήρια γυναίκα γεμάτη ενεργητικότητα, ζει σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και αντικείμενα από τη μεγάλη περιπλάνηση και τα ταξίδια της στον κόσμο, με τους γαλάζιους τοίχους του να είναι γεμάτοι έργα τέχνης, καθένα από τα οποία είναι μέρος μιας ιστορίας που έχει να αφηγηθεί.
Κάθομαι μεταξύ ενός πήλινου ταύρου από τη Λίμα και ενός άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες και κοιτάζω έναν πίνακα της Ανέτ Mεσαζέ, ενώ εκείνη ετοιμάζεται να φωτογραφηθεί και ομολογεί ότι δεν ταξιδεύει πια τόσο πολύ. Η ζωηρή και ευγενική παρουσία της και η χάρη με την οποία κινείται μού υπενθυμίζουν ότι για κάποιους ανθρώπους η ηλικία είναι απλώς ένας αριθμός.
— Θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι θυμάστε περισσότερο από τα παιδικά σας χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήσασταν ζωηρό παιδί; Ήμουνα ένα ήσυχο παιδάκι και πιστεύω αυτό συνέβη γιατί είχα έναν μεγαλύτερο αδελφό που ήταν άτακτος και ζωηρός και δεν μπορούσε να τον φτάσει κανείς. Το σπίτι όπου μέναμε το θυμάμαι με λεπτομέρειες, σκέπτομαι ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να πάω να το δω, να μπω μέσα. Μόλις κατάλαβα λίγο τον εαυτό μου, άρχισα να κρατάω ημερολόγιο, να γράφω. Καθόμουν πολλές ώρες μόνη μου, είχα και παρέες ,αλλά όταν μπήκα στην εφηβεία μου ήμουν κάπως στον κόσμο μου.
Λίγα θυμάμαι, μου τα θυμίζουν οι τότε συμμαθητές μου. Ο νους μου ήταν στους έρωτες, ήμουν ερωτοχτυπημένη και μονίμως σε μια ρομαντική κατάσταση.
— Αγαπούσατε το διάβασμα, να υποθέσω; Μεγάλωσα σε ένα σπίτι αστικό και ήμουν τυχερή γιατί η μητέρα μου είχε μια βιβλιοθήκη με εκατό βιβλία περίπου, όχι περισσότερα, τα Άπαντα του Σολωμού, του Παλαμά, του Καραγάτση, του Βενέζη, όλη την ελληνική λογοτεχνία, αγγλικά βιβλία, γιατί είχε τελειώσει το Κολέγιο ‒ αυτά τα διάβασα και δυο και τρεις φορές. Είχαμε και δυο εγκυκλοπαίδειες, του Πυρσού και του Ηλίου, που τις διαβάζαμε με τον αδελφό μου από την αρχή μέχρι το τέλος.
— Και ο πατέρας σας; Ο πατέρας μου είχε εργοστάσιο αρχικά, που έφτιαχνε μηχανήματα για αλευρόμυλους, και αργότερα ένα ξυλουργικό εργοστάσιο που έφτιαχνε και έπιπλα για τις εγκυκλοπαίδειες, βιβλιοθήκες. Γεννήθηκε έξω από την Πόλη και για να αποφύγει τον στρατό έφυγε στη Ρουμανία, όπου ήταν ο αδελφός του, και σπούδασε μηχανολόγος εκεί. Μιλούσε ρουμάνικα, τούρκικα, γαλλικά και γερμανικά.
Ξέρετε, όταν πέθανε, βρήκα στο πορτοφόλι του τη συνταγή για τις πέτρες των αλευρόμυλων, που ήταν μυστική ‒ δεν ήταν από τσιμέντο ή πέτρα, γιατί δεν έπρεπε να τρίβεται με τα στάρια.
Το οικογενειακό μας ανέκδοτο είναι ότι ο πατέρας μου και ο αδελφός του αγόρασαν το 1933 δυο πλοία Λίμπερτι για να κάνουν δουλειές, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τα χάρισαν στο κράτος και με τη λήξη του η Ελλάδα αποζημίωσε όλους τους πλοιοκτήτες των οποίων τα πλοία είχαν κατασχεθεί, εκτός από αυτούς που τα είχαν δωρίσει· τους έστειλε απλώς ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημα.
— Εσείς, εκεί, ανάμεσα στους «έρωτες» της εφηβείας, τι θέλατε να κάνετε; Να γράφω και να ζωγραφίζω. Μπήκα στο πανεπιστήμιο, δεύτερη στην Αγγλική Φιλολογία και στο Οικονομικό της Νομικής ‒τότε γινόταν αυτό‒, επειδή ήταν επιθυμία του πατέρα μου. Όμως, πριν από αυτά, πήρα μια υποτροφία στα δεκαέξι μου και πήγα στην Αμερική· επέστρεψα και έκανα την τελευταία τάξη του γυμνασίου.
Μπαίνω στο πανεπιστήμιο, κάνω έναν χρόνο, ερωτεύομαι, παντρεύομαι και φεύγω στην Αθήνα. Σταμάτησα τις σπουδές γιατί ο σύζυγος δεν ήθελε να είμαι φοιτήτρια. Κάνω το πρώτο μου παιδί και έγκυος στο δεύτερο χωρίζουμε, οπότε επιστρέφω στο πανεπιστήμιο και καταλαβαίνω ότι με ενδιαφέρει η Αγγλική Φιλολογία, την οποία και τελείωσα.
— Τότε συνδεθήκατε με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο; Είχατε μια πολύ θερμή σχέση μαζί του. Τον γνώριζα πολύ καλά τον Χριστιανόπουλο, μάλιστα το 1972 του πήγα 120 ποιήματα που είχα γράψει. Όταν ήμουν στην Αθήνα και ταξίδευα στη Θεσσαλονίκη για να τον δω, μου έλεγε «πέτρα που κυλάει μαλλί δε μαζεύει». Ο Χριστιανόπουλος ήταν εκείνος που διάλεξε 26 ποιήματα τα οποία βγήκαν τότε και τυπώθηκαν στο ιστορικό τυπογραφείο του Νικολαΐδη. Από εκείνη την ώρα άρχισα μια συνεργασία μαζί του, με τη «Διαγώνιο».
Το 1974 μετέφρασα σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής «Άριελ» της Σίλβια Πλαθ. Ήταν η εποχή που ήμουν μόνη μου, σπούδαζα και είχα και δυο μικρά παιδιά και ξενυχτούσα διαβάζοντας. Σκεφτείτε, το βράδυ διάβαζα και το πρωί δεν θυμόμουν τίποτα. Τα ποιήματα της Πλαθ εκδόθηκαν από τη «Διαγώνιο» ταυτόχρονα με τη μετάφραση της Νανάς Ησαΐα, οπότε τα δικά μου σχεδόν χάθηκαν. Αυτή ήταν η πρώτη μου μεταφραστική απόπειρα.
— Ο Χριστιανόπουλος ήταν ο μέντοράς σας; Με αγαπούσε. Από το 1973 η «Διαγώνιος» σε κάθε τεύχος είχε πάντα κάτι δικό μου, εκεί έκανα και την πρώτη μετάφραση του Μάρκες. Αργότερα, όταν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο να τον δω, εκείνος μου πρότεινε τις μεταφράσεις που έκανα.
Θα έλεγα σήμερα ότι η μεγαλύτερη συμβολή του Χριστιανόπουλου ήταν η «Διαγώνιος», η μικρή πινακοθήκη που ανέδειξε πάρα πολύ καλούς ζωγράφους, ντόπιους και της Βόρειας Ελλάδας. Ανήκε στον κύκλο της πνευματικής ζωής της πόλης, οι περισσότεροι είχαν επαφή μαζί του, εκτός από μερικούς που τον σνόμπαραν επειδή ήταν γκέι ‒ αυτή την αίσθηση έχω.
Χωρίς να θέλω να τον συγκρίνω, βρίσκω ότι ο Χριστιανόπουλος είχε μια διαφορετική φωνή, όπως ο Καβάφης, δημιούργησε ένα δικό του είδος ποίησης. Είναι μια ειρωνική φωνή που αυτοσατιρίζεται, σαρκάζει, αλλά έχει και μια μεγάλη ευκολία να βρίσκει τις ευαισθησίες και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και να τα αποτυπώνει στα ποιήματά του. Ήταν σε όλα ιδιαίτερος, ακόμα και στον γραφικό του χαρακτήρα. Θυμάμαι ακόμα τα ωραία μικρά στρογγυλά του γράμματα, ομολογώ ότι τον θαύμαζα πολύ και αναζητούσα τη συμβουλή του.
— Οπότε επαγγελματικά είχατε μπει με έναν τρόπο στη δουλειά, μεταφράζατε από αγγλικά; Κάποια στιγμή μετέφρασα τον Γκαρσία Μάρκες στη «Διαγώνιο». Ένας καθηγητής μου στην Αμερική και φίλος, ο Άντριου Χόρτον, που ήταν στο Deree, με σύστησε στη Νανά Καλιανέση του Κέδρου, η οποία είχε διαβάσει τη μετάφραση στο περιοδικό και μου πρότεινε να κάνω τα Εκατό χρόνια Μοναξιάς. Τότε μετέφραζα ποίηση και άφησα την ιδέα.
Αποφάσισα ότι ήθελα να μάθω τη δουλειά, δηλαδή τη μετάφραση, σωστά. Έκανα αίτηση και με δέχτηκαν αμέσως στο Έσεξ το 1979 για ένα μεταπτυχιακό λογοτεχνικής μετάφρασης. Τα παιδιά μου ήταν μικρά, τα κρατούσε η μητέρα μου κι εγώ πηγαινοερχόμουν με τσάρτερ.
— Εκεί γνωρίσατε τον δεύτερο άντρα σας, έναν έρωτα συνδεδεμένο με τον Μάρκες, δεν είναι έτσι; Στο Έσεξ έμενα με άλλες τρεις Ελληνίδες και τα κορίτσια ήθελαν να πάνε του Αγίου Βαλεντίνου σε έναν χορό λατινοαμερικάνικο, αλλά δεν ήξεραν ισπανικά ‒ εγώ τότε μάθαινα. Εκεί γνωριστήκαμε με τον Εδουάρδο Μπαράχας που ήταν δικηγόρος και έκανε ένα μεταπτυχιακό στις Πολιτικές Επιστήμες με υποτροφία του κολομβιανού κράτους. Ήταν έρωτας κεραυνοβόλος, σκεφθείτε πως ήρθε στην Ελλάδα με το λεωφορείο για να γνωρίσει τους δικούς μου.
Για να μην τα πολυλογώ, σε έξι μήνες παντρευτήκαμε. Φύγαμε για Κολομβία, αλλά τα παιδιά μου ήταν στην Ελλάδα, ο νόμος μού απαγόρευε να τα πάρω μαζί μου ‒ αυτό ευτυχώς άλλαξε ο 1981 με τον Παπανδρέου. Και έτσι άρχισε μια περιπέτεια, ένα ταξίδι ζωής, πολλά ταξίδια Κολομβία-Ελλάδα, γέννησα το τρίτο μου παιδί και μετακομίσαμε στο Παρίσι για έναν χρόνο.
Ο Μπαράχας δεν είχε χρήματα, είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια με δέκα παιδιά και με την ιδέα ότι τα λεφτά δεν παίζουν κανένα ρόλο στη ζωή, σημασία έχει η γνώση. Είχα αρχίσει να μεταφράζω πιο συστηματικά Μάρκες, είχε βγει ήδη στη Νεφέλη ένα βιβλίο, η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα, που υπέγραφα σαν Καίτη Σωτηρίου και όταν τον γνώρισα μου είπε «να μεταφράσεις το τελευταίο μου βιβλίο, το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
— Θυμάστε πώς σας είχε φανεί τότε; Καταπληκτικός. Ο Μάρκες μιλούσε με προφορά της Καραϊβικής, ήταν από τις ακτές και ήταν πολύ δύσκολο να τον καταλάβω στην αρχή. Ήταν της υπερβολής σε όλα, λάτρευε την υπερβολή, τον απασχολούσε πολύ η πολιτική, πού πηγαίνει ο κόσμος και τι κάνει και ήθελε να βελτιώσει τη ζωή της χώρας του. Κυριολεκτικά άλλαξε τη ζωή μου. Και όταν πήρε το Νόμπελ το 1982 ήρθε η ατζέντισσά του και με βρήκε και είπε ότι ο Μάρκες ήθελε έναν εκδότη να είναι φίλος της Μελίνας. Και πήγαμε στον Λιβάνη.
— Σας δυσκόλεψε η γλώσσα του; Δούλευα μέρα-νύχτα με τη βοήθεια του ίδιου του Μάρκες γιατί τα κολομβιανά που μιλούσε δεν τα ήξερε ούτε ο άντρας μου, που ήταν από άλλη περιοχή της Κολομβίας. Τα ιδιωματικά που έβρισκα, του έστελνα φαξ ‒ ο Μάρκες έβαζε ακόμα και εμβόλιμα λόγια από τραγούδια στην αφήγηση. Εκείνη την εποχή, επειδή συντηρούσα την οικογένεια, έκανα και τέσσερις και πέντε μεταφράσεις τον χρόνο.
— Πώς σας φάνηκε όταν πήγατε να ζήσετε στην Κολομβία; Πήγα στην Κολομβία ακολουθώντας για ένα διάστημα τον Μπαράχας και την πορεία της καριέρας του. Επιστρέψαμε στην Αθήνα, όπου έγινε ο πρώτος πρόξενος και στη συνέχεια πρέσβης της Κολομβίας.
Την αγάπησα τη χώρα. Μέναμε στην Τούνχα και θυμάμαι ότι είχε έρθει ο Θεοδωράκης, καλεσμένος του Μπελισάριο Μπετανκούρ, ο οποίος, όταν ανέλαβε την προεδρία της χώρας, απήγγειλε μερικούς στίχους του Καβάφη από την «Ιθάκη». Με φώναξαν να κάνω τη διερμηνέα του Θεοδωράκη που παρουσίασε τότε το «Κάντο Χενεράλ». Ο Μπετανκούρ μας διέθεσε ένα αεροπλάνο κι έτσι φτάσαμε στον Αμαζόνιο, ήταν αξέχαστη εμπειρία.
— Εσείς τι πολιτικές απόψεις είχατε; Θα έλεγα πως ήμουν ιδεαλίστρια σοσιαλίστρια, ήθελα να υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη, αλλά δεν θέλησα να ενταχτώ σε μια ομάδα.
— Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1994, σας περίμενε μια άλλη «περιπέτεια», ο κόσμος της Αλιέντε, τόσο διαφορετικός από αυτόν του Μάρκες. Μετέφραζα κι άλλους ισπανόφωνους συγγραφείς τότε και άρχισα να δουλεύω με την Ωκεανίδα που εξέδιδε τα βιβλία της. Μετέφραζα τα βιβλία της για βιοποριστικούς λόγους, αλλά υπάρχουν ορισμένα που αγαπώ πολύ όπως το Σπίτι των πνευμάτων και μερικές ιστορίες από την Εύα Λούνα.
Η Αλιέντε, που τη γνώρισα και είναι μια γυναίκα πολύ γλυκιά, κάθε χρόνο στις 8 Ιανουαρίου κάθεται να γράψει ένα καινούργιο βιβλίο. Σκεφθείτε, τα τελευταία χρόνια, επειδή υπήρχαν πολλά πειρατικά, βγάζαμε τα βιβλία βιαστικά: μας έστελναν τα χειρόγραφα, γιατί έπρεπε να κυκλοφορήσουν ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο. Και έβρισκα και λάθη, που τότε το να πάρεις τηλέφωνο και να κάνεις μια διασταύρωση δεν ήταν απλό πράγμα. Όταν γράφεις κάθε χρόνο ένα βιβλίο, πόσο καλό να είναι;
Της χρωστάω της Αλιέντε. Όταν είδα πώς χειρίστηκε το αυτοβιογραφικό υλικό της οικογένειάς της, αποφάσισα να αρχίσω να γράφω πεζό λίγο πιο άφοβα και άρχισα να στέλνω σε περιοδικά κομμάτια μου.
— Ο συγγραφέας μιλά τη γλώσσα του μεταφραστή; Ο Μάρκες στα ελληνικά είναι Κλαίτη Σωτηριάδου, δεν είναι Μάρκες ‒ ποια είναι η γλώσσα του; Στα ισπανικά είναι η δική του γλώσσα, στα ελληνικά η δική μου. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο δίλημμα και θέμα της ταυτότητας του μεταφραστή. Το ξέρω καλά γιατί μετέφρασα είκοσι βιβλία του και όλα τα μεταφραστικά προβλήματα είναι λυμένα.
Ωστόσο, κάποια στιγμή είχα προτείνει στον Λιβάνη να τα μεταφράσω ξανά, να φτιάξω τη γλώσσα, γιατί η γλώσσα ήταν εκείνης της εποχής, προ σαράντα χρόνων ‒ δεν έγινε. Αλλά τα διηγήματά του τα ξανάκανα με τη Νεφέλη, εκδόθηκαν και πήρα το βραβείο Θερβάντες το 2016. Τα ξανακοίταξα, η γλώσσα ήθελε φρεσκάρισμα, είμαι βεβαία και αυτό ισχύει, νομίζω για τις μεταφράσεις γενικότερα.
— Πώς ορίζουμε το μετάφρασμα; Μια απόδοση σε μια άλλη γλώσσα που εξαρτάται πάντα από το κείμενο που μεταφράζεις. Αν μεταφράζεις ένα ιστορικό κείμενο, πρέπει να έχεις μεγάλη ακρίβεια στις πληροφορίες που μεταφέρεις, όταν μεταφράζεις ένα ποίημα πρέπει να βρεις, να ανακαλύψεις τι είναι το πρωταρχικό στοιχείο που αναδεικνύει ο ποιητής, τη ρίμα, τον ρυθμό, κάποιες παρηχήσεις που μπορεί να τονίζουν το νόημα, μια ατμόσφαιρα που μπορεί να δημιουργεί ο ποιητής με βάση τη μουσικότητα του κειμένου, όλα αυτά παίζουν ρόλο.
Στον πεζό λόγο έχει μεγάλη σημασία να καταλάβεις τι είδους πεζό λόγο μιλά στη γλώσσα του ο πεζογράφος, αν μιλά αρχαΐζουσα ή καθαρεύουσα, όπως στην περίπτωση των δικών μας συγγραφέων, αν μιλά δημοτική ή ένα είδος μαλλιαρής δημοτικής. Όλα αυτά έχουν σημασία γι’ αυτό πιστεύω ότι ο μεταφραστής πρέπει να είναι ένας πολύ καλός κριτικός λογοτεχνίας πρώτα απ’ όλα.
— Και όχι μόνο ένας σχολαστικός μεταφραστής, εξεταστής των λέξεων; Ο μεταφραστής πρέπει να είναι σχολαστικός. Δεν αρκεί να γνωρίζεις καλά τη γλώσσα ή να έχεις τα βοηθήματα για να μπορέσεις να μπορέσεις να την αποδώσεις. Αν δεν τοποθετήσεις τον συγγραφέα στον «δικό του χώρο» σε σχέση με τη γλώσσα του και όσα λέει δεν μπορείς να τον μεταφράσεις σωστά. Πρέπει να ανακαλύψεις πού βρίσκεται το λογοτεχνικό στίγμα του σε σχέση με τη λογοτεχνική ιστορία του τόπου του, σε σχέση με τα γεγονότα του τόπου του, τι προσπαθεί να κάνει με αυτά που όχι μόνο λέει αλλά και μεταφέρει για να τον μεταφράσεις σωστά.
— Αν σας ζητούσα να ιεραρχήσετε όσα τραβούν το ενδιαφέρον σας σε ένα έργο ώστε να το μεταφράσετε, τι θα μου λέγατε; Έχω μεταφράσει πολλά έργα που είναι αλήθεια ότι δεν θα μετέφραζα από μόνη μου, τα ήθελε ο εκδοτικός οίκος με τον οποίο συνεργαζόμουν. Για μένα, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να είναι κάτι που θα με προσελκύσει ως βίωμα, ως γλώσσα. Προηγείται η γλώσσα του θέματος.
Με ενδιαφέρει να είναι κάτι που θα μου προβάλλει εικόνες που δεν είχα στο μυαλό μου μέχρι τότε, έναν καινούργιο τρόπο. Να με πάει κάπου και να σκεφτώ κάτι άλλο.
— Πώς βοηθάτε εσείς να γίνει κατανοητός ένας συγγραφέας; Σας ρωτώ για το λεγόμενο «οπλοστάσιο» του μεταφραστή. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής είναι να βρει όσες μεταφράσεις υπάρχουν σε άλλες γλώσσες. Πρέπει να έχει μεράκι και με τα χρόνια, αν είναι καλός, αναπτύσσει και μια διαίσθηση, δηλαδή καταλαβαίνει ότι κάτι ειπωμένο με έναν τρόπο μπορεί να εννοεί κάτι άλλο.
— Το «εγώ» του μεταφραστή πού βρίσκεται όταν μεταφράζει; Ένας καλός μεταφραστής δεν έχει «εγώ», αυτό το ξεχνάει. Πρέπει να υποταχθεί στη βούληση του συγγραφέα, να είναι ταπεινός και δημιουργικός στη γλώσσα του, αλλά να ακούει αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας.
Ο Έλληνας αναγνώστης ακούει τον Έλληνα μεταφραστή. Γι’ αυτό και είναι πολύ δίκαιος ο νόμος που λέει ότι ο μεταφραστής είναι δημιουργός, κατά τη γνώμη, μάλιστα, ισάξιος.
— Το τοπίο της μετάφρασης πώς είναι σήμερα; Νομίζω πως σήμερα οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες αλλά και τα βοηθήματα περισσότερα, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα δικά μας εργαλεία. Ο μεταφραστής πάντα αντιμετωπίζει τα ίδια διλήμματα, για παράδειγμα πώς διαφοροποιείς δυο ισπανόφωνους συγγραφείς, μεταφράζοντας το έργο τους στα ελληνικά, που είναι μια πλούσια γλώσσα και αλλάζει μέσα στον χρόνο;
Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι οι μεταφράσεις ξεπερνιούνται, κάθε τριάντα χρόνια θέλουμε άλλες, γιατί και οι νέοι αναγνώστες αντιλαμβάνονται τη γλώσσα αλλιώτικα από εμάς, δεν γίνεται να φοβόμαστε να «πειράξουμε» το έργο μας, όσο και να το αγαπάμε.
✔ Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes
mysterydark · 1 year
Text
Το φιλί σου θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση!
8 notes · View notes
konmarkimageswords · 9 months
Text
Tumblr media
Όταν το 2009 η 17χρονη Rupi Kaur ανέβασε για πρώτη φορά ποίημά της στο Instagram πιθανότατα δεν είχε φανταστεί ότι θα εγκαινίαζε ένα νέο είδος ποίησης, το οποίο θα δημιουργούσε τάση στα social media, με κείμενα μικρής έκτασης τα οποία συνήθως εμφανίζονται σε ειδικά πλαίσια που ενίοτε είναι διακοσμημένα με σκίτσα, γεωμετρικά σχέδια, φωτογραφίες από τη φύση κ.λπ. Η Ινδοκαναδή εμπνεύστρια του instapoetry που έγινε γνωστή μέσα από αποφθέγματα και στίχους αντλεί υλικό από την νοτιοασιατική καταγωγή της, τη μετανάστευση, τη γυναικεία ταυτότητα, τα παιδικά της χρόνια, την αγάπη αλλά και πανανθρώπινες αξίες. 
Αρκετά επιτυχημένα έχει σχολιαστεί ότι οι στίχοι της θυμίζουν εκείνους στην πίσω πλευρά των παλιών ημερολογίων ("Ήσυχο ήσυχο το ποταμάκι, αργοκυλάει στο γαλάζιο το νεράκι"). Με αυτή τη φαινομενικά όχι τόσο πολύπλοκη συνταγή η Kaur έχει σήμερα 4,5 εκατομμύρια followers. To 2015 εξέδωσε σε βιβλίο την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο "Milk and honey" η οποία αναδείχθηκε σε νούμερο ένα best seller στους New York Times, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 40 γλώσσες και πούλησε πάνω από 4,5 εκατομμύρια αντίτυπα. Δύο χρόνια μετά κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική της συλλογή, με τίτλο "The sun and her flowers". Σε τρεις μήνες πούλησε περισσότερα από δύο εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. 
Γιατί έχουν τόσο μεγάλη επιτυχία οι στίχοι της Rupi Kaur; Πολλοί πιστεύουν ότι η ποίησή της υπερτιμημένη – αρκετοί δεν τη θεωρούν καν ποίηση. Σαφέστατα δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε για πλάκα με την Emily Dickinson –παρότι μέρος του κοινού της τη θεωρεί επίγονό της– και αρκετοί υποστηρίζουν ότι δεν λέει κάτι φοβερό πέρα από κοινοτοπίες που όλοι λίγο πολύ έχουμε σκεφτεί. Ωστόσο, όποιος έχει προσπαθήσει να γράψει δημόσια γνωρίζει καλά ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να έχεις απήχηση σε τόσο ευρύ κοινό το οποίο μάλιστα προέρχεται από εντελώς διαφορετικά πολιτιστικά υπόβαθρα. Ίσως η ποίησή της να μην θεωρείται λογοτεχνικό επίτευγμα, όμως η Kaur έχει σαφώς μεγάλο ταλέντο στην επικοινωνία. 
Η τάση που συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους instapoets ανά τον κόσμο, άλλαξε την ποίηση – ή μήπως όχι; Τα social media είναι το εξαιρετικά γρήγορο όχημα για τη διάχυσή της σε ένα ευρύτατο κοινό, το οποίο ίσως να μην έχει άμεση επαφή με το βιβλίο. Αυτό σε πολλές περιπτώσεις βέβαια μπορεί να σημαίνει ότι απευθύνεται σε  ένα κοινό όχι τόσο απαιτητικό. Αν οι instapoets γράφουν καλά, μέτρια ή κακά κρίνεται κατά περίπτωση. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με όσους εκδίδουν με τον κλασικό τρόπο. Άλλοι γράφουν βαθιά πολιτικούς και κοινωνικούς στίχους και άλλοι θυμίζουν ατυχείς απομιμήσεις σπουδαίων ποιητών ή life coaches που ρέπουν στην τοξική θετικότητα. Αυτή τη στιγμή είναι δεκάδες οι instapoets που βλέπουν τις μετοχές τους να ανεβαίνουν μεταφορικά και κυριολεκτικά, καθώς οι χιλιάδες ή εκατομμύρια followers τους πέρα από τη χαρά της αποδοχής, αποτελούν πηγή σημαντικού εισοδήματος. 
Tumblr media
Ο Βρετανοκαναδός Atticus ο οποίος ζει στην Καλιφόρνια γράφει κυρίως για την αγάπη, τις σχέσεις και τις περιπέτειες της ζωής και τινάζει την μπάνκα στον αέρα – τα βιβλία του έχουν γίνει best seller. Όπως δηλώνει, θεωρεί επιρροές του τον Ζακ Κέρουακ, τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Στις φωτογραφίες του φοράει πάντα μάσκα ή ποζάρει με το πρόσωπο στο ημίφως, καθώς επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του έπειτα από την τραυματική εμπειρία του θανάτου ενός στενού του φίλου από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Tumblr media
Ο Αμερικανός Tyler Knott Gregson είναι από τους πρώτους ποιητές παγκοσμίως που χρησιμοποίησαν τα social media για να κάνουν γνωστό το έργο τους και δημοσιεύει κυρίως στο Instagram, στο Tumblr, το Twitter και στο –παλαιολιθικό πλέον, όπως ισχυρίζονται οι νεότεροι– Facebook. Το προφίλ του Gregson στα social media είναι πολύ σαφές. Είναι άνθρωπος της γενιάς του (με ροπή προς το ρετρό), που μεταφέρει τα στοιχεία του δικού του κόσμου στην ψηφιακή εποχή. Έτσι, μια σειρά ποιημάτων του είναι γραμμένα με γραμματοσειρά γραφομηχανής και το φόντο παραπέμπει σε πολυκαιρισμένο χαρτί. Οι στίχοι του έχουν να κάνουν με τα εσωτερικά αδιέξοδα, τις σχέσεις και τις κοινωνικές συνθήκες. Στην ερώτηση πώς θα περιέγραφε τη δική του εμπειρία ως instapoet απαντά ότι νιώθει κάπως άβολα με αυτό τον όρο και ότι πολλοί ποιητές ομαδοποιούνται σε αυτή την κατηγορία μόνο και μόνο επειδή μοιράζονται τη δουλειά τους και στα social media. "Γράφω ποίηση από δώδεκα χρόνων. Πιστεύω ότι οι πραγματικοί instapoets είναι εκείνοι που γράφουν κυρίως λίγους στίχους και αποφθέγματα τα οποία ανταποκρίνονται περισσότερο στον αλγόριθμο που εξυπηρετεί κάποιο θέμα ή ιδέα ή ακόμη και λέξη-κλειδί. Δυσκολεύομαι να αποκαλέσω αυτό το είδος ποίηση. Το 95% των ποιημάτων μου είναι μεγάλης φόρμας και δεν πιστεύω ότι ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι τα social media βοήθησαν πάρα πολύ στο να στραφεί το ενδιαφέρον στην ποίηση και αυτό είναι πολύ σημαντικό", λέει.
Ο Gregson εξηγεί πώς λειτουργούν τα προφίλ που είναι προσανατολισμένα στον αλγόριθμο: οι στίχοι που δημοσιεύουν αποτελούν στην πραγματικότητα ένα παζλ από λέξεις-κλειδιά που γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα φέρουν κλικ. "Υπάρχουν instapoets αυτή τη στιγμή που προσλαμβάνουν ομάδες ολόκληρες για να κάνουν αυτή την έρευνα. Κι έτσι οι στίχοι τους αν παρατηρήσετε είναι φτιαγμένοι από συγκεκριμένες λέξεις που επαναλαμβάνονται. Τουλάχιστον όσοι αναγνώστες συναντούν αυτές τις λέξεις συνεχώς ας γνωρίζουν ότι ο κόσμος της ποίησης είναι πολύ μεγαλύτερος και πλουσιότερος" τονίζει. 
2 notes · View notes
niw8w · 1 year
Text
Χωρίς στηθοσκόπιο μπορούσες να την ακούσεις σε κάθε μου άκρο.
Συρρίκνωση της ύπαρξης σε ένα πρόβλημα πελώριο.
περιπλάνηση σε μέρη άγνωστα αλλά και γνώριμα ταυτόχρονα.
Αφαιρούν κάθε τελευταία σκέψη το βράδυ.
8 notes · View notes
retro-apomeinaria · 2 years
Text
Να ποια θα όφειλε να είναι η θεμελιώδης διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου: το δικαίωμα στην απόλαυση συνταιριασμένο με την αδέσμευτη εξόρμηση και περιπλάνηση στα μονοπάτια της επιθυμίας.
9 notes · View notes
xamenotalento · 2 years
Text
Υπάρχει, για παράδειγμα, ένας (ο Ντεριντά) στον οποίο έκανα έναν μικρό υπαινιγμό στο πρώτο τεύχος του περιοδικού μου Scilicet, ένα παιδί όλο ταλέντο που μας επιφυλάσσει ακόμη μερικά αναμασήματα για τη χρήση των μεγάλων κλασικών θεμάτων, που την ύπαρξή του γνώριζα καιρό προτού τον συναντήσω για πρώτη φορά σε ένα συνέδριο στη Βαλτιμόρη. Εκεί μου είπε: «Όλα αυτά είναι πολύ ωραία, όλα όσα λέτε τα παρακολουθώ» -και φαίνεται ότι τα παρακολουθεί, όταν γράφει ένα άρθρο πάνω στον Φρόϋντ δεν μπορεί να γράψει τίποτε άλλο από όσα λέω- «αλλά γιατί, γιατί επιμένετε να αποκαλείτε αυτό το πράγμα υποκείμενο;». Είναι έτσι που όταν αγγίζετε ορισμένους τομείς υπάρχει πάντοτε μια προστατευμένη περιοχή. Ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι προς το παρόν κορυφαίοι υπάρχει κάποιος που τόλμησε μια μέρα να γράψει ένα βιβλίο για τον Ρακίνα (ο Μπαρτ). Ω, όμως αυτό δεν ήταν αυτονόητο, διότι υπήρχε κάποιος άλλος ( ο Raymond Picart) για τον οποίο ο Ρακίνας ήταν η δική του προστατευμένη περιοχή. Πώς τόλμησε; Εδώ ο φιλόσοφος ήταν έτοιμος να μου πει: «Αυτό που αρθρώνετε ως ασυνείδητο δομημένο σαν γλώσσα, γιατί συνεχίζετε να το αποκαλείτε υποκείμενο;». Όταν οι ψυχαναλυτές μου θέτουν ένα τέτοιο ερώτημα δέχομαι ένα χτύπημα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι εκπλήσσομαι. Όμως όταν τίθεται από την πλευρά των φιλοσόφων είναι τόσο αναπάντεχο, που δεν βρήκα άλλη απάντηση να δώσω από το να του πω: «Κρατώ το υποκείμενο...για να σας κάνω να μιλάτε».
Jacques Lacan, Η διδασκαλία μου, Εκδόσεις Εκκρεμές.
Όταν συνάντησα τον Lacan στη Βαλτιμόρη για πρώτη φορά, το 1966, και μας σύστησε ο Rene Girard, οι πρώτες λέξεις που ο Λακάν είπε με έναν φιλικό αναστεναγμό ήταν: «Έπρεπε λοιπόν να περιμένουμε να φθάσουμε εδώ, και μάλιστα σε ξένη χώρα, για να συναντηθούμε!». Η παρατήρησή μου εδώ, η οποία οφείλεται ίσως στο πρόβλημα του προορισμού-περιπλάνηση που μας αναμένει και στο όνομα θανάτου της Βαλτιμόρης (Baltimore, χορός ή έκσταση και τρόμος), της Βαλτιμόρης που είναι επίσης η πόλη του Poe, τον τάφο του οποίου μάταια αναζήτησα τότε αλλά μπόρεσα να επισκεφθώ το σπίτι του (πήγα στο σπίτι του Poe το 1966), η παρατήρησή μου εδώ, η οποία οφείλεται ίσως στο όνομα του θανάτου της Βαλτιμόρης, είναι ότι τις δύο μοναδικές φορές που συναντηθήκαμε και μιλήσαμε λίγο ο ένας μαζί με τον άλλο, μεταξύ μας τέθηκε το θέμα του θανάτου και κατ΄αρχάς από τον ίδιο τον Lacan. Στη Βαλτιμόρη, παραδείγματος χάριν, μου μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν ότι θα διαβαζόταν, ιδιαίτερα από εμένα, μετά το θάνατό του. Από τη δεύτερη και τελευταία συνάντησή μας, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου που δόθηκε από την οικογένεια της γυναίκας του, επέμεινε να αρχειοθετήσει δημόσια με τον δικό του τρόπο, σχετικά με κάτι που του είχα διηγηθεί, ότι θα είχα παραβλέψει τον Άλλο παίζοντας τον νεκρό. Η Elisabeth Roudinesco διηγείται πολύ καλά όλο αυτό το επεισόδιο, το οποίο ξαναδιάβασα σήμερα το πρωί στη σελίδα 418 της μνημειώδους και κλασικής Ιστορίας της ψυχανάλυσης στη Γαλλία. Η φράση του Λακάν μιλά για έναν πατέρα και αυτός είμαι εγώ, για έναν πατέρα ο οποίος «δεν αναγνωρίζει ότι αυτός ο ίδιος παραβλέπει τον Άλλο, παίζοντας τον νεκρό». Ακόμη και σήμερα δεν είμαι σίγουρος αν πράγματι κατάλαβα την παρακινδυνευμένη ερμηνεία σε αυτό που ήταν, ας μην το ξεχνάμε, μια δημοσίευση ενυπόγραφη στο Scilicet, αλλά πάντα αναρωτιόμουν αν καθιστώντας εμένα πατέρα, σε αυτή την ιστορία, ονομάζοντάς με «ο πατέρας», δεν εννοούσε το γιο. Αναρωτιόμουν πάντα αν ήθελε να πει ο γιος, αν ήθελε να καταστήσει γιο, τον εαυτό του ή εμένα, να καταστήσει εμένα γιο που παραβλέπει τον Άλλο παίζοντας τον νεκρό, όπως λέει, ή να γίνει αυτός ο ίδιος γιος. Όπως πάντα ο Λακάν μου άφησε την πλήρη ελευθερία ερμηνείας και όπως πάντα θα είχα πάρει αυτή την ελευθερία ακόμη και αν δεν μου την έδινε. Αυτή την ελευθερία να ερμηνεύσω όπως θα μου αρέσει, μου την άφησε στο λευκό φύλλο των Γραπτών όταν έγινε η βιβλιοδεσία τους, εφόσον η αφιέρωση που τη συνοδεύει λέει το εξής: «Στον Ζακ Ντεριντά, ας εκλάβει αυτή την απονομή τιμής όπως θα του αρέσει». Το μήνυμα ελήφθη: έκανα πάντα χρήση αυτής της τιμής, ακόμη και σήμερα, όπως μου αρέσει και όπως μου αρέσει να την ανταποδώσω.
Ζακ Ντεριντά, Αντιστάσεις της ψυχανάλυσης, Εκδόσεις Πλέθρον.
3 notes · View notes
nikosmarkgr · 4 days
Text
ISBN: 978-618-07-0510-2 Συγγραφέας: Dara McAnulty Εκδότης: Εκδόσεις Πατάκη Σελίδες: 64 Ημερομηνία Έκδοσης: 2023-09-14 Διαστάσεις: 30x25 Εξώφυλλο: Σκληρό εξώφυλλο
0 notes
manpetasgr · 4 days
Text
ISBN: 978-618-07-0510-2 Συγγραφέας: Dara McAnulty Εκδότης: Εκδόσεις Πατάκη Σελίδες: 64 Ημερομηνία Έκδοσης: 2023-09-14 Διαστάσεις: 30x25 Εξώφυλλο: Σκληρό εξώφυλλο
0 notes
kwstasattgr · 4 days
Text
ISBN: 978-618-07-0510-2 Συγγραφέας: Dara McAnulty Εκδότης: Εκδόσεις Πατάκη Σελίδες: 64 Ημερομηνία Έκδοσης: 2023-09-14 Διαστάσεις: 30x25 Εξώφυλλο: Σκληρό εξώφυλλο
0 notes
epestrefe · 15 days
Text
Tumblr media
Πώς διασχίζουν οι λέξεις τον χώρο και τον χρόνο; Ένα συναρπαστικό ταξίδι στη ζωή του βιβλίου
Μια περιπλάνηση με στάσεις στα πεδία των μαχών του Αλέξανδρου και στη Βίλα των Παπύρων, στα ανάκτορα της Κλεοπάτρας και στον τόπο δολοφονίας της Υπατίας, στις βιβλιοθήκες και στα εργαστήρια αντιγραφής χειρογράφων, στις πυρές όπου κάηκαν απαγορευμένοι κώδικες και στα γκουλάγκ, στη βιβλιοθήκη του Σαράγεβο και στον υπόγειο λαβύρινθο της Οξφόρδης το έτος 2000. Ένα νήμα που ενώνει τους κλασικούς με τον σύγχρονο κόσμο…
Μια συλλογική περιπέτεια με ήρωες χιλιάδες πρόσωπα, τα οποία συνέβαλαν στη δημιουργία και την προστασία των βιβλίων: αφηγήτριες, γραφείς, εικονογράφοι, μεταφραστές, πλανόδιοι πωλητές, δασκάλες, λόγιοι, κατάσκοποι, εξεγερμένοι, μοναχές, σκλάβοι, τυχοδιώκτριες… αναγνώστες σε κορυφές βουνών και δίπλα στη θάλασσα, στις πρωτεύουσες που σφύζουν από ζωή και σε απομακρυσμένους θύλακες όπου βρίσκει καταφύγιο η γνώση σε χαοτικούς καιρούς. Οι απλοί άνθρωποι, τα ονόματα των οποίων δεν καταγράφει η Ιστορία, είναι οι πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου.
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ 2020 (ΙΣΠΑΝΙΑ)
Πηγή:https://akybernitespoliteies.org/shop/dokimio/papyros-i-peripeteia-tou-vivliou-apo-tin-archaiotita-mechri-simera
0 notes
xionisgr · 19 days
Text
Συγγραφέας: Μαρία Σκαμάγκα Εικονογράφος: Αλία Ζάε Εκδότης: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Σειρά: Διαβάζω Ιστορίες ISBN: 978-618-03-0705-4 Αριθμός Σελίδων: 56 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο Διαστάσεις: 14 Χ 20,5 Γλώσσα Γραφής: Ελληνικά Έτος Έκδοσης: 2016
0 notes
justforbooks · 7 months
Text
Tumblr media
Τα βιβλία του αποτελούν μια κιβωτό γνώσης και προσφέρουν έναν ανεκτίμητο θησαυρό πληροφοριών μέσα από την περιπλάνηση σε λογοτεχνικούς τόπους. Τα κείμενά του χαρτογραφούν το εκδοτικό τοπίο και έχουν σφραγίσει τον χώρο της βιβλιοκριτικής. Όλη του η ζωή είναι ένα συνεχές ταξίδι, ρεαλιστικό και διανοητικό. Έχει διανύσει μια δημοσιογραφική και συγγραφική πορεία γεμάτη αναγνώσεις, μετακινήσεις σε διάφορες πόλεις, περιηγήσεις, πολύτιμες εμπειρίες και ανεξίτηλες συναντήσεις με σπουδαίες προσωπικότητες.
Ο Αναστάσης Βιστωνίτης έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων, δοκιμίων, ταξιδιωτικών κειμένων και κριτικών σημειωμάτων, ενώ ποιήματα, δοκίμια και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες.  
Τον συναντώ στο σπίτι του με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τον τίτλο «Το παρασκήνιο της μνήμης - Για τη λογοτεχνία, τις ιδέες, την ιστορία» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Πρόκειται για μια συλλεκτική έκδοση, ένα γοητευτικό πανόραμα και, ταυτοχρόνως, για μια πνευματική αυτοβιογραφία των κόσμων των συγγραφέων και των έργων τους.
Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει πού έζησαν και έγραψαν μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Λέων Τολστόι, ο Έντγκαρ Άλαν Πόου, ο Φραντς Κάφκα, ο Βικτόρ Σερζ. Προσφέρει το πορτρέτο κορυφαίων διανοητών που σημάδεψαν την εποχή μας, του Τζορτζ Στάινερ, του Μισέλ Φουκό, του Κάρολου Δαρβίνου, του Ζίγκμουντ Φρόιντ, του Καρλ Μαρξ και του Τζον Μέιναρντ Κέινς, ενώ ανακαλεί την περιπέτεια συγγραφέων πρώτης γραμμής που υπήρξαν «μαύρα πρόβατα» της λογοτεχνίας: του Έζρα Πάουντ, του Λουί Φερντινάν Σελίν, του Μπα Τζιν και του Αλεξάντρ Φαντέγιεφ.
Στο φωτεινό διαμέρισμά του στο Χαλάνδρι κυριαρχούν οι μεγάλες και επιβλητικές βιβλιοθήκες. Άπειρα βιβλία βρίσκονται διασκορπισμένα παντού, μαζί με πολλά σπάνια αντικείμενα από διάφορα σημεία του πλανήτη να του θυμίζουν αυτό που πρεσβεύει: «Η μνήμη είναι η κοιτίδα της αφήγησης». Ο επί σειρά ετών συνεργάτης του «Βήματος», μια πολυσχιδής και πολυγραφότατη προσωπικότητα, ξεχωρίζει για τη στοχαστική γραφή του, τις οξυδερκείς παρατηρήσεις, το δοκιμιακό ύφος και τη διεξοδική έρευνα.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την εποχή μας, τα ταξίδια, τη λογοτεχνία, τη μάστιγα των κριτικών του διαδικτύου, εξηγεί γιατί δεν γράφονται αρνητικές κριτικές για βιβλία, την πτώση της κυκλοφορίας των εντύπων, τη φθορά του χρόνου και τη θέση της ποίησης στους μικρόψυχους καιρούς που ζούμε.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας και γιατί; Ο κορυφαίος ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα ως «εποχή των άκρων». Νομίζω πως ισχύει και για τη δική μας εποχή, με τη διαφορά ότι σήμερα τα ακραία φαινόμενα είναι πολύ περισσότερα. Νομίζω πως το χειρότερο είναι η σύγκρουση όχι των πολιτισμών, όπως έλεγε ο Χάντινγκτον, αλλά της Δύσης με το Ισλάμ. Πολλοί Δυτικοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως ζουν στη φωτεινή πλευρά του πλανήτη. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ύβρις. Κάποτε από τη Δύση ερχόταν η επιστήμη και από την Ανατολή η σοφία. Τι έρχεται σήμερα; Για να αστειευτώ λιγάκι, ίσως οι Κινέζοι. 
— Ποια θα λέγατε ότι είναι σήμερα η μεγαλύτερη ελληνική παθογένεια; Η γκρίνια για τους πάντες και τα πάντα, που συνοδεύεται συνήθως από κτηνώδη άγνοια.
— Υπάρχει κάτι που σας εξοργίζει στις μέρες μας; Πολλά. Ιδίως όμως η θρασύτητα του ξερόλα, του μικροαπατεώνα μικροαστού, η αυταρέσκεια και η περιφρόνησή του για τα δικαιώματα και τα αισθήματα των άλλων.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια; Γεννήθηκα το 1952 και μεγάλωσα στην Κομοτηνή. Έφυγα από την πόλη το 1970, όταν η οικογένειά μου μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Οι νεότεροι δεν μπορούν να φανταστούν πώς ήταν εκείνα τα χρόνια η επαρχία, ούτε και όσοι από τη γενιά μου έζησαν στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στα χωριά δεν υπήρχε ρεύμα, ούτε κεντρικό σύστημα ύδρευσης, ήταν μια εποχή γεμάτη φτώχεια και φαντάσματα, όπως έγραψα στο βιβλίο μου «Κάτω από την ίδια στέγη». Δεν νιώθω καμιά νοσταλγία για εκείνη την εποχή. Οι ωραιότερες αναμνήσεις μου ήταν από τον κάμπο, στο χωριό των γονιών μου, όπου ξεκαλοκαιριάζαμε.
Και από δύο φιλολόγους στο Γυμνάσιο, πραγματικούς δασκάλους, που μας έμαθαν γράμματα. Απεχθανόμουν το κουτσομπολιό, τους ανθρώπους που, επειδή είχαν οι ίδιοι μίζερη ζωή, σχολίαζαν σαρκαστικά –έτσι νόμιζαν– τη ζωή των άλλων. Φυσικά, δεν τολμούσαμε να περάσουμε έξω από το Γυμνάσιο Θηλέων, πόσο μάλλον να βγούμε έξω με το κορίτσι μας, όσοι είχαμε. Το μάθαινε και το σχολίαζε κακεντρεχώς όλη η πόλη. Για να μη μιλήσω για τον υφέρποντα φασισμό. Θυμάμαι το αίσθημα απελευθέρωσης που ένιωσα όταν το καλοκαίρι του 1970 έπαιρνα το νυχτερινό τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Αλλά τα παιδικά του χρόνια δεν μπορεί –και δεν είναι σωστό– να τα ακυρώσει κανείς. Εγγράφονται στο μνημονικό και εν μέρει στο συνειδησιακό του DNA. Θυμάμαι πάντα τον Εξιπερί που έλεγε ότι κατάγεται από τα παιδικά του χρόνια, όπως από μια χώρα.
— Απ’ όλα τα κείμενα σας του τελευταίου σας βιβλίου «Το παρασκήνιο της μνήμης», ποιο ξεχωρίζετε και γιατί; Δεν ξεχωρίζω κανένα κείμενο. Αν το έκανα, θα αναιρούσα τη συγκρότηση του βιβλίου, τις ομοιότητες και τις διαφορές των κειμένων μεταξύ τους, όπως και το ότι το ένα παραπέμπει στο άλλο. Αυτό όμως που δεν αναιρείται είναι η αυτονομία τους. Ο καθένας μπορεί να διαβάσει το βιβλίο ξεκινώντας από όποιο κεφάλαιο θέλει. Όμως καλύτερα να το αρχίσει από το πρώτο. 
— Από τους συγγραφείς των οποίων την ιστορία ξεδιπλώνετε στο βιβλίο, ποιος είναι ο αγαπημένος σας και ποιον δεν εκτιμάτε καθόλου; Γιατί; Δεν είναι μόνον ένας. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι που αγαπώ. Για να μείνω μόνο στα δικά μας, αγαπημένος μου ποιητής είναι ο Σολωμός και αγαπημένος πεζογράφος ο Βιζυηνός. Η λογοτεχνία όμως είναι άθροισμα. Αγαπούμε πολλές φορές συγγραφείς με τους οποίους διαφωνούμε –κάποτε ριζικά–, αλλά έτερον εκάτερον. Ορισμένοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή μου μια εποχή και σήμερα μου λένε ελάχιστα. Άλλοι είπαν θαυμάσια πράγματα και απερίγραπτες ανοησίες. Όταν όμως κινείσαι στο επίπεδο της αποτίμησης, δηλαδή το κριτικό, αφήνεις στην άκρη τις προσωπικές σου προτιμήσεις.
— Ποια είναι η σημασία της λογοτεχνίας στη ζωή μας; Τι να σας πω, δεν το ξέρω. Έχω μόνο την εντύπωση πως ένας μεσαίας μόρφωσης άνθρωπος που δεν διαβάζει λογοτεχνία έχει λειψή ζωή – όμως δεν ορκίζομαι κιόλας. Υπάρχει ένα δοκίμιο του 1959, του αγαπημένου μου συγγραφέα  Άλντους Χάξλεϊ, όπου μιλάει για την αναγκαιότητα της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης, με άλλα λόγια της γενικής παιδείας, ουσιώδες τμήμα της οποίας αποτελεί η λογοτεχνία. Υπάρχουν σήμερα άνθρωποι που μπορεί να είναι καλοί βοτανολόγοι, λ.χ., και να μην έχουν διαβάσει ούτε μισό μυθιστόρημα. Κι άλλοι που περνούν απ’ όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, εδώ και στο εξωτερικό, και δεν μπορούν να γράψουν μια παράγραφο χωρίς να κάνουν τρία συντακτικά λάθη. Η λογοτεχνία, όπως και οι άλλες τέχνες, δίνει νέο περιεχόμενο στη ζωή μας.    
— Μέσα από το γράψιμο έχετε μάθει πράγματα για τον εαυτό σας, τα οποία δεν γνωρίζατε; Α, βέβαια. Το γράψιμο είναι αυτογνωσία. Γράφοντας, πάμε να συναντήσουμε τον άλλο μας εαυτό που δεν τον γνωρίζουμε. Ο συγγραφέας, γράφοντας, μαθαίνει και να σκέφτεται και να αισθάνεται, χωρίς να διακατέχεται από την αυταπάτη ότι λέει την αλήθεια, αυταπάτη που διακατέχει και τον πιο ασήμαντο δικτάτορα. Ο Αντόρνο το λέει καλύτερα: «Η τέχνη είναι μαγεία απαλλαγμένη από το ψέμα ότι είναι αλήθεια».
— Στο βιβλίο σας «Κάτω από την ίδια στέγη» σημειώνετε: «Γράφω θα πει: συνηθίζω να ζω με τις αβεβαιότητές μου, οι βεβαιότητες δεν μου χρησιμεύουν σε τίποτε». Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε; Σε μια εποχή τεράστιας επιτάχυνσης του ιστορικού βηματισμού, όπως η δική μας, ποιος μπορεί να είναι βέβαιος για οτιδήποτε; Επομένως, γιατί να είναι βέβαιος ο συγγραφέας; Το να μην είναι βέβαιος όμως δεν σημαίνει ότι είναι και σχετικιστής. Η αβεβαιότητα συνεπάγεται ανησυχία – και η ανησυχία αποτελεί μείζονα συγγραφικό αναβαθμό. Αλλιώς, αν έχουν ειπωθεί τα πάντα, δεν θα είχαμε κανέναν λόγο να γράφουμε. Οι σημαντικοί συγγραφείς ήταν όλοι τους σχεδόν αβέβαιοι σε ό,τι αφορά τη σημασία και την αξία των γραπτών τους. Το να είσαι αβέβαιος μπορεί να σε οδηγήσει σε νέους εκφραστικούς δρόμους και σε κάποιες περιπτώσεις να μεταβάλει μέσα σου, όπως έλεγε ο Βιζυηνός, «τον ρυθμό του κόσμου».  
— Στη χώρα μας είναι αλήθεια ότι διαβάζουμε περισσότερο από παλαιότερα, αλλά, τελικά, τι βιβλία διαβάζουμε σήμερα; Ε, διαβάζουμε περισσότερο, αφού έχει περιοριστεί στο ελάχιστο ο αναλφαβητισμός. Το ότι τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε ο λεγόμενος «δομικός αναλφαβητισμός» (δεν πρόκειται μόνο για ελληνικό φαινόμενο) είναι μια άλλη ιστορία. Πολλοί λένε πως δεν είναι κακό που η μεγάλη πλειονότητα των αναγνωστών διαβάζει ρομάντζα τρίτης διαλογής – αντίθετα, αυτό στέλνει περισσότερους αναγνώστες στα βιβλιοπωλεία κι εκείνοι κάποια στιγμή μπορεί να αρχίσουν να διαβάζουν βιβλία μεγαλύτερων απαιτήσεων. Δεν ξέρω, ίσως. Από την άλλη, όμως, μήπως αυτό οδηγεί σε ένα είδος αναγνωστικού μιθριδατισμού, μήπως δηλαδή συνηθίζουμε στην κακή ποιότητα και τα σημαντικά κείμενα μας προκαλούν αφόρητη πλήξη;
— Γιατί χάνονται στο πέρασμα του χρόνου όμορφες αστικές συνήθειες όπως τα λογοτεχνικά καφενεία και η ανάγνωση της εφημερίδας; Ο περιορισμός, στα όρια της εξαφάνισης, των λογοτεχνικών καφενείων είναι κακά μαντάτα για τη λογοτεχνία. Η επαφή των δημιουργών μεταξύ τους, οι συζητήσεις, οι ζυμώσεις, οι ιδέες που προκύπτουν, μπορεί να λειτουργούν ως δημιουργικό έναυσμα. Αν δεν υπήρχε το Παρίσι των στοών και τα καφενεία του, θα ανέπτυσσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν την άποψή του ότι η Πόλη του Φωτός ήταν η «πρωτεύουσα του 19ου αιώνα»; Και τον Μποντλέρ θα τον διαβάζαμε όπως τον διαβάζουμε σήμερα;  
— Γράφετε στο βιβλίο ότι «η ουσία εξακολουθεί να βρίσκεται «στο χαρτί», δηλαδή στο έντυπο (βιβλίο, περιοδικό, εφημερίδα). Γιατί στην Ελλάδα οι πωλήσεις των έντυπων εκδόσεων λιγοστεύουν, κάτι που δεν παρατηρούμε να συμβαίνει τόσο πολύ σε άλλες δυτικές χώρες; Είναι μια θλιβερή ιστορία που αποδεικνύει πόσα βρίσκονται σ’ αυτήν τη χώρα στον αέρα. Η τυπογραφία, κατά τη λατινική ρήση, είναι ars artium omnium conservatrix, δηλαδή «τέχνη που περιέχει όλες τις τέχνες». Δεν είμαι φυσικά εναντίον του διαδικτύου, το αντίθετο. Αν ήμουν, θα ήμουν σαν εκείνον τον Κανούτ, βασιλιά των Δανών του 11ου αιώνα, που κάποια μέρα κατέβηκε σε μια παραλία και διέταξε την παλίρροια να μη φτάσει στην ακτή. Όμως ο φετιχισμός του μέσου που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια οδηγεί στην πνευματική φτώχεια και γεννά σε πολλούς την εντύπωση ότι, εφόσον μπορούν να δημοσιεύουν ό,τι τους καπνίσει στο διαδίκτυο, γνωρίζουν τα πάντα.
Ωστόσο άνθρωποι αυτού του είδους εύκολα καταντούν πνευματικά και πολιτικά υποχείρια. Δεν καταλαβαίνουν ότι πιστεύοντας πως γνωρίζουν τα πάντα δεν ξέρουν επί της ουσίας τίποτε. Αυτοί είναι το υλικό των σημερινών δημαγωγών. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή τα πράγματα θα αλλάξουν κι εδώ. Πότε; Δεν μπορώ να πω. Ίσως όταν φτάσουμε στον απόλυτο κορεσμό. Και τότε θα αντιληφθούμε πως ο κορεσμός είναι μία από τις χειρότερες μορφές της ύβρεως και θα στραφούμε ξανά στον έντυπο λόγο. Η ανάγνωση του περιοδικού, της εφημερίδας και του βιβλίου είναι προϋπόθεση για την κοινωνική και πνευματική συγκρότηση του καθενός.
— Ποια συμβουλή θα δίνατε σήμερα σε έναν νεότερο δημοσιογράφο ή συγγραφέα; Καμία απολύτως. Τα έχει πει εδώ και πολλά χρόνια ο Τζορτζ Όργουελ. Ας τα επαναλάβω εν τάχει, όπως τα καταγράφω στο πρόσφατο βιβλίο μου «Το παρασκήνιο της μνήμης»: ο δημοσιογράφος (και ο συγγραφέας) δεν πρέπει να χρησιμοποιεί μια λέξη με πολλές συλλαβές όταν υπάρχει μία με λιγότερες. Δεν πρέπει να καταφεύγει στην παθητική φωνή όταν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ενεργητική, όπως και σε άχρηστες μεταφορές ή λέξεις και φράσεις από την αργκό ή από ξένες γλώσσες όταν υπάρχουν αντίστοιχες στη μητρική του. Κι αυτά για τον απλούστατο λόγο ότι η καθαρότητα της διατύπωσης είναι μητέρα της πρωτοτυπίας και απόδειξη της ειλικρίνειας του γράφοντος».
— Πώς βλέπετε όλο αυτό το κύμα των «κριτικών βιβλίου» που αναπτύσσεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;  Το φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις «επιδημίας», ιδίως σε ό,τι αφορά τα μεταφρασμένα βιβλία. Στην αρχή παρακολουθούσα όσα γράφονταν, αλλά τώρα πλέον λειτουργώ πολύ επιλεκτικά, γιατί βρίσκονται αναρτημένες και αξιοπρεπέστατες σελίδες στο διαδίκτυο. Υπάρχουν άτομα που θέλουν να «μπουν» στη συζήτηση και γράφουν απίστευτα πράγματα. Για τα ξένα βιβλία ιδίως κυματοδρομούν στο διαδίκτυο και τσιμπολογούν από δω και από εκεί όσα νομίζουν πως έχουν ενδιαφέρον. Επειδή όμως τους λείπει η συγκρότηση, κάθε κείμενό τους είναι μια κουρελού που δεν λέει τίποτε – για να μην αναφερθώ στη γλωσσική ακολασία.    
— Γιατί σήμερα δεν γράφονται αρνητικές κριτικές για ένα βιβλίο, μόνο γράφουμε για όσα μας άρεσαν; Ποια είναι η γνώμη σας;  Θα μιλήσω προσωπικά, και με νούμερα. Οι κριτικές που δημοσιεύονται στο ένθετο των βιβλίων του «Βήματος» σε ετήσια βάση είναι για πεντακόσια περίπου βιβλία από ένα σύνολο δέκα χιλιάδων που εκδίδονται κάθε χρόνο. Και μόνο η επιλογή καθαυτή είναι κριτική. Τι έχει σημασία; Να σπαταλά κανείς πολύτιμο χώρο και φαιά ουσία για βιβλία που δεν αξίζουν ή να ξεχωρίζει τα σημαντικά; Η κριτική δεν γράφεται για τη συντεχνία αλλά για τους αναγνώστες. Και ο αναγνώστης, όπως έλεγε ένας από τους μέντορές μου, ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, βρίσκεται πίσω από την πλάτη σου.
Από το 1991 που γράφω στο «Βήμα», μόνο τρεις κριτικές μου όλες κι όλες ήταν αρνητικές. Η μία μάλιστα, του 1995, για τα δοκίμια του Ζήσιμου Λορεντζάτου, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Πώς τόλμησα να «δολοφονήσω» μια «ιερή αγελάδα» της γενιάς του 1930; Για τη συντηρητική ελληνική κοινωνία ήμουν «νεανίας» τότε (κι ας είχα κλείσει τα σαράντα τρία μου χρόνια). Υπήρξαν, βέβαια, και πολλά συγχαρητήρια από σημαντικούς ανθρώπους. Χρόνια αργότερα δημοσίευσα ένα επαινετικό κείμενο για τις μεταφράσεις του Λορεντζάτου. Αυτό δεν σημαίνει ότι «μετάνιωσα» για την παλιά αρνητική κριτική μου. Αν την αναδημοσίευα σήμερα, δεν θα άλλαζα ούτε ένα γιώτα. Πρέπει να είναι κανείς συνεπής με τον εαυτό του και δίκαιος φυσικά – όσο μπορεί. Γιατί, κατά την κοινοτοπία, και ο κρίνων κρίνεται.
— Θεωρείτε τον εαυτό σας πρωτίστως ποιητή. Ποια είναι η θέση της ποίησης στη σύγχρονη εποχή; Άραγε, τι χρειάζονται οι ποιητές σε τόσο μικρόψυχους καιρούς; Αυτή είναι μια φράση από τον Χέλντερλιν, αλλά αναρωτιέμαι: και πότε οι καιροί ήταν μεγαλόψυχοι; Ή πότε οι ποιητές ήταν χρήσιμοι – και γιατί; Η ποίηση ενδιαφέρει μια ελίτ αναγνωστών και θα συνεχίσει να υπάρχει, απόδειξη ότι έχουμε πλήθος διεθνών φεστιβάλ ποίησης σε όλον τον κόσμο, πάνω από ένα σε κάθε χώρα. Είναι μια τέχνη κατά βάση προφορική, απόδειξη ότι αν ακούσουμε ένα ποίημα, όσο σωστή κι αν είναι η απαγγελία, σε περίπτωση που δεν μας αρέσει σπάνια μπαίνουμε στον κόπο να το διαβάσουμε. Υπάρχει όμως σήμερα ένα άλλο ζήτημα, πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Ξέρω πεζογράφους που δεν διαβάζουν ποίηση διότι, όπως λένε, ή δεν την καταλαβαίνουν ή δεν τους ενδιαφέρει.
Πρόκειται για θεμελιώδες σφάλμα. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι η πεζογραφία αν δεν διαβάζεις ποίηση – και το αντίστροφο. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις ομοιότητες από τις διαφορές και είσαι «μονόφθαλμος», που λέει ο λόγος. Η διαφορά του ποιητή από τον πεζογράφο δεν είναι στη φόρμα. Είναι διαφορά συνείδησης. Στον πεζογράφο είναι ιστορικής τάξεως, ενώ στον ποιητή μυθικής αντίστοιχης. Αυτή ορίζει και το είδος της αφήγησης: γραμμική στην πεζογραφία, κυκλική στην ποίηση. Το κλείσιμο ενός μυθιστορήματος είναι άνοιγμα στην επόμενη μέρα, ενώ στην ποίηση το σημείο αναχώρησης είναι ταυτοχρόνως και σημείο επιστροφής. Αλλά, βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι παρεκκλίσεις.
— Αναρωτιέμαι, τι χρειάζεται για να γράψεις ποίηση; Ένα δυνατό συναίσθημα; Μια αξέχαστη εμπειρία; Ένα ισχυρό βίωμα; Αυτά ισχύουν σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Στην αρχή η ανάγκη να εκφραστεί κανείς ποιητικά είναι ενστικτώδης. Ποιητής γίνεσαι όταν ακουστεί μέσα σου το πρώτο κλικ. Τότε συνειδητοποιείς αν μπορείς να συνεχίσεις ή αν θα πρέπει να τα παρατήσεις. Και τα βιώματα και οι εμπειρίες και τα συναισθήματα, εν όλω ή εν μέρει, είναι αναγκαία για όποιον θέλει να εκφραστεί ποιητικά, όμως ο αληθινός ποιητής θα πρέπει να δώσει μέσα του μιαν απάντηση για το τι είναι η ποίηση. Είναι περίπλοκο βέβαια.
Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, στο μνημειώδες έργο του «Η Λευκή Θεά - Ιστορική γραμματική του ποιητικού μύθου», λέει πως ποίηση είναι η θρησκευτική επίκληση στη μούσα. Αυτή είναι η λειτουργία, έτσι αρχίζουν και η «Οδύσσεια» και η «Ιλιάδα», αλλά στη δική μας ιστορική εποχή πρέπει κι ο ποιητής να προσαρμοστεί. Η λειτουργία ωστόσο παραμένει ίδια ανά τους αιώνες – αλλάζουν μόνο οι εφαρμογές. Υπάρχουν διάφοροι που αυτά τα θεωρούν αναχρονιστικά. Το αποτέλεσμα είναι να αντιλαμβάνονται ως ποιήματα όσα δεν είναι παρά στιχουργημένη πρόζα. Είναι εύκολα, και όπως λέμε «πιασάρικα».
Αλλά τι συμβαίνει με τις γυναίκες-ποιήτριες; Ο Γκρέιβς δίνει την απάντηση: ποιήτριες γίνονται όσες αναλαμβάνουν οι ίδιες τον ρόλο της μούσας. Κορυφαίο παράδειγμα, η Σαπφώ. Και ο Καβάφης, που ήταν γκέι; Ο Αλεξανδρινός τόλμησε κάτι μοναδικό. Δεν ήταν ο πρώτος ποιητής πόλης. Προηγήθηκε ο Μποντλέρ και πριν από αυτόν ο Μπλέικ. Ο Καβάφης όμως έκανε κάτι μεγαλειώδες. Αντικατέστησε τις μούσες της ποίησης με μιαν άλλη, την Κλειώ, τη μούσα της Ιστορίας. Αυτό έκανε και ο Όντεν, ο οποίος ήταν μεν γκέι, αλλά ομοερωτικά ποιήματα δεν έγραψε. Έγραψε όμως έναν υπέροχο «Φόρο τιμής στην Κλειώ». Ο αληθινός ποιητής οφείλει να γνωρίζει ότι η μούσα είναι ον ιδιότροπο, που απαιτεί τα πάντα και δεν υπόσχεται τίποτε.    
— Στο προηγούμενο βιβλίο σας, στην «Κοίτη του χρόνου», μας παραδίδετε αφθονία εμπειριών από τα πολυάριθμα ταξίδια σας. Τι μας μαθαίνουν τα ταξίδια; Ελάχιστα από τα ταξίδια που έκανα τα κατέγραψα. Μπορεί κανείς να ταξιδεύει στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Μπορείς να ταξιδεύεις απλώς μετακινώντας την καρέκλα σου. Ο Λάο Τσε έλεγε πως γνωρίζει τον κόσμο χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθεί από το σπίτι του. Θέλω να φαντάζομαι ότι υπήρξαν και κάποιοι που μπόρεσαν να διαβάσουν το άπειρο μέσα σε μια σταγόνα. Όλα αυτά κι άλλα τόσα συνιστούν τη μεγάλη περιπέτεια. Το πραγματικό ταξίδι όμως είναι μοναδικό. 
— Απ’ όλα τα ταξίδια που έχετε κάνει, ποιον προορισμό λατρέψατε περισσότερο και γιατί; Τα ωραιότερα ταξίδια μου ήταν προϊόντα συμπτώσεων. Τρία από αυτά με σημάδεψαν: το πρώτο ταξίδι με τη γυναίκα μου στη Βενετία το 1983, το ταξίδι στη Νέα Υόρκη την ίδια χρονιά, η παραμονή μας στην Αμερική επί έξι χρόνια και, αθροιστικά, τα επτά μεγάλα μου ταξίδια στην Κίνα από το 1994 ως το 2018.
— Υπάρχει μια πληγή που σας ακολουθεί ακόμη; Δεν το έχω σκεφτεί έτσι. Προτιμώ να θυμάμαι τα ευχάριστα περισσότερο παρά τα δυσάρεστα. Από μικρός είχα ένα αίσθημα του δραματικού και κάποτε του τραγικού. Το αίσθημα της εξορίας δηλαδή, που με παρακολουθούσε από μικρό και δεν το είχα καταλάβει. Αργότερα αντιλήφθηκα ότι ήταν το αίσθημα της προσφυγιάς, ίσως γιατί είμαι εγγονός προσφύγων. Μπορεί γι’ αυτό να ταξίδεψα τόσο πολύ. Για τούτο και πολλά πεζογραφήματά μου δεν είναι ταξιδιωτικά – με τη συμβατική έννοια. Είναι μια τοπογραφία του αγνώστου, μέσα στην οποία υποβάλλει κανείς στον εαυτό του το παλαιό ερώτημα του Σταντάλ: «Ποιος είμαι;». Αν υπάρχει μια πληγή, αυτή είναι η ίδια για τον καθένα: ο κάποτε ανυπόφορος εαυτός μας. 
— Τι είναι για σας ευτυχία; Το να είμαι υγιής, κι εγώ κι αυτοί που αγαπώ, και να κάνω όσα μου αρέσουν.
— Σας τρομάζει η φθορά του χρόνου; Δεν θα έλεγα ότι με τρομάζει. Με απασχολεί βέβαια, όπως τους πάντες, είτε το ομολογούν είτε όχι. Στα γραπτά μου, στην ποίησή μου ιδίως, υπάρχουν πολλές αναφορές στον χρόνο (ξόρκια θα τις έλεγα). Τον χρόνο, που είναι κάτι αφηρημένο, δεν τον συλλαμβάνεις με τις πέντε αισθήσεις. Έχει να κάνει με τον παραλογισμό της ύπαρξης, είναι αυτό που μας μεταμορφώνει χωρίς να το καταλαβαίνουμε και ταυτοχρόνως μας ακυρώνει. 
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή; Προσπαθώ να τηρώ τρεις σημαντικές αρχές στη ζωή μου, δανεισμένες από τον Κομφούκιο: να διοχετεύεις όλη σου την ενέργεια στον στόχο· να αρνείσαι ν’ ακούσεις όσους δεν κάνουν το ίδιο· να παραδέχεσαι τα λάθη σου.
🔔Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στην LIFO
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
3 notes · View notes
a078740849aposts · 19 days
Text
Συγγραφέας: Μαρία Σκαμάγκα Εικονογράφος: Αλία Ζάε Εκδότης: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Σειρά: Διαβάζω Ιστορίες ISBN: 978-618-03-0705-4 Αριθμός Σελίδων: 56 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο Διαστάσεις: 14 Χ 20,5 Γλώσσα Γραφής: Ελληνικά Έτος Έκδοσης: 2016
0 notes
alonnisostv · 3 months
Text
Πρόγραμμα πολιτιστικών δράσεων στις πλημμυροπαθείς περιοχές από την Περιφέρεια Θεσσαλίας
Ξεκινά το πρόγραμμα πολιτιστικών δράσεων στις πλημμυροπαθείς περιοχές από την Περιφέρεια Θεσσαλίας Από την Τρίτη 12 Μαρτίου και το Δήμο Κιλελέρ ξεκινά ο κύκλος των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων με τον τίτλο «Το καραβάνι του Ήλιου» που περιλαμβάνει καλλιτεχνική και εορταστική περιπλάνηση στις πληγείσες περιοχές της Θεσσαλίας με παραστάσεις Σύγχρονου Τσίρκου και Θεάτρου Δρόμου. Οι εκδηλώσεις…
Tumblr media
View On WordPress
0 notes
alexpolisonline · 3 months
Text
0 notes