Εγώ θέλω αγκαλιές μέχρι το πρωί, απ’ αυτές που έκλεισαν και κούμπωσαν και δεν ξανά άνοιξαν. Θέλω όμορφες λέξεις γραμμένες για μένα σε ένα μικρό χαρτάκι στο ψυγείο, να το βρω όταν ξυπνήσω. Θέλω βόλτες, στο φωτεινό σκοτάδι της Αθήνας. Θέλω random dates, να με πας όπου θες. Αρκεί να με πας. Θέλω 2 ποτήρια κρασί, η ένα μπουκάλι ολόκληρο δικό μας και μια θέα στο πλάι. Να μεθύσουμε και ίσως σου πω και μια αλήθεια μου, ίσως μου πεις και συ κάποια δικιά σου. Θέλω ώρες ατελείωτης συζήτησης στο μπαλκόνι μας, να μου πεις ο,τι θες, να σου πω κι εγώ. Θέλω ο χρόνος δίπλα σου να πάψει. Να αποκτήσει δική του ροή και να μας πάρει μαζί του. Θέλω
Μα ίσως αυτό που θέλω να είναι πολύ. Ίσως αυτό που θέλω να μην το βρω. Ίσως και να το βρήκα κάποτε. Ίσως πάλι και να μην υπάρχει. Ίσως και να υπάρχει, μα να μην είναι για μένα. Ίσως
Υπόσχομαι, μόλις μεθύσουμε για τα καλά να κάνουμε έρωτα σε σπηλιές υποσιτισμένων κομητών φορώντας μάσκες δαιμονισμένων αερίων, γλείφοντας μέλι και οξύ λευκών μανιταριών *Σωτήρης Λυκουργιώτης
Τι θέλω να πω, δεν ξέρω. Καινούργια ξεκινήματα και δώστου απ' την αρχή, να ψάχνεις, να βρίσκεις ένα νόημα. Μέσα σ' όλες τις αντανακλάσεις σε χαρακωμένα γυαλικά.
12 λεπτά
Να αποφασίσω ποια θα είμαι το Σεπτέμβρη και να κανονίσω τα προγράμματα μου αναλόγως. Πρέπει όπως μπει μια τάξη ξανά στη λούπα. Κάπως έτσι αρχίζει πάντα...
Θυμάμαι πολύ έντονα κάτι Αυγούστους που τρώγαμε μόνο σταφύλια και σύκα. Θυμάμαι τη μάνα μου να τα ψάχνει σε δρόμους και χωράφια, τη γιαγιά μου να φτιάχνει γλυκό σταφύλι, πετιμέζι και μουσταλευριά. Εγώ με τον αδερφό μου κάναμε πως κάπως συμμετείχαμε στη διαδικασία και λιωναμε τα σταφύλια να φτιάξουμε λέει χυμό να πιούμε κι η γιαγιά μας έλεγε πως θα μεθύσουμε. Χαιρόμασταν εμείς για το καινούργιο που ερχόταν, το πιστεύαμε.
Θυμάμαι το τσουρουφλισμα στα πόδια μου την ώρα που τρέχαμε στην άσφαλτο, μέρα μεσημέρι. Δε μας ένοιαζε, αντέχαμε. Θυμάμαι την κληματαριά της γιαγιάς, τους άσπρους τοίχους, τους καμένους ώμους μας, τις ιστορίες, τον πόνο στην κοιλιά μου απ' τα γέλια και το κίτρινο μου μπλουζάκι. Πόσο εύκολο μας ήταν, να ζούμε.
3 λεπτά.
Γύρω απ' αυτά μια θολούρα. Ψάχνω το νόημα ασταμάτητα. Όσο το ψάχνω, τόσο σιγουρευομαι πως έχει ξεμείνει κάπου εκεί πίσω. Τώρα δεν τρώμε πια τόσα σταφύλια και σύκα τον Αύγουστο. Είμαστε συνήθως μακριά κι όταν βρισκόμαστε εκεί, συναντάμε μόνο φαντάσματα. Ή μάλλον εμείς γίναμε, ναι πιο πιθανό μου φαίνεται αυτό.
1 λεπτό.
Δεν έχω πολλές αναμνήσεις, μα συναισθήματα κι αυτά άμα τα πολύ λες χάνονται. Χανόμαστε κι εμείς μέσα στους Αυγούστους και κάθε που ξεκινάει η ιστορία, ψάχνουμε να βρούμε μέσα σε ποιον απ' όλους έχουμε ξεχαστεί.
Έλα ένα βράδυ σε μια ταράτσα. Μια κουβέρτα, μουσική και κάτι να πίνουμε.
Έλα να ακούσουμε τα αγαπημένα μας κομμάτια, να μιλήσουμε για τη ζωή, για αυτά που αγαπάς και ονειρεύεσαι, για ότι σε απασχολεί και για ότι φοβάσαι ή σε τρομάζει. Για αυτά που σε κάνουν να χαμογελάς. Έλα να με ακούσεις να μιλάω για τις πιο βαθιές μου επιθυμίες. Άναψε το τσιγάρο σου και κοίταζε τα αστέρια καθώς εγώ θα κοιτάζω εσένα, τα μάτια σου. Και όταν τελειώσει το πότο έλα να μεθύσουμε με αγάπη. Έλα να ανταλλάξουμε ιδέες και όνειρα.
Έλα ένα βράδυ σε μια ταράτσα. Μια κουβέρτα, μουσική και εμείς.
Έλα μια νύχτα να με πάρεις. 2 μπυρες εγώ Και εσυ,σε μια ταρατσα. Να χαζεύεις εσυ τον ουρανό και εγώ εσένα.Να μεθύσουμε. Να πούμε όσα δεν είπαμε. Όσα φοβόμασταν. Όσα απλά δεν μας βγήκαν. Τώρα είναι η ευκαιρία να σου πω όσα νιώθω.Ελα εδώ. Πάρε με. Παμε σε μια ταρατσα
18) Jessie Ware - What’s Your Pleasure? (Κεφαλλονιά - Αύγουστος,2010)
Νέοι, ωραίοι, ηλιοκαμένοι και ανήλικοι. Με λατρεμένο παρεάκι αράζουμμε ατελείωτα σε μία από τις αγαπημένες μου παραλίες, τους Πετανούς. Και μπορεί να περιμάνε να μάθουμε σε ποια σχολή θα έχουμε περάσει τελικά, αλλά το μόνο που μας ένοιαζε πραγματικά είναι το τι θα φάμε, που θα μεθύσουμε, πως θα καλοπεράσουμε, πως θα γκομενίσουμε, πως θα γλεντήσουμε τη ζωή, πως θα δγμιουργήσουμε αναμνήσεις χωρίς να το ξέρουμε. Θυμάμαι σε ένα τέτοιο ηλιοβασίλεμα να έχω ξαπλώσει μέσα στη θάλασσα, να έχω κλειστά τα μάτια, να έχω κάνει λίγο κεφάλι, να ακούγονται ξεθωριασμένα τα beats από το μπιτσόμπαρο σην άκρη της παραλίας και να σκέφτομαι πως, ναι, όλα είναι στη θέση τους . Αν συνέβαινε τώρα, κάπου στο βάθος θα έπρεπε να παίζει το “What’s Your Pleasure?” της Jessie Ware.
Δε με νοιάζουν οι φίλοι σου,ούτε οι γκόμενες τους,οι άσκοπες έξοδοι τους,τα στόρι και τα ψεύτικα χαμόγελα μπροστά από κάμερες..
Δε με νοιάζουν τα κέρατα που ρίχνουν ο ένας στον άλλον..
Δε με νοιάζει το σεξ,ούτε οι πληρωμένοι καφέδες..
Δε με νοιάζουν οι χλίδες και τα λεφτά,τα ακριβά ρούχα και αρώματα..
Δε με νοιάζει αν έχεις αμάξι,αν έχεις περάσει στην σχολή που ήθελες απο μικρός,αν είσαι δικηγόρος,γιατρός ή σερβιτόρος..
Δε με νοιάζουν τα γαμήσια της κολλητής σου..
Δεν καταλαβαίνεις,δε με νοιάζει να είμαστε οι καλύτεροι..
Δεν βαρέθηκες να ζεις στον κόσμο της βιτρίνας? Στον κόσμο που η ουσία χάθηκε,σε έναν κόσμο γεμάτο πεζά όντα,άδεια μυαλά,άδειες καρδιές,άσκοπες και εφήμερες σχέσεις..?
Να προσποιείσαι ότι η ζωή σου είναι τέλεια,και πως όλα τα προβλήματά σου έχεις την δύναμη να τα λύσεις μόνος σου..?
Εγώ θέλω να σε ακούω να μου μιλάς για τις φρίκες σου,για τα μεθύσια του πατέρα σου,και τις παράνοιες της μάνας σου..
Θέλω να μου μιλήσεις για το κενό που σου άφησε ο αδερφός σου..
Θέλω να μου μιλήσεις για το πόσο απότομα μεγάλωσες,για όλα εκείνα που είδαν τα παιδικά σου μάτια,το αθώο της καρδιάς σου,χωρίς ποτέ να σε ρώτησαν αν ήθελες να ζήσεις..
Θέλω να μου μιλήσεις για τα παιχνίδια που παίζει το μυαλό σου,για τις ματωμένες αρθρώσεις των δακτύλων σου..
Θέλω να μοιραστούμε κάθε ιστορία που κρύβουν τα σημάδια του κορμιού μας..
Θέλω να μου μιλήσεις για το μίσος που κρύβεις μέσα σου τόσα χρόνια,για το πόσο θες να πεθάνεις,να ξεφύγεις από την βρώμα του σάπιου αυτού κόσμου που μας ανάγκασαν να μεγαλώσουμε..
Πές μου ξανά για τα όνειρά σου,και την οικογένεια που θες να κάνεις μαζί μου,πόσο δε θες να μοιάσουμε στους γονείς σου,και πόσο θα αγαπάς την κόρη μας..
Άσε με να ακουσω τη φωνή σου να σπάει και το βλέμμα σου να χαμηλώνει όταν σου λέω πως πια δε ζεις,δεν περνάς καλά και (γελώντας) ότι έχεις γεράσει πριν την ώρα σου και συ να μου απαντάς γεμάτος θ��ίψη “δεν ήμουν έτσι πάντα”..
Πες μου πώς ήσουν πρίν από όλα αυτά..
Και άσε με να σε πάω στα αγαπημένα μου μέρη,να μεθύσουμε και να σου ψιθυρίζω ζαλισμένη πόσο υπέροχος είσαι..
Πάμε στη θάλασσα,έλα να κάτσουμε στο μπαλκόνι σου με τσιγάρα και ζακέτες να χαζέψουμε το ξημέρωμα,και να με λες πάλι χίπισσα που κυκλοφορώ ξυπόλιτη με λιτά μαλλιά και χορεύω στο κρύο,στον ανοιξιάτικο αέρα χωρίς να ακούγεται μουσική από πουθενά..
Έλα να πάμε διακοπές..
Να σου δείξω το τροχόσπιτό μου..
Άσε με να σου δείξω πόσο όμορφη είναι χύμα η ζωή,..
Συσκευασμένη χάνει τη γλύκα της,τυποποιημένη και ακριβοπληρωμένη..
Μην πεθάνεις χωρίς εμένα,σε παρακαλώ..
Πάμε να ζήσουμε όπως πραγματικά θέλουμε..
Όπως ονειρευόμασταν τότε πριν θάψουμε την παιδικότητα μας 6 μέτρα κάτω από το τσιμέντο,πριν την βυθίσουμε στο χάος του ίνσταγκραμ και της πλαστικής ομορφιάς..
Έλα να ερωτευτούμε ξανά από την αρχή τη ζωή,ο ένας τον άλλον.